Η Άννα Φρόυντ (Anna Freud, 3 Δεκεμβρίου 1895 – 9 Οκτωβρίου 1982) ήταν Αυστριακή-Βρετανή ψυχαναλύτρια. Ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Ζίγκμουντ Φρόιντ και της Μάρτα Μπερνάιζ. Ακολούθησε το δρόμο του πατέρα της και συνεισέφερε στο πεδίο της ψυχανάλυσης.
Μαζί με την Μέλανι Κλάιν θεωρείται η ιδρύτρια της ψυχαναλυτικής παιδικής ψυχολογίας.
Σε σύγκριση με τον πατέρα της, το έργο της έδωσε έμφαση στη σημασία του εγώ και η ικανότητά του να εκπαιδευτεί κοινωνικά. Σε μια έρευνα του 2002, η Άννα Φρόυντ κατετάγη 99η ψυχολόγος με τις περισσότερες αναφορές.
Βιογραφία
H Άννα ήταν το νεότερο από τα έξι παιδιά του Ζίγκμουντ και της Μάρθα Φρόιντ. Πήρε το όνομά της από την αδελφή του Ζίγκμουντ Άννα (1858-1955), η οποία παντρεύτηκε το 1883 τον έμπορο Έλι Μπερνάιζ τρία χρόνια πριν ο Ζίγκμουντ παντρευτεί τη Μάρθα Μπερνάιζ. Μαθήτευσε στο Cottage Lyceum στη Βιέννη μέχρι το 1912. Έπασχε από κατάθλιψη και νευρική ανορεξία και ήταν ανασφαλής για το μέλλον της. Το 1914 άρχισε να εργάζεται ως δασκάλα στο Cottage Lyceum αλλά ενδιαφερόταν για την ψυχανάλυση. Συνέχισε να εργάζεται ως δασκάλα μέχρι το 1920, όταν και παραιτήθηκε για λόγους υγείας.
Δούλευε ως γραμματέας και βοηθός μαζί με τον πατέρα της, οργανώνοντάς τον και αντιπροσωπεύοντάς τον στα συνέδρια. Το 1923, άρχισε την δικιά της ψυχαναλυτική πρακτική με παιδιά και δύο χρόνια αργότερα άρχισε να διδάσκει στο Ινστιτούτο Ψυχαναλυτικής Εκπαίδευσης τη τεχνική της ψυχανάλυσης των παιδιών. To 1936 δημοσίευσε το έργο της The Ego and the Mechanisms of Defence, όπου εξετάζεται ο ρόλος του εγώ και των μηχανισμών άμυνας, επικεντρωμένο στα παιδιά και τους εφήβους.
Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία το 1938, ο Ζίγκμουντ, η Μάρθα και τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της Άννας, κατέφυγαν στο Λονδίνο. Η υγεία του πατέρα της επιδεινώθηκε εξαιτίας καρκίνου στο σαγόνι, οπότε η Άννα, με τη βοήθεια του Έρνεστ Τζόουνς, ασχολήθηκε με τη διαδικασία της μετανάστευσης για την οικογένειά της. Ο ναζιστικός στρατός ήθελε να ανακρίνει τον Φρόιντ, αλλά η Άννα προσφέρθηκε η ίδια. Ο πατέρας της έδωσε στο χέρι δηλητήριο, για να αυτοκτονήσει σε περίπτωση που την βασανίσουν. Όμως, η Άννα απελευθερώθηκε. Ο Ζίγκμουντ Φρόυντ πέθανε το 1939.
Μετά το θάνατο του πατέρα της, υπήρχε διαφωνία ανάμεσα στην Άννα Φρόιντ και τη Μέλανι Κλάιν όχι μόνο σχετικά με τη ψυχανάλυση των παιδιών, αλλά και για τη συνολική κατεύθυνση της ψυχανάλυσης. Η προσέγγιση της Κλάιν διέφερε από αυτή της Φρόυντ σε διάφορες μεθοδολικές και θεωρητικές τεχνικές σχετικά με τη νεογνότητα και τις σχέσεις αντικειμένων. Για παράδειγμα, η Φρόιντ δεν πίστευε ότι τα παιδιά έχουν υπερεγώ και οι θεραπευτές τους θα πρέπει να είναι γνωστά τους πρόσωπα και σημαντικές μορφές. Αντίθετα, η Κλέιν πίστευε ότι έχουν υπερεγώ και έπρεπε να αντιμετωπιστούν με το ίδιο τρόπο με τους ενηλίκους.
