Τι σχέση έχουν οι λέξεις του τίτλου και ποια είναι η ορθή γραφή τους; Έχουν όλες ετυμολογική συγγένεια μεταξύ τους ή είναι απλώς παρώνυμες; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σπυρίδων Βλιώρας, εφ. Τα Μετέωρα, 13/7/2018
– γαύρος
Η λέξη γαύρος αναφέρεται στο ψάρι με την επιστημονική ονομασία Engraulis encrasicolus (ἔγγραυλις ἡ ἐγκρασίχολος[1]), που ανήκει στην οικογένεια των εγγραυλίδων (engraulidae).
Πρόκειται για μικρό ψάρι, με μήκος μέχρι είκοσι εκατοστά και στενόμακρο σώμα, παρόμοιο με τη σαρδέλα. Αλιεύεται από τα τέλη Αυγούστου και μετά για το νόστιμο κρέας του και διατηρείται και ως παστό (αντσούγια).
Στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών έχουμε μια ωραία περιγραφή με παρατηρήσεις περί γεύσεως: «Ὁ μικρὸς ἀγελαῖος ἰχθύς ἔγγραυλις ὁ ἐγκρασίχολος (engraulis encrasicholus), τῆς οἰκογενείας τῶν κλυπεϊδῶν (Clupeidae) (sic), ὁμοιάζων πρὸς μικρὰν «σαρδέλαν», ἀλλ᾿ ἰσχνότερος ταύτης καὶ ὀλιγώτερον γευστικὸς.»[2]
Ετυμολογία
Γεώργιος Χατζιδάκις
Ο θεμελιωτής της επιστήμης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιος Χατζιδάκις στον 22ο τόμο του περιοδικού Αθηνά (1910) πρότεινε την ετυμολογική προέλευση της λέξης γαύρος από την ελληνιστική ἔγγραυλις μέσω της εξής πορείας: ἔγγραυλις > πληθυντικός ἐγγραύλεις > *ἐγγραῦλος[3] > *’γγραῦλος > *γραῦλος > *γλαῦρος > γαῦρος, «κατ’ ἀναλογικὸν μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ πληθυντικοῦ πρὸς τὰ εἰς -ος ὀνόματα ἰχθύων».[4]
Ο συντάκτης του λήμματος γαύρος του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών[5] θεωρεί πιθανότερη την προέλευση «ἐξ ἀμαρτήρου βυζαντινοῦ τύπου *γραυλόπαστον, πιστουμένου ἐκ τοῦ παρὰ Προδρόμῳ ἐγγραυλοπαστοφάγος, ὅθεν κατ᾿ ἀπόσπασιν τοῦ α’ συνθετικοῦ *γραῦλος > *γλαῦρος > γαῦρος.»
Πράγματι στον 105 στίχο του τετάρτου βιβλίου του λεγόμενου Πτωχοπρόδρομου απαντά το τύπος ἐγγραυλοπαστοφάγος:
«Οὐκ εἶσαι σεβαστοῦ παιδὶν οὐδὲ κουροπαλάτη,[6]
σαρδαμαριοῦ[7] παιδίν εἰσαι, χαβιαροκαταλύτου,
σκουμπροπαλαμιδόπαστος, ἐγγραυλοπαστοφάγος.»[8]
Ετυμολογικά λοιπόν η λέξη προέρχεται από τον υποθετικό μεσαιωνικό τύπο *γραύλος με αντιμετάθεση του λ με το ρ.
Ελληνιστική περίοδος
Στην ελληνιστική περίοδο το ψάρι ονομαζόταν με τα ονόματα ἐγγραυλίς, ἔγγραυλις, ἔγγραυλος, ἐγγραύλη, ἐγγραῦλα.
– Ἀφύη
Ανήκε στην γενικότερη κατηγορία ψαριών με το όνομα ἀφύη,[9] που σημαίνει αφρόψαρο, και περιλάμβανε τις σαρδέλες, τους γαύρους κ.ά.
Η λέξη ἀφύη είχε μια ενδιαφέρουσα πορεία από την ελληνιστική Ελλάδα προς τη Δύση και πάλι πίσω ως αντιδάνειο. Καταρχάς την παρέλαβαν οι Λατίνοι ως aphyē / apua, και μέσω του τύπου *apiuva της δημώδους λατινικής και των τύπων anciôa (λιγουριανά) και acciuga (ιταλικά) ξαναγύρισε στην ελληνική γλώσσα ως αντσούγια / αντζούγια: ο παστός γαύρος!
