Υπάρχει ένας κοινός βαλκανικός ήχος; Τι σχέση έχει η αλβανική μουσική με τον Aλή Πασά των Ιωαννίνων; Και ποια στερεότυπα υπάρχουν στην Ευρώπη για τη μουσική των Βαλκανίων; Μια εκδήλωση στη Βόννη.
Τραγούδια του γάμου, της γέννησης, της ξενιτιάς, του θανάτου παιγμένα με κλαρίνο, λαούτο, νταούλι, βιολί και ακορντεόν, χωρίς νότες, σύνθετες ενορχηστρώσεις και σχολαστικές πρόβες. Ακατέργαστες, κρυστάλλινες φωνές και μελωδίες που ακούγονται γνώριμες σε όσους έρχονται από την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη “Βόρεια Μακεδονία” ως τη Σερβία και τη Ρουμανία. Ίχνη ενός χαμένου προ πολλού, αλλά βαθιά ριζωμένου στις παραδόσεις των λαών των Βαλκανίων σύνθετου πολιτιστικού παρελθόντος.
Τα παραδοσιακά τραγούδια της Πρεμετής, μιας πολίχνης στη νοτιοδυτική Αλβανία, πολύ κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, ερμηνευμένα από τους αυτοδίκακτους μουσικούς του αλβανικού μουσικού σχήματος Sazet e Përmetit στον χώρο Brotfabrik της Βόννης έμοιαζαν να κουβαλούν ένα βαρύ ιστορικό φορτίο και συνάμα τη φρεσκάδα ενός πρωτόλειου ήχου που σπάνια ακούγεται στις μεγάλες αίθουσες τέχνης της δυτικής Ευρώπης. Απουσιάζει όμως και από τα πιο εμπορικά φεστιβάλ, που τείνουν να αναπαράγουν τον beat ήχο που ξεκίνησε να εξάγει πριν χρόνια ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Άλλωστε και ο τίτλος της εκδήλωσης που συνόδευσε τη συναυλία είχε τίτλο “Πέρα από το Βalkanbeat. Πολιτιστικές προσλήψεις της Νοτιανατολικής Ευρώπης”.
Ο πλούσιος μουσικός μικρόκοσμος των Βαλκανίων
Πώς προσδιορίζεται λοιπόν αυτός ο ατόφιος βαλκανικός ήχος που όλοι αναζητούν και δεν είναι και ευρέως γνωστός στην Εσπερία; Και ποιες είναι οι ρίζες του;
Οι Sazet e Përmetit είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραδοσιακής μουσικής των νοτιοδυτικών Βαλκανίων. Πρόκειται για μια μουσική που αντανακλά μια μακρά πολυφωνική παράδοση και η οποία φέρει στοιχεία από την βυζαντινή μουσική, την οθωμανική ορχηστρική παράδοση αλλά και την μουσική των Ρομά. “Παραδοσιακή πολυφωνική μουσική και παραδοσιακά μουσικά σχήματα όπως οι Sazet e Përmetit βρίσκουμε παντού στην ευρύτερη περιοχή, από τον Γράμμο και την Ήπειρο στην Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία, μέχρι την Κροατία” ανέφερε η διευθύντρια των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων της DW Aντελχάιντ Φάιλκε, η ίδια εθνομουσικολόγος με ειδίκευση στην παραδοσιακή αλβανική μουσική.
“Παίζουμε ακόμη και σήμερα σε ελληνικά πανηγύρια ή σε γάμους που μας καλούν. Τα τραγούδια και η μουσική στα ελληνοαλβανικά σύνορα μοιάζουν. Πηγαίνουμε στην Κόνιτσα συχνά” λέει από την πλευρά του ο Σαντίκ Ζεκίρι, ένας εκ των μουσικών του σχήματος Sazet e Përmetit. “Αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Έμεινα 25 χρόνια εκεί. Τα παιδιά μου και τα εγγόνια ζουν στην Αθήνα” συμπληρώνει ο λαουτίστας Φρέντι Ντάτσι, τραγουδώντας μετά το τέλος της συναυλίας και κάποια ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια. “Μοιάζει ο ήχος. Υπάρχουν τα ίδια παραδοσιακά τραγούδια απλώς σε άλλη γλώσσα.”