Αν και αρχικά απείλησε την ενότητα της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρεία, μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η διαμάχη είχε κοπάσει, με την παράλληλη αποδοχή και των δύο προσεγγίσεων. Μαζί με τη συνεργάτιδά της Ντόροθι Μπέρλινχαμ και της Γιοσεφίν Στρος ίδρυσαν το νοσοκομείο Χάμπστιντ, όπου στεγάζονταν παιδιά θύματα πολέμου ή ορφανά πολέμου, τα οποία παρακολουθούσε. Μετά δημοσίευσε μερικές από τις αναμνήσεις αυτών των παιδιών. Το 1945, ο Άννα Φρόυντ μαζί με άλλους ίδρυσε την επιστημονική επιθεώρηση Psychoanalytic Study of the Child.
Τη δεκαετία του 1950 μέχρι το τέλος της ζωής της, ταξίδευε τακτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες για να διδάξει, να δώσει διαλέξεις και να επισκεφτεί φίλους. Εξελέγη επίτιμο ξένο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών το 1959. Τη δεκαετία του 1970 ασχολήθηκε με τα προβλήματα των συναισθηματικά στερημένα και σε μειονεκτική θέση κοινωνικά παιδιά και μελέτησε αποκλίσεις και καθυστερήσεις στην ανάπτυξή τους. Στη νομική σχολή του Γέιλ δίδαξε σε σεμινάρια για το έγκλημα και την οικογένεια, κάτι που οδήγησε στην υπερατλαντική συνεργασία του Τζόζεφ Γκολντστάιν και του Άλμπερτ Σόλνιτ πάνω στις παιδικές ανάγκες και τους νόμους, δημοσιεύοντας τρεις τόμους.
Η Άννα Φρόυντ απεβίωσε στο Λονδίνο στις 9 Οκτωβρίου 1982. Αποτεφρώθηκε και οι στάχτες τις τοποθετήθηκαν σε ένα μαρμάρινο ράφι δίπλα στην τεφροδόχο των γονέων της. Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, εκδόθηκαν τα άπαντά της.
Το 1984 η κλινική Χάμπστιντ μετονομάστηκε σε κέντρο Άννα Φρόιντ. Το 1986, η επί 40 χρόνια οικία της μετατράπηκε στο μουσείο Φρόιντ, αφιερωμένο στον πατέρα της και την Βρετανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία.
Επιστημονικό έργο
H Άννα Φρόιντ ήταν μια παραγωγική συγγραφέας, συνεισφέροντας άρθρα σχετικά με τη ψυχανάλυση καθ’όλη τη διάρκεια τη ζωής της. Η πρώτη της έκδοση με τίτλο «Μια εισαγωγή στην Ψυχανάλυση: Διαλέξεις για αναλυτές παιδιών και δασκάλους 1922-1935» (An Introduction to Psychoanalysis: Lectures for Child Analysts and Teachers 1922-1935) και δημιουργήθηκε από τέσσερις διαφορετικές διαλέξεις σε δασκάλους και φροντιστές παιδιών στη Βιέννη.
Το πρώτο άρθρο της Άννα Φρόιντ, «Νικώντας τις φαντασίες και τους ονειροπόλους» (1922), αντλώντας περιεχόμενο από τα βιώματά της. Σε αυτό εξηγεί ότι η ονειροπόληση έχει σχεδιαστεί συνειδητά ώστε να καταστείλει τον αυνανισμό και είναι κυρίως υποσυνείδητα μια εξεργασία των αρχικών σεξουαλικών φαντασιώσεων.
Στο πρώτο βιβλίο της, το 1927, με τίτλο Μια Εισαγωγή στις Τεχνικές της Ανάλυσης Παιδιών, οι απόψεις της σχετικά με την παιδική ανάπτυξη συγκρούστηκαν με αυτές της Μέλανι Κλάιν. Η Άννα Φρόυντ πίστευε ότι στην ανάλυση παιδιών, η μεταβίβαση παίζει διαφορετικό ρόλο, όπου ο αναλυτής όχι μόνο αντιπροσωπεύει τη μητέρα αλλά αποτελεί και δεύτερη μητέρα στη ζωή του παιδιού.