Ας παραθέσουμε και κάποια αποσπάσματα αρχαίων κειμένων που αναφέρουν τους όρους που πραγματευόμαστε:
«Ἡ δ’ ἄλλη ἀφύη γόνος ἰχθύων ἐστίν, ἡ μὲν καλουμένη κωβῖτις κωβιῶν τῶν μικρῶν καὶ φαύλων, οἳ καταδύνουσιν εἰς τὴν γῆν· ἐκ δὲ τῆς φαληρικῆς γίνονται μεμβράδες, ἐκ δὲ τούτων τριχίδες, ἐκ δὲ τῶν τριχίδων τριχίαι, ἐκ δὲ μιᾶς ἀφύης, οἷον τῆς ἐν τῷ Ἀθηναίων λιμένι, οἱ ἐγκρασίχολοι καλούμενοι. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλη ἀφύη, ἣ γόνος ἐστὶ μαινίδων καὶ κεστρέων.» (Αριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 596b, 22-27)
«Ἐγγραύλεις, οἳ δὲ ἐγκρασιχόλους καλοῦσιν αὐτάς, προσακήκοά γε μὴν καὶ τρίτον ὄνομα αὐτῶν, εἰσὶ γὰρ οἳ καὶ λυκοστόμους αὐτὰς ὀνομάζουσιν. ἔστι δὲ μικρὰ ἰχθύδια, καὶ πολύγονα φύσει, λευκότατα ἰδεῖν. ἐσθίουσί γε μὴν μάλιστα οἱ ἀγελαῖοι τῶν ἰχθύων αὐτά. δείσαντα οὖν συνθεῖ πρὸς ἄλληλα, καὶ ἐχόμενον τοῦ πλησίον ἕκαστον τῇ σφίγξει τὸ ῥᾳδίως ἐπιβουλεύεσθαι διαπέφευγε. τοσαύτη δὲ ἄρα αὐτῶν ἡ ἕνωσις γίνεται συνδραμόντων, ὡς καὶ πορθμίδας ἐπιθεούσας μὴ διασχίζειν αὐτά· καὶ μέντοι καὶ κώπην ἢ κοντὸν εἴ τις αὐτῶν διεῖναι θελήσειε, τὰ δὲ οὐ διαξαίνεται, ἀλλὰ ἔχεται ἀλλήλων ὡς συνυφασμένα. καθεὶς δὲ τὴν χεῖρα ὡς ἐκ σωροῦ πυρῶν ἢ κυάμων λάβοις ἂν βιαίως ἀποσπάσας, ὡς καὶ διασπᾶσθαι πολλάκις, καὶ τὰ μὲν ἡμίτομα τῶν ἰχθυδίων λαμβάνεσθαι, τὰ δὲ ὑπολείπεσθαι. καὶ γὰρ τὸ μὲν οὐραῖον καθέξεις, μένει δὲ σὺν τοῖς ἄλλοις ἡ κεφαλή· ἢ κεφαλὴν κομιεῖς οἴκαδε, μένει δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ τὸ λοιπόν. καλεῖται δὲ αὐτῶν ἡ πυκνή τε καὶ συνεχὴς νῆξις βόλος, καὶ πεντήκοντα ἁλιάδας πολλάκις ἐπλήρωσεν εἷς βόλος, ὥς φασιν οἱ θαλαττουργοί.» (Κλαύδιος Αιλιανός, De Natura Animalium (Περὶ ζῴων ἰδιότητος), 8, 18, 1-21)
«Ἔστι δέ τις νεπόδων δειλὸς καὶ ἄκικυς ὅμιλος, ἀβληχρῆς ἀφύης ἀδινὸν γένος, αἳ καλέονται ἐγγραύλεις· ἀγαθὴ δὲ βόσις πάντεσσιν ἔασιν ἰχθύσιν· αἰεὶ δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ φῦζα δέδηε, πάντα δ’ ὑποτρομέουσι, σὺν ἀλλήλαις δὲ χυθεῖσαι σωρηδὸν μίμνουσι καὶ ἀθρόαι ἐμπεφύασιν, ἠΰτ’ ἀναγκαίοιο βίην δεσμοῖο φέρουσαι· οὐδέ κε μητίσαιο διάκρισιν εὐρέος ἐσμοῦ οὐδὲ λύσιν· τοῖον γὰρ ἐν ἀλλήλῃσιν ἔχονται. πολλάκι μὲν καὶ νῆες ἐν ἕρμασιν ἠΰτ’ ἔκελσαν κείναις, πολλάκι δέ σφιν ἐνιπλήσσουσιν ἐρετμοῖς κληΐδων ἐλατῆρες, ἐνέσχετο δ’ ἱεμένη περ κώπη, πετραίης ἅτε χοιράδος ἀντιτυχοῦσα· καί πού τις βουπλῆγα βαρύστομον ἰθὺς ἀείρας ἐγγραύλεις ἐτίναξε καὶ οὐ διέκερσε σιδήρῳ στῖφος ἅπαν, βαιὴν δ’ ἀγέλης ἀπεδάσσατο μοῖραν· καὶ τῆς μὲν κεφαλὴν πέλεκυς τάμε, τὴν δ’ ἐκόλουσεν οὐρῆς, τὴν δ’ ἤμησε μέσην, τὴν δ’ εἷλεν ἅπασαν.» (Οππιανός, Ἁλιευτικά, 4, 468-485)
«ἀφύης· ἐγγραύλεως, ἐγγραύλου, ἐγγραύλης, ἀκτάρας· ἀφύη ἡ ἔγγραυλις, γίνεται ἀπὸ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ κακὸν, καὶ τοῦ φυὴ ἡ τοῦ σώματος διάπλασις· κακοφυὴς γὰρ ἀληθῶς ἡ ἀφύη.» (Σχόλια στα Ἁλιευτικά του Οππιανού, 1, 767, 3)
Δεύτερη σημασία
Βέβαια, η λέξη γαύρος έχει και μια δεύτερη αργκοτική σημασία: οπαδός του Ολυμπιακού! «Ως προς τη χρήση της λέξης στην ποδοσφαιρική αργκό, σύμφωνα με μια εκδοχή, η ονομασία αυτή ανάγεται στη δεκαετία τού 1960, όταν οπαδοί του Παναθηναϊκού υποδέχθηκαν τους οπαδούς του Ολυμπιακού με ψαροκασέλες από γαύρους πριν από τον μεταξύ τους αγώνα. Βαθμηδόν οι οπαδοί τού Ολυμπιακού υιοθέτησαν την προσφώνηση.»[10]
Στη Βικιπαίδεια[11] επισημαίνεται ότι «η ονομασία χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους αντιπάλους της ελληνικής πειραϊκής ομάδας Ολυμπιακός με ειρωνικό χαρακτήρα, ενώ αντίθετα για τους ίδιους τους οπαδούς και φιλάθλους της ο χαρακτηρισμός δεν προέρχεται από το ψάρι αλλά από το “γαυριάς ή γαύρος” που ονομάζεται αφενός το άλογο που είναι έτοιμο για αγώνα αλλά και για πρόσωπα που υπερηφανεύονται και κορδώνονται ιδιαίτερα για μαγκιά και ερωτοτροπίες», παραπέμποντας έτσι στη σημασία της αρχαιοελληνικής λέξης «γαῦρος».[12]
– γάβρος
Σε πολλά ελληνικά λεξικά, όπως το λεξικό Μπαμπινιώτη, η λέξη δεν υπάρχει, ενώ σε άλλα, όπως το πρόσφατο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, γράφεται με -υ-: γαύρος.
– Carpinus betulus
Πρόκειται για δέντρο με την επιστημονική ονομασία Carpinus, που ανηκει στην οικογένεια Betulaceae (Σημυδοειδή: όπως και η σημύδα, η φουντουκιά κ.ά.) και στην τάξη των Φηγωδών (Fagales). Έχει κορμό με σκληρό ξύλο και το ύψος του φτάνει μέχρι τα 32 μέτρα.[13] Είναι φυλλοβόλο και τα φύλλα του έχουν ωοειδές σχήμα με πριονωτή περίμετρο, μυτερή κατάληξη και μήκος 3-10 εκατοστά.
Το γένος Carpinus περιλαμβάνει γύρω στα 30-40 είδη που ευδοκιμούν στο βόρειο ημισφαίριο (σε Ευρώπη και Δυτική Ασία), σε υψόμετρο από 200 μέχρι 1.200 μ., σε μικτά δάση από πλατύφυλλα (οξιά, καστανιά, δρυς, φουντουκιά κ.ά.)
Υπάρχουν δύο κύρια είδη του στην Ελλάδα: η Κάρπινος η Ανατολική (Carpinus orientalis)[14] και η Κάρπινος η βετουλοειδής (Carpinus betulus).[15] Ανθίζουν τον Απρίλιο και Μάιο και οι ανθοί τους είναι κρεμάμενοι ίουλοι, κιτρινοπρασινωποί οι αρσενικοί και πρασινωποί οι θηλυκοί.
Στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών βρίσκουμε και μια σχετική παροιμία με τον γάβρο: «Απ’ του γάβρου κράνα» («ἐπὶ ἀνικάνου μὴ δυναμένου νὰ κατορθώσῃ τι, ὡς ὁ γάβρος δὲν ἀποδίδει καρπὸν»).[16]
Ετυμολογία
Η λέξη προέρχεται από τη σλαβική граб (γάβρος), που μέσω της πρωτοσλαβικής *grab(r)ъ ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή *grābʰ-.
Αξιοσημείωτο είναι πως από τη λατινική ονομασία του γάβρου, carpinus, μέσω της αρωμουνικής λέξης kárpinu,[17] προέρχεται και η ελληνική λέξη Καρπενήσι,[18] που, αν δεν παρετυμολογούταν απ’ τη λέξη νησί, θα -έπρεπε να- γραφόταν με -ι-: Καρπενίσι!
– Γάβρος
Από τη λέξη γάβρος παράγεται και το τοπωνύμιο Γάβρος, όπως αυτό κοντά στα Καλάβρυτα στην Πελοπόννησο, ο ομώνυμός του οικισμός 15 χιλιόμετρα από το Καρπενίσι,[19] ο Γάβρος Αιτωλοακαρνανίας, ορεινό χωριό της Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας σε υψόμετρο 760 μέτρων, ο Γάβρος Καστοριάς, που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του μετά απο τον Εμφύλιο Πόλεμο κ.ά.[20]
Αλλά το πιο γνωστό σε μας τοπωνύμιο είναι ο Γάβρος, 27 χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμπάκας ή 11 χιλιόμετρα σε ευθεία απόσταση, σε υψόμετρο 427 μέτρων και με 201 μόνιμους κατοίκους.[21] Κοντά στο χωριό διακρίνονται τα θεμέλια κάστρου (ελληνιστικής εποχής;) καθώς και τα μονύδρια[22] του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Θεοδοσίου και της Ζωοδόχου Πηγής.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για χωριό Γάβρος στην περιοχή μας είναι στο πρακτικό απογραφής («διάγνωσις») των ορίων, δικαίων και κτημάτων της Επισκοπής Σταγών του έτους 1163:[23] «ἄρχεται ἀπὸ τῆς Βρύσεως τοῦ Μαύρου Νεροῦ· κατέρχεται πρὸς μεσημβρίαν μέχρι τοῦ λεγομένου Ἡμέρου Κλίματος· ἐκεῖθεν ἀπέρχεται μέχρι τοῦ Γαβρόβου διαιρῶν τὰ δίκαια τοῦ χωρίου Μέρτζι, εἶτα κόπτει πρὸς Δύσιν καὶ ἀπέρχεται μέχρι τῶν ἱσταμένων ἐκεῖσε ἀγριοκεράσων (…) μέχρι τῆς Κοζιάκου (…) νεύει πρὸς ἄρκτον καὶ ἀπέρχεται μέχρι τῆς τοποθεσίας τῆς λεγομένης (…) ἱσταμένου ἐκεῖσε μεγάλου πλατάνου καὶ ἀπέρχεται κατ’εὐθεῖαν μέχρι τοῦ συνόρου τοῦ Βοβίτα. Ἀπέρχεται (…) τῶν διόλου τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἀκουμβίζει ἕως τῆς Βρύσεως τοῦ Μαύρου Νεροῦ, ὅθεν καὶ ἤρξατο. Πρὸς τούτοις ἀνεγραψαμεθα καὶ τὸ χωρίον τὸ ἐγχωρίως ἐπονομαζόμενον Γάβροβον.»[24]
Παρόμοια διατύπωση επαναλαμβάνεται και στο υπέρ της επισκοπής Σταγών σιγίλιο («Σιγιλλιώδης παρακέλευσις») του οικουμενικού πατριάρχη Αντωνίου Δ’ στα 1393: «καὶ ἀναβαίνουσιν ἕως τοῦ βουνοῦ τοῦ λεγομένου Κοζιάκου· καὶ καταβαίνουσον ἕως χωρίου τοῦ λεγομένου Ξυλικούς· καὶ κατέρχονται ἕως Βρύσεως τοῦ Μαύρου Νεροῦ· καὶ ἀνέρχονται πρὸς μεσημβρίαν μέχρι τοῦ λεγομένου Ἡμέρου Κλήματος, κἀκεῖθεν ἀπέρχονται μέχρι τοῦ Γαβροβίκου· καὶ διαιροῦσαι τα δίκαια τοῦ χωρίου Μερτζίου· καὶ σχίζουσι τὸν δρυμῶνα, καὶ ἀνέρχονται πρὸς ἄρκτον καὶ καταντῶσι μέχρι τῶν ἀμπέλων χωρίου Τραμπουχούνιστας.»[25]
Όμως αυτό το χωριό Γάβροβον ή Γαβροβίκος φαίνεται να είναι κοντά στο χωριό Μέρτζι (το σημερινό Κεφαλόβρυσο, 18 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Καλαμπάκας) και κοντά στα χωριά Ξυλικούς (σημερινό Ξυλοπάροικο(;), 30 περίπου χιλιόμετρα νοτίως της Καλαμπάκας) και Τραμπουχούνιστα (σημερινό Μπουχούνιστα / Μπουχούνστα / Μεγαλοχώρι, 27 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Καλαμπάκας).
Η πρώτη ιστορική αναφορά του χωριού Γάβρος βόρεια της Καλαμπάκας γίνεται σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1454-5 του σαντζακίου Τρικάλων.[26] Αναφέρεται ως Gabrova[27] και ανήκει στα τιμάρια τρικαλινών σπαχήδων.[28] Σε μεταγενέστερα έγγραφα αναφέρεται ως Γαύροβο, Γάβροβο, Γάβρωβο, Γράβρενα[29] ή Γάβρογο.[30]
Κατά την Τουρκοκρατία στην περιοχή του Γάβρου είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι ο Βελή πασάς (1772-1822)[31], γιος του Αλή πασά, ενώ στο Κατάστιχο 226 της μονής του Βαρλαάμ του έτους 1756 αναφέρεται ότι ο οικισμός είχε 12 οικογένειες.[32] Κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, σύμφωνα με τον Πίνακα μετονομασθεισών κοινοτήτων και συνοικισμών του Κράτους,[33] είχε 210 κατοίκους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα γραφόμενα του Ιωάννη Παπασωτηρίου[34] για την κοινότητα του Γάβρου, που ήταν ενταγμένη παλαιότερα στον Δήμο Οξύνειας, όπως αναφέρει: «Τρεῖς καὶ ἡμίσειαν ὥρας ΒΔ. τῆς Καλαμπάκας εὑρίσκεται τὸ χωρίον Γαῦρον, κάτωθι βράχων τῆς αὐτῆς συστάσεως μὲ τὰ Μετέωρα καὶ τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου Ἀρκούδας (828 μ.). Ἔχει 492 κατοίκους (253 ἄρρενες καὶ 239 θήλεις), ἀσχολουμένους εἰς τὴν γεωργοκτηνοτροφίαν. Ἡ Κοινότης Γαύρου ἔχει ἔσοδα 33.513 δραχμάς. Ἐπίσης μονοτάξιον Δημοτικὸν Σχολεῖον, ἔχον 63 μαθητάς. Αἰγοπρόβατα ἔχει 5.384 καὶ τελευταίαν παραγωγὴν μετὰ τοῦ Τσούγκουρου 105 χιλ. ὀκάδας σίτου, 19 χιλ. ὀκάδας κριθῆς, 15 χιλ. σικάλεως καὶ 120 χιλ. ἀραβοσίτου. Ἦτο προηγουμένως τσιφλίκιον. Ἔχει ἀρκετὸν δάσος ἐκ δρυῶν, ἐκ τοῦ ὁποίου ὁ Γεωργικὸς Συνεταιρισμὸς καὶ ἡ Κοινότης ἔχουσιν ἓν καλὸν ἔσοδον. Οἱ κάτοικοί του εἶναι φιλοπρόοδοι καὶ διὰ προσωπικῆς ἐργασίας κατεσκεύασαν διαφόρους κοινοτικοὺς δρόμους, ὡς καὶ δρόμον καλόν ὁπωσδήποτε πρὸς Καλαμπάκαν. Ἐδῶ ὑπάγεται καὶ τὸ χωρίον Τσούγκουρον…».
Ετυμολογία
Το όνομα Γάβρος είναι φυτωνύμιο και προέρχεται από το δέντρο γάβρος,[35] κι αυτός με τη σειρά του, όπως είδαμε, από τη σλαβική граб (γάβρος), που μέσω της πρωτοσλαβικής *grab(r)ъ ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή *grābʰ-.
Οικισμούς με παρόμοιο όνομα συναντούμε σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο και επέκεινα, όπως το Γάβροβο της Στρώμνιτσας στην ΠΓΔΜ, η βουλγαρική πόλη Γκάμπροβο, πόλεις με το όνομα Grabovo στη Σερβία, Κροατία Ρωσία κ.α., Grabowo στην Πολωνία κ.ά.
Ο Βασίλης Σπανός[36] θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή να σχετίζεται το τοπωνύμιο του χωριού βόρεια της Καλαμπάκας με την αρωμουνική λέξη gavrã (= φωλιά, τρύπα), «μια και υπάρχει κοντά στον οικισμό σπηλιά σε βράχο». Η βλάχικη λέξη gavrã ετυμολογείται από την λατινική cavus μέσω του τύπου *cavula της δημώδους λατινικής.
Όσο για τις καταλήξεις -οβο / -οβα[37] προέρχονται στη συγκεκριμένη περίπτωση από σλαβική κατάληξη[38] που δηλώνει τόπο και χρησιμοποιούνται στον σχηματισμό ονομάτων πόλεων: Μέτσοβο, Τσεπέλοβο κ.ά. (πβ. Πολωνικά -ów / -owy, Βουλγαρικά -ов κ.ά.).
– γαῦρος
Σύμφωνα με το Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Franco Montanari, στα αρχαία ελληνικά γαῦρος είναι ο περήφανος, καυχώμενος, επαιρόμενος, αλλά και ο υπεροπτικός, ακατάδεκτος, επαρμένος καθώς και ο επιβλητικός, ο αξιοσέβαστος, ο μεγαλόπρεπος, ενώ το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο γαῦρον είναι η αλαζονεία και η περηφάνια.
Λέξεις παράγωγες[39] από τη λέξη γαῦρος είναι ο γαύρηξ (κομπαστής), το γαυρίαμα (αλαζονεία), γαυριάω (είμαι υπερήφανος, υπερόπτης ή μεγαλοπρεπής), η γαυρότης (υπερηφάνεια, έπαρση), γαυρόω (κάνω περήφανο), γαυρύνομαι (είμαι περήφανος), το γαύρωμα (αντικείμενο έπαρσης, κομπασμός) κ.ά. Και στα νέα ελληνικά[40] οι λέξεις γαυριάζω (εξαγριώνομαι, υπερηφανεύομαι με επιδεικτικό τρόπο, έχω σφοδρή επιθυμία για ερωτική συνεύρεση), γαυριώ (υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, κορδώνομαι) κ.ά.
Ετυμολογία
Ετυμολογικά προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή *geh₂widéh₁yeti < *geh₂u-, που σημαίνει χαίρομαι, αναγαλλιάζω.
– γάββρος
Πρόκειται για πυριγενές πέτρωμα σχετικά φτωχό σε διοξείδιο του πυριτίου (SiO2). Προέρχεται από την κρυστάλλωση βασαλτικού τύπου μάγματος σε υπόγειο περιβάλλον.[41] Το αντίστοιχο ηφαιστειακό πέτρωμα του γάββρου ονομάζεται βασάλτης.
Ετυμολογία
Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την αγγλική gabbro, που μέσω της ιταλικής gabbro ανάγεται στη λατινική glaber,[42] με τη σημασία λείος.
Για τις Υποσημειώσεις του κειμένου δείτε ΕΔΩ