Τα όσα διαδραματίζονται στη ευρύτερη γειτονιά μας με τη Τουρκία αλλά και τα όσα διαδραματίζονται ανάμεσα στη Τουρκία και την Ελλάδα μα και στην ευρύτερη ελλαδική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (Ελλάδα και Κύπρος, αν και, πολύ φοβούμαι, πως οι δεσμοί ανάμεσα στα δύο ελλαδικά Κράτη δεν είναι αυτοί που θα έπρεπε να είναι ώστε να παράγουν ευρύτερες εθνικές στη βάση του ελληνισμού συνέργιες, όπως συμβαίνει με την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή κοινότητα), βεβαίως, ως ιστορικής φύσεως προστριβές, δεν είναι καθόλου νέες, πόσο μάλλον καινοφανείς.
Η Τουρκία, διαχρονικά, τόσο διαχρονικά που θα έπρεπε να πάμε πίσω στο 1821 ώστε να έχουμε το πλήρες ιστορικό των αδιάκοπων επιβουλεύσεων και αμφισβητήσεων της γείτονος επί των ελληνικών (και ελλαδικών κατά τα ανωτέρω) κυριαρχικών δικαιωμάτων όπως αυτά καθορίζονται από τις εν ισχύει διεθνείς συμβάσεις, ουδέποτε έπαψε να αμφισβητεί και διεκδικεί σε βάρος μας πράγματα, επιχειρώντας την ανάκτηση -ή, περίπου «όπερ το αυτό» συγκυριαρχία-στρατηγικά σημαντικών (από άποψη οικονομίας και γεωστρατηγικής) εθνικών μας περιοχών. Η Ελλάδα από την άλλη, στεντορεία της φωνή, διαχρονικά διακηρύσσει πως δεν διεκδικεί τίποτα από την γείτονα. Τόσο δε είναι το μέγεθος αυτού του «τίποτα», ώστε ακόμα στη περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η επίσημη Ελλάδα, (αλλά και η πλειοψηφία του πολιτικού μας συστήματος), είχε ταχθεί υπέρ του αλήστου μνήμης Σχεδίου Ανάν, που δεν νομιμοποιούσε απλά το αποτέλεσμα μιας παράνομης εισβολής και κατοχής της Τουρκίας στη Κύπρο, μα την αναβάθμισε και από πάνω, αναγνωρίζοντας τουρκοκυπριακή κρατική υπόσταση έστω και εντός ενός τυπικού ομοσπονδιακού κελύφους.
Επειδή οι αμέσως ανωτέρω τοποθετήσεις αναμένεται ευλόγως να εγείρουν το ερώτημα, «δηλαδή, η Ελλάδα θάπρεπε να εγείρει αξιώσεις έναντι των γειτόνων, και αν ναι ποιες;», ας ξεκαθαρίσω τη θέση μου.
Συνθήκες που φέρουν τις υπογραφές μας, ως Χώρας εννοώ, πρέπει να τηρούνται εφόσον ελήφθησαν από κυβερνήσεις νόμιμες ΚΑΙ με νόμιμες διαδικασίες, επιπλέον δε, αποτελούν έκφραση ελεύθερης και όχι εκβιαζόμενης βούλησης, και βεβαίως, δεν παραβιάζονται από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη.
Αυτό είναι προφανές σε ό,τι με αφορά.
Όμως, όταν οι συνθήκες αυτές παραβιάζονται από αντισυμβαλλόμενο μέρος (όπως π.χ., η Τουρκία σε ό,τι φορά τις αμφισβητήσεις της στο χώρο του Αιγίου και της κυπριακής ΑΟΖ ή η Αλβανία στη περίπτωση της Βορείου Ηπείρου), και κυρίως, όταν παραβιάζονται στα πλέον ουσιώδη από άποψη εθνικής κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εθνικού συμφέροντος σημεία τους, κατά τρόπο που δείχνουν όχι απλά εμμονή μα και αποφασιστικότητα εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου να δημιουργήσει δυσμενή τετελεσμένα, τότε, η άποψή μου συνίσταται στη θέση της ίσης σημασίας, βαρύτητας, έντασης και αποφασιστικότητας απόκρουσης των θέσεων του αντισυμβαλλόμενου που προκαλεί ή επιχειρεί να προκαλέσει ανατροπή θέσεων, συμφωνημένων βάσει διεθνών ή και διμερών συμβάσεων, με κάθε πρόσφορο και νόμιμο μέσο που στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία είναι διαθέσιμο, μέσων τόσο αμιγώς εθνικών όσο και προερχόμενων από το διεθνές περιβάλλον. Αυτή η θέση μου είναι παγία, και ισχύει τόσο στη περίπτωση των διεθνών σχέσεων όσο και σε ζητήματα εθνικού (αμιγώς ή και όχι αμιγώς εθνικού) ενδιαφέροντος.
