Ο Λέοναρντ Κόεν έγραψε το «Dance me to the end of love» για να υμνήσει την ακατάλυτη δύναμη τής αγάπης, με αφορμή την τραγική εμπειρία τού εκ Θεσσαλονίκης Ελληνοεβραίου «βιολιστή του Άουσβιτς» Ιάκωβου Στρούμσα, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος από τους αξιωματικούς των Ες Ες να αποχαιρετά με κλασική μουσική και εμβατήρια συγγενείς και φίλους που όδευαν προς τους θαλάμους αερίων.
https://youtu.be/NGorjBVag0I
Το «Dance me to the end of love» του Λέοναρντ Κόεν υπήρξε για μένα ένα από τα πιο αινιγματικά τραγούδια όλων των εποχών. Μέχρι πρόσφατα, οι στίχοι του μου φαίνονταν εντελώς ακατανόητοι, σαν ένα ποιητικό Τεστ Ρόρσαχ ή, έστω, ένα ερωτικό κοάν απελευθέρωσης της φαντασίας από το παραμικρό ίχνος λογικής. Δεν έβγαζα νόημα, γιατί με μπέρδευαν οι πέραν πάσης ευλογοφάνειας αναφορές στο «φλεγόμενο βιολί», στον «πανικό», στους «μάρτυρες» και σε ένα είδος «απειλής», στο σκοτεινό φόντο της οποίας οι δύο ερωτευμένοι του άσματος χορεύουν.
Είναι βέβαια σαφές στους στίχους πως ένα από τα δύο αγαπημένα πρόσωπα απευθύνεται, μέσω της φωνής του Κόεν, στο άλλο αποχαιρετώντας το. Κατά πάσα πιθανότητα, η ερωμένη προς τον εραστή ή η σύζυγος προς τον σύζυγο. Τον καλεί να παίξει μουσική («dance me» –κάθε μουσική είναι χορός) ως το τέλος της αγάπης, λες και χωρίζουν, αν και εκθειάζει την ομορφιά του («dance me to your beauty») και επικαλείται την ανάγκη της να τυλιχθεί προστατευτικά στον ήχο της μουσικής και στο συναίσθημα της αγάπης («till I’m gathered safely in»).
Γιατί όμως; Τι απειλεί την αφηγήτρια; Ποιος απειλεί την αγάπη τους; Γιατί ο χορός δύο ερωτευμένων οδεύει στο θάνατο της αγάπης («to the end of love»); Πρόκειται για έναν απαγορευμένο έρωτα, για μια αγάπη καταδικασμένη, στο πρότυπο του θέματος όλων των ρομαντικών μυθιστορημάτων με «κακό» τέλος; Από πού προκύπτει, όμως, το φλεγόμενο βιολί («burning violin»), σε τι εμπλέκονται οι μάρτυρες («witnesses»), ποιος ακριβώς απειλεί την ευτυχία του ζεύγους («raise a tent of shelter now, though every thread is torn») και γιατί η πρωταγωνίστρια του τραγουδιού διακατέχεται από πανικό («dance me through the panic»); Κάποια συγκεκριμένη εικόνα περιγράφεται εδώ, αλλά ποια;
Όπως έχει πει και ο Wallace Stevens: «H ποίηση αναζητεί τη σχέση του ανθρώπου με τα γεγονότα» («Adagia, Θραύσματα Ποιητικής», εκδ. Νεφέλη). Έπρεπε να μιλήσει ο Κόεν και να διευκρινίσει ότι το εν λόγω τραγούδι γράφτηκε για το Άουσβιτς, προκειμένου κάποια λογική να αρχίσει να συνέχει τους στίχους. Και πάλι όμως η περιγραφόμενη σκηνή μοιάζει δυσνόητη, μυστηριώδης, ακόμη και με όρους του σκοτεινότερου γερμανικού Ρομαντισμού.
Άρχισα, ωστόσο, να συνδέω αυτό που περιέγραφε ο Κόεν με τα όσα λεπτομερή στοιχεία γνώριζα για το Άουσβιτς μετά από τη δεκαετή έρευνά μου για το Ολοκαύτωμα, με σκοπό την ολοκλήρωση μιας σειράς βιβλίων (το πρώτο βιβλίο της σειράς κυκλοφορεί ήδη από τις εκδ. Futura, με τον τίτλο «Οι Απαγορευμένοι του Τρίτου Ράιχ: Ποιήματα-Μαρτυρίες»). Και ξαφνικά όλα έδεσαν: Η συγκεκριμένη σκηνή εντός του Άουσβιτς, την οποία περιγράφει με ενάργεια και συμπόνια ο Κόεν, μεταμορφώνοντάς την σε μνημείο ομορφιάς, αναδύθηκε ολοζώντανη μπροστά στα μάτια μου. Και ήταν αποτρόπαιη, απόλυτα τραγική. Ήταν μια εικόνα που γεμίζει φρίκη κάθε μη ναζιστή.