Το επόμενο μεγάλο έργο της, το Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας (The Ego and the Mechanisms of Defence), εκδόθηκε το 1936. Σε αυτήν την κλασσική μονογραφία, η Άννα Φρόιντ αναλύει την ψυχολογία του εγώ και τους μηχανισμούς άμυνας, αντλώντας περιεχόμενο από την κλινική εμπειρίας της και από τις δημοσιεύσεις του πατέρα της. Στο έργο της ταξινόμησε τους αμυντικούς μηχανισμούς, βοηθώντας να καθιερωθούν οι λειτουργίες του εγώ και η έννοια των μηχανισμών άμυνας, εμβαθύνοντας την έμφαση του πατέρα της στο εγώ.
Στο έργο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη στην ύστερη παιδική ηλικία και στην εφηβεία. Η ίδια είχε αναφέρει ότι ενδιαφερόταν περισσότερο στην λανθάνουσα περίοδο παρά στις προ-οιδιπόδειες φάσεις. Η Άννα Φρόιντ αναφέρει συχνά το πρόβλημα που έθετε η φυσιολογική ωρίμανση, όπου «οι επιθετικές ορμές εντείνονται σε σημείο απόλυτης αναρχίας, η πείνα γίνεται επιθετικότητα και οι αντιδραστικοί σχηματισμοί οι οποίοι είχαν εγκαθιδρυθεί στη δομή του εγώ κινδυνεύουν να καταρρεύσουν».
Η Σέλμα Φράιμπεργκ το 1959 ανέφερε ότι «το έργο της Άννα Φρόιντ στη ψυχολογία του εγώ και οι μελέτες στην παιδική ανάπτυξη τα πρώτα χρόνια έχουν φωτίσει το κόσμο των παιδιών για εργάτες σε μεγάλη ποικιλία επαγγελμάτων και για μένα ήταν η εισαγωγή μου και ένας χρήσιμος οδηγός», λόγια τα οποία εξέφραζαν τους περισσότερους ψυχαναλυτές που δεν ήταν ακόλουθοι του τρόπου σκέψης της Κλάιν.
Όσο η Άννα Φρόιντ ήταν στο Λονδίνο έγραψε πολλές από τις πιο αξιοσημείωτες δημοσιεύσεις της στην ψυχανάλυση όπως, το «σχετικά με το να χάνεις και να είσαι χαμένος» (About Losing and Being Lost), όπου περιγράφει την ταυτόχρονη ανάγκη να παραμένεις πιστός στους νεκρούς και σχηματίζεις νέους δεσμούς με τους ζώντες.
Στη συνέχεια επικεντρώθηκε στην έρευνα, παρατήρηση και παιδιών, δημιουργώντας μια ομάδα επιφανών αναλυτών της παιδικής ανάπτυξης (όπως οι Έρικ Έρικσον, Έντιθ Γιάκομπσον και Μάργκαρετ Μάχλερ) οι οποίοι πρόσεξαν ότι τα συμπτώματα των παιδιών ήταν ανάλογα των διαταραχών προσωπικότητας των ενηλίκων και έτσι συχνά σχετίζονται με τα στάδια ανάπτυξης.
Στο βιβλίο της Φυσιολογικότητα και Παθολογία της παιδική ηλικίας (1965) συνοψίζει ότι η χρήση αναπτυξιακών γραμμών δείχνει τη θεωρητική φυσιολογική ανάπτυξη από την «εξάρτηση στην συναισθηματική αυτάρκεια». Μέσα από αυτήν την πρωτοπόρα για την εποχή η ιδέα, η Άννα Φρόιντ συνδύασε τις απόψεις του πατέρα της με νεότερες θεωρίες για τις σχέσεις αντικειμένων. Παρόλα αυτά, η Άννα Φρόιντ παρέμεινε πιστή στο έργο του πατέρα της και μπορεί να ειπωθεί ότι αφιέρωσε τη ζωή της για να προστατεύσει τη κληρονομιά του πατέρα της.
Ο βιογράφος του Ζίγκμουντ Φρόιντ Λούις Μπρέγκερ παρατήρησε ότι οι δημοσιεύσεις της Άννα Φρόιντ περιείχαν λίγες πρωτότυπες ιδέας και είναι είναι, σε μεγάλο βαθμό, εφαρμογές των θεωριών του πατέρα της.
wikipedia