Ασφαλώς, η Ιστορία οτέ μεν επαναλαμβάνεται, οτέ δε αναδεικνύεται με εντελώς νέο πρόσωπο, με γεγονότα των οποίων οι αιτίες δεν ανάγονται (ή εν πάσει περιπτώσει δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες) σε προηγούμενα ιστορικά δεδομένα και εμπειρίες. Το πόσο συχνά επαναλαμβάνεται ή αναδύεται ως νέο (κατά τα ανωτέρω) γεγονός, νομίζω πως η ζυγαριά κλείνει υπέρ της επανάληψης (εφόσον μιλάμε πάντα για το «ανθρώπινο γεγονός»), τουλάχιστον στα Μεγάλα Ιστορικά Ζητήματα, που είναι εκείνα που διαμορφώνουν το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας της Ανθρώπινης Ζωής, της Ανθρώπινης Κοινωνίας και της Παγκόσμιας Ειρήνης (και του Πολέμου). Άλλωστε αυτή η «συχνότητα» αποκτά εντελώς διαφορετική διάσταση στα πλαίσια του Ιστορικού Χρόνου, σε σχέση με τον βιολογικό χρόνο της ζωής των ανθρώπων.
Όμως, δεν είναι πάντα το μείζον η (καθαυτή) Επανάληψη της Ιστορίας στο γίγνεσθαι των διεθνών σχέσεων και κυρίως, το διεθνών προστριβών συγκρούσεων.
Το μείζον, είναι η αντιμετώπιση αυτών των εξελίξεων.
Το γιατί η Ιστορία επαναλαμβάνεται, κι αυτό αδιάφορα από τον «τύπο» (όχι όμως και την ουσία) της επανάληψης ή τα μέσα που διαχρονικά που χρησιμοποιούνται στην εκδήλωση αυτής της επανάληψης, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που όμως δεν ενδιαφέρει το παρόν άρθρο. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ, είναι πώς την κάθε φορά, η Ιστορική Επανάληψη πρέπει να αντιμετωπίζεται από λαούς, έθνη και κυρίως από τις οργανωμένες (κρατικές) εξουσίες κατά τρόπο ώστε αυτή να αποφέρει γι’ αυτές, το μεγαλύτερο δυνατό όφελος (περιλαμβανομένης εδώ και της ελαχιστοποίησης των αρνητικών συνεπειών, όταν αυτές εκλαμβάνονται ως αναπόφευκτες).
Και το πώς αντιμετωπίζεται έχει να κάνει εν μέρει με την ίδια την ιστορική γνώση και εμπειρία, εν μέρει με τη φύση της (διεθνούς και εθνικής) συγκυρίας που επικρατεί κατά την Επανάληψη του Ιστορικού γεγονότος, εν μέρει όμως και με το ποια πολιτική ηγεσία βρίσκεται στη ηνία της Χώρας τη δεδομένη ιστορική περίοδο. Για να φέρω ένα παράδειγμα, μιας και βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν την εθνική μας γιορτή του ΟΧΙ το 1940 : το ΟΧΙ στις 28 Οκτωβρίου 1940, ασφαλώς, των λοιπών παραγόντων τηρουμένων σταθερών, δεν ήταν καθόλου δεδομένο κάτω από κάθε τύπο πολιτικής ηγεσίας, με άλλα λόγια, πως «όλες οι πολιτικές ηγεσίες, το ίδιο θα έλεγαν». Αν η Ιστορική Γνώση και η Ιστορική Εμπειρία μας διδάσκει κάτι, είναι πως αυτό το «όλες οι πολιτικές ηγεσίες, το ίδιο θα έλεγαν», είναι εντελώς ανιστόρητο. Όχι μόνο σ’ αυτό το θέμα, μα και σε πάμπολλα άλλα…