Οι κοινές ρίζες και η επίδραση της οθωμανικής μουσικής
Για τον Έκερχαρντ Πίστρικ, καθηγητή Ευρωπαϊκής Εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. “Πιστεύω ότι τα Βαλκάνια είναι ένας μικρόκοσμος από μουσική αλλά και ευρύτερα πολιτιστική άποψη. Δεν υπάρχει μόνο ένας ήχος. Αυτό είναι μια ουτοπία, ένας μύθος που καλιεργήθηκε από τα ΜΜΕ αλλά και τη βιομηχανία της λεγόμενης “μουσικής του κόσμου” (World Music). Στα Βαλκάνια, όπως είδα στις έρευνές μου, κάθε χωριό έχει τη δική του μουσική κι αυτή είναι πολύ συγκεκριμένη. Για μένα τα Βαλκάνια είναι η ανασύνθεση πολλών επιμέρους χαρακτηριστικών. Αυτός είναι ο βαλκανικός μικρόκοσμος”.
Βέβαια, όπως παρατηρεί, ένα βασικό κοινό στοιχείο, που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε όλες τις επιμέρους βαλκανικές μουσικές, είναι οι επιδράσεις της οθωμανικής ορχηστικής μουσικής αλλά και της χορωδιακής μουσικής που προϋπήρχε στην ευρύτερη περιοχή πριν από την οθωμανική περίοδο.
Στις κοινές ρίζες των παραδοσιακών μουσικών στα νότια Βαλκάνια εστιάζει και ο Μπλένταρ Κόντι, ερευνητής εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάλε-Βίρτεμπεργκ που κατάγεται από τα Τίρανα. Ο Μπλ. Κόντι διακρίνει τρία επίπεδα που συνθέτουν το παλίμψηστο του βαλκανικού ήχου. “Υπάρχουν ομοιότητες στις μουσικές των Βαλκανίων. Στα Βαλκάνια οι μουσικές παραδόσεις που διασώζονται μέχρι σήμερα έχουν στοιχεία που απαντώνται καταρχάς μόνο σε τοπικό επίπεδο. Έπειτα πρέπει να δει κανείς τις άμεσες επιρροές από τις γύρω περιοχές πχ. τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ελληνικής και αλβανικής μουσικής στην περιοχή της Ηπείρου και βέβαια τέλος πρέπει να ανατρέξει κανείς και σε ένα τρίτο επίπεδο, που αφορά τις ευρύτερες επιρροές από την οθωμανική μουσική και την ισλαμική τέχνη”.
Αναφορικά με την οθωμανική μουσική επίδραση στην περιοχή της Ηπείρου αλλά και την πρόσμιξή της με στοιχεία των ντόπιων μουσικών παραδόσεων, όπως αναφέρει ο Μπλένταρ Κόντι, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η πολυπολιτισμική Αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων – ο οποίος καταγόταν από το Τεπελένι και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου στα τέλη του 18ου και αρχές 19ου αιώνα.
Tο βαλκανικό beat, το συρτάκι και τα στερεότυπα
Αλλά γιατί όλη αυτή η πλούσια παράδοση δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στη Δυτική Ευρώπη της Κλασικής Μουσικής; Kαι γιατί στις νεότερες γενιές η βαλκανική μουσική ταυτίζεται σχεδόν αυτόματα μόνο με τα φασαριόζικα ποτ-πουρί για “βαλκανικό πάρτι” του DJ Shantel;
“Αυτό δεν είναι απαραίτητο κακό, η μουσική δεν χρειάζεται να είναι σωστή για να αρέσει” ανέφερε η Aντελχάιντ Φάιλκε συμπληρώνοντας ότι “το πρόβλημα έγκειται στο ότι το είδος του εμπορικού βαλκανικού beat αναπαράγεται σχεδόν στερεοτυπικά, όπως συνέβαινε τις προηγούμενες δεκαετίες με το συρτάκι. Η Ελλάδα ήταν το συρτάκι. Αλλά, όπως η ελληνική μουσική στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο το συρτάκι, έτσι και η βαλκανική μουσική δεν είναι μόνο o Shantel”.
Για την ίδια σημαντικό ρόλο στην παρουσίαση των “άλλων προσώπων” της βαλκανικής μουσικής και των Βαλκανίων γενικότερα φέρουν τα ΜΜΕ και ειδικότερα η δημόσια ραδιοτηλεόραση, όπως η DW, που έχει ως στόχο την ανάδειξη της πολυμορφίας και της πολυφωνίας των χωρών προς τις οποίες εκπέμπει. Για τον Έκερχαρντ Πίστρικ υπάρχει μάλιστα χώρος και κοινό για να υποδεχτεί αυτή την παμπάλαια μουσική, που μεταφέρει μέσα της ήχους, φωνές και στίχους μιας χαμένης πολυπολιτισμικής Ανανολής που συνεχίζει να γοητεύει μέχρι σήμερα.
Δήμητρα Κυρανούδη
dw