Ο Φριτς Σούμπερτ (21 Φεβρουαρίου 1897 – 22 Οκτωβρίου 1947) ήταν Γερμανός στρατιωτικός, διαβόητος για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη (σε περιοχές των Χανίων και του Ηρακλείου) και στην Μακεδονία.
Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία 146 κατοίκων στον οικισμό Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 και του θανάτου τουλάχιστον 100 κατοίκων των Γιαννιτσών στις 14 Σεπτεμβρίου 1944.
Από το καλοκαίρι του 1941, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στο νησί σχετικά με την καταγωγή του. Ο Σούμπερτ ήταν γλωσσομαθής και μεταξύ των γλωσσών που μιλούσε ήταν και η τουρκική και καθώς μιλούσε με ηλικιωμένους Μικρασιάτες που ζούσαν στο Ρέθυμνο στα τουρκικά και η φυσιογνωμία του θύμιζε ανατολίτη, οι ντόπιοι του έδωσαν το παρατσούκλι ο “Τούρκος”.
Σύμφωνα με αναφορά της εφημερίδας “Ριζοσπάστης”, στο φύλλο της 17 Δεκεμβρίου 1945, ο Σούμπερτ “…κατάγεται από τη Σμύρνη, αγνώστου πατρός και μητέρας τροτέζας. Παρελήφθη υπό του Γερμανικού κράτους από μικρή ηλικία και εκπαιδεύθηκε ως μηχανικός στα εργοστάσια Κρουπ…” Είχε δε ακουστεί ότι ο ίδιος εκμυστηρεύθηκε σε Έλληνες ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης, το οποίο το άλλαξε όταν ήταν νέος και υπό την προστασία του Γερμανού προξένου στη Σμύρνη, στάλθηκε στη Γερμανία για να σπουδάσει. Επιπλέον είχε ακουστεί ότι μετά το τέλος των σπουδών επέστρεψε στη Σμύρνη, υπηρέτησε στον Τουρκικό στρατό και παρασημοφορήθηκε. Λέγεται ότι το παράσημο αυτό σε σχήμα μισοφέγγαρου το φορούσε με υπερηφάνεια.
Στην “έκθεση εξαγομένου” των δικαστικών αρχών Θεσσαλονίκης της 17ης Οκτωβρίου του 1945 προτείνεται “όπως ο Γερμανός επιλοχίας Σούμπερτ Φριτς του Άντον ή Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος[…] δικασθή ως εγκληματίας πολέμου”.
Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι ο Φριτς Σούμπερτ ήταν Γερμανός και γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1897 στο Ντόρτμουντ. Ήταν παντρεμένος και η σύζυγός του το 1950 απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές για να μάθει τι απέγινε ο άντρας της. Το ζευγάρι δεν είχε παιδιά.
Ο Σούμπερτ εγγράφηκε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) το 1934 με αριθμό μητρώου 3397778. Επίσης στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο. Εν τούτοις, ο Γ. Κ. Κυριακόπουλος αναφέρει ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο με το βαθμό του Unterscharführer (Δεκανέα).
Η εμφάνιση του Σούμπερτ στην Κρήτη και η δράση του στο νησί
Ο Σούμπερτ, με το βαθμό του δεκανέα, βρέθηκε στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο όπου έκανε το διερμηνέα του Γερμανού φρούραρχου της πόλης, πιθανόν το καλοκαίρι του 1941. Στα μέσα του επόμενου χρόνου και όντας μέλος της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας Γερμανών και Ελλήνων, της οποίας η βάση ήταν στο χωριό Αυγενική (σήμερα στον νομό Ηρακλείου) και από όπου προέβαιναν σε εκτελέσεις, βασανιστήρια και λεηλασίες στην ευρύτερη περιοχή.
Τα εγκλήματα του Σούμπερτ και της ομάδας του προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψη του. Τελικά όμως ο Σούμπερτ όχι μόνο αποφυλακίστηκε το φθινόπωρο του 1943, πιθανόν με παρέμβαση του στρατιωτικού διοικήτη Κρήτης, στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ, και ενώ είχε παραμείνει στη φυλακή μόλις ένα μήνα, αλλά και προήχθει από τον Μπρόιερ σε επιλοχία.
Ο τελευταίος μάλιστα όταν ο πρωτοσύγκελλος Ψαλιδάκης διαμαρτυρήθηκε για την αποφυλάκιση του Σούμπερτ δήλωσε ενθουσιασμένος με το έργο του χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό υπαξιωματικό ως έναν από τους καλύτερους του γερμανικού στρατού και δηλώνοντας ότι ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων.
Την ίδια περίοδο με εντολή του Μπρόιερ ο Φριτς Σούμπερτ συγκρότησε την Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ (Jagdkommando Schubert), ένα ειδικό στρατιωτικό σώμα για την καταδίωξη ανταρτών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω στα 100 άτομα πολλά από τα οποία ήταν Έλληνες κατάδικοι (πολλοί και για βαριά εγκλήματα-ανθρωποκτονίες κ.λ.π.) που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Οι άνδρες αυτοί αποκλήθηκαν από τους Κρητικούς “Σουμπερίτες”.
Μέχρι τις αρχές του 1944 η Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ προέβη στην εκτέλεση περισσότερων από 200 ανθρώπων σε διάφορα χωριά της Κρήτης: στην Καλή Συκιά, στον Καλλικράτη, στο Μουρί κ.α. Την Πρωτοχρονιά του 1944 μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ που βρισκόταν στο χωριό Μεσκλά δέχθηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του Σούμπερτ. Στη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε οχτώ μέλη της ομάδας του Σούμπερτ σκοτώθηκαν.
Στη συνέχεια η γερμανική διοίκηση αποφάσισε τη διάλυση της Jagdkommando Schubert και ο Σούμπερτ με διαταγή του Μπρόιερ συνελήφθη, κρατήθηκε και χαρακτηρίστηκε ψυχοπαθής και στις 11 Ιανουαρίου του 1944 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν έφτασε στον Πειραιά κλείστηκε αρχικά στο ψυχιατρείο. Πάντως μαζί με το Σούμπερτ φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Κρήτη και ορισμένοι