Η ασχήμια μητέρα του ωραίου
Δεν είναι μύθευμα η κοινή πεποίθηση ότι τουλάχιστον κάποια από τα σπουδαία έργα τέχνης, εκείνα που μας χαρίζουν διαχρονικώς υψηλή αισθητική συγκίνηση και πλούτο θετικών συναισθημάτων, που ακονίζουν τη φαντασία μας και διεγείρουν τη θέλησή μας για ζωή, γεννιούνται μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες πόνου και αγωνίας, εμπνέονται από τραγικά γεγονότα και εφιαλτικές εμπειρίες, συνιστώντας συχνά την πνευματική νίκη των δημιουργών τους ενάντια σε μια άκρως ψυχοφθόρα προσωπική ή συλλογική απώλεια.
Παρ’ όλα αυτά, παρά τη γενικώς αποδεκτή αιτιώδη σύνδεση ομορφιάς και ασχήμιας στην τέχνη, εξέπληξε τους πάντες το γεγονός ότι ένα από τα πιο αισθαντικά και εγκάρδια τραγούδια τού αείμνηστου Λέοναρντ Κόεν, το σαγηνευτικότατο «Dance me to the end of love», το οποίο λόγω της ρομαντικής ατμόσφαιράς του θεωρήθηκε εκ των κορυφαίων ερωτικών ύμνων τού 20ού αι., αναφερόταν τελικά στη φρίκη και την κτηνωδία τού Άουσβιτς. Το πραγματικό θέμα του τραγουδιού είναι όντως η απώλεια αγαπημένων προσώπων που ξεψύχησαν στους θαλάμους αερίων, στις αίθουσες βασανιστηρίων ή στα βιομηχανικά εργοτάξια της ναζιστικής εθνοκάθαρσης, και κατά προέκταση η προσωρινή απώλεια της πίστης στη δύναμη της αγάπης ως σωτήριας λύσης στα προβλήματα της ανθρωπότητας, συνεπεία του απόλυτου σοκ της τήξης εκατομμυρίων αθώων θυμάτων στις υψικαμίνους των στρατοπέδων εξόντωσης.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν είναι ευρέως γνωστό και το οποίο σας αποκαλύπτουμε είναι το γεγονός ότι η αφορμή για τη δημιουργία του εν λόγω τραγουδιού είναι ακόμα πιο συγκεκριμένη. Αφορά ευθέως σε μια εμβληματική προσωπικότητα του στρατοπέδου Άουσβιτς ΙΙ-Μπικερνάου, μια άκρως τραγική μορφή, τον κρατούμενο που σημαδεύτηκε στο χέρι με τον «επουράνιο αριθμό τηλεφώνου» (όπως τον χαρακτήριζαν μεταξύ τους οι κρατούμενοι, κάνοντας μαύρο χιούμορ αλληλεγγύης) 121000097. Σε αυτήν την ουδέτερη «στάμπα», την αυτόματη αριθμητική έκλειψη της προσωπικότητας, τη γραφειοκρατική μελανιά με την οποία δηλωνόταν ευθαρσώς ο σαδισμός μιας εύτακτης μοιρασιάς εξευτελισμού και πόνου, αντιστοιχούσε η εμβριθής προσωπικότητα του Ελληνοεβραίου Ιάκωβου Στρούμσα (Jacques Strοumsa), γεννηθέντος στη Θεσσαλονίκη το 1913, ο οποίος έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ο «βιολιστής του Άουσβιτς».
Ο καλλιτέχνης-ψυχοπομπός
Στον Στρούμσα, λοιπόν, και στο μακάβριο καθήκον του εντός του χιτλερικού στρατοπέδου αναφέρεται ο Λέοναρντ Κόεν στο τραγούδι «Dance me to the end of love». Προσέξτε την ειδική νύξη στον στίχο περί «burning violin». Πρόκειται για το φλεγόμενο εκείνο βιολί που αναριγούσε κάτω από τα δεξιοτεχνικά δάχτυλα του Στρούμσα, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος από τους δημίους του, προκειμένου να κερδίσει μια έστω και αβέβαιη παράταση ζωής, να αποδίδει με άψογο τρόπο κλασικά αριστουργήματα (αλλά και στρατιωτικά εμβατήρια), ως ο αρχιβιολιστής μιας ορχήστρας εγχόρδων με «ειδικά καθήκοντα».
Η συγκεκριμένη ορχήστρα είχε οριστεί από τους ναζί, για λόγους ευταξίας αλλά και σαρκασμού, να συνοδεύει με μουσική τη θλιβερή πορεία των καταραμένων του Τρίτου Ράιχ προς τους θαλάμους αερίων (σπρώχνονταν γυμνοί προς το χώρο των υποτιθέμενων λουτρών, όπου τους περίμενε το θανατηφόρο δηλητήριο Κυκλώνιο-Β). Η ορχήστρα αποτελείτο εξολοκλήρου από Εβραίους βιρτουόζους, οι οποίοι –σκεφτείτε το λίγο– ερμήνευαν μετά παρρησίας το απαύγασμα του δυτικού και δη γερμανικού μουσικού πολιτισμού (καθώς και τα γελοία χιτλερικά στρατιωτικά εμβατήρια), την ώρα ακριβώς που μπροστά τους σπρώχνονταν προς το θάνατο ομόφυλοι και ομόθρησκοί τους, φίλοι, συγγενείς, αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ο Ιάκωβος Στρούμσα, ένας εστεμμένος εσταυρωμένος, με την καρδιά του ραγισμένη και την ψυχή του στον πάγο, προσπαθούσε με τα ξυλιασμένα από το αφόρητο κρύο δάχτυλά του να βάλει φωτιά στην ερμηνεία του, εμπνέοντας και την υπόλοιπη ορχήστρα, ώστε να μην τιμωρηθούν συλλήβδην από τους «εκλεπτυσμένης κλασικής παιδείας» αξιωματικούς των SS που τους επέβλεπαν. Έπαιζαν μουσική για την τελευταία πνοή των παιδιών τους, των συζύγων τους, των αδελφιών τους, των γονιών τους! Αυτήν ακριβώς την κρυφά σπαρακτική αίσθηση του ενορχηστρωμένου ύστατου αποχωρισμού περιγράφει, με ανατριχιαστικό λυρισμό, απέραντη συμπόνια και με την ελπίδα πως η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο, ο Λέοναρντ Κόεν τραγουδώντας «Χόρεψέ με ως το τέλος της αγάπης».
Ο Κόεν τραγουδά εκ μέρους μιας γυναίκας. Μιας συγκεκριμένης γυναίκας, η οποία ξεψύχησε στο Άουσβιτς. Πρόκειται για τη σύζυγο του Στρούμσα. Μέσα από τη φωνή του και με τους στίχους του, εκείνη απευθύνεται στον αγαπημένο της για τελευταία φορά, καθώς σπρώχνεται μέσα στο γενικευμένο ΠΑΝΙΚΟ προς τους θαλάμους αερίων και τους φούρνους, αναζητώντας μια ύστατη ευλογία απαντοχής και αναπτέρωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσπαθώντας να αποχαιρετίσει τον κόσμο τυλιγμένη στην αγάπη που της χάρισε η ζωή, η ζωή που ήταν καταδικασμένη από τους ναζί να σβήσει εντός ολίγων λεπτών με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Απέναντί της, ο αγαπημένος της παίζει βιολί σε αυτήν την ύστατη συνάντησή τους, παρηγορώντας την, προτού εκείνη αποχωρίσει για πάντα από τη σκηνή και από τη ζωή του βιολιστή και από τη ζωή της αγάπης. Εκείνη τον παρακαλά, τον παροτρύνει: «Dance me to the end of love». Αυτήν την εικόνα μελοποίησε ο Κόεν.
Μετά την άφιξή μας στο στρατόπεδο και την αφάνιση της γυναίκας μου και των γονιών μου, η μουσική ήταν αυτή που με βοήθησε να μη βουλιάξω στην απελπισία», εξομολογείται ο Στρούμσα στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Διάλεξα τη ζωή. Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς».
Ο ίδιος μοιάζει να πίστευε ακράδαντα ότι στο πρόσωπο του Στρούμσα και στην τέχνη του οι ναζί θέλησαν σαφώς να τιμωρήσουν και να διακωμωδήσουν βάναυσα κάθε ευγενές στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, χρησιμοποιώντας ειρωνικά τη μουσική σαν διακόσμηση του πόνου, αλλά απέτυχαν. Η φάρσα τους ήταν ατελής, υποτελής στην ανεξέλεγκτη δύναμη της μουσικής. Έστω και ως τραγικό τραγούδι της ματαιότητας, που ζωογονεί ύστατες ψευδαισθήσεις στο μυαλό, αυτή η ελάχιστη αυθόρμητη αντίσταση στη χειραγώγηση της τέχνης έχει αξία ως δικαίωση των θετικών αντανακλαστικών της ανθρώπινης φύσης. Όλοι αρπάζουν ξέφτια ευλογίας για να επιβιώσουν, έστω και από καθαρό πείσμα. Ξέφτια μουσικής, ξέφτια αναμνήσεων, ξέφτια αγάπης –της μόνης δύναμης μέσα στον κόσμο που μπορεί να δικαιώσει την ανθρώπινη παρουσία όλων μας στη Γη.
Και ο ίδιος ο Στρούμσα από πείσμα επέζησε, μεταβολίζοντας μες στη ραγισμένη καρδιά του σε αντοχή την ευλογία της μουσικής, η οποία ως τέχνη δεν θα μπορούσε ποτέ να εκπληρώσει στο ακέραιο τον υπαγορευμένο από τα SS ρόλο της ως τέχνασμα γελοιοποίησης των μελλοθάνατων και τιμωρίας των ψυχοπομπών βιολιστών. «Μετά την άφιξή μας στο στρατόπεδο και την αφάνιση της γυναίκας μου και των γονιών μου, η μουσική ήταν αυτή που με βοήθησε να μη βουλιάξω στην απελπισία», εξομολογείται ο Στρούμσα στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Διάλεξα τη ζωή. Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς» ( Ίδρυμα ΕΤΣ ΑΧΑΪΜ/εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997).
Πηγη: andro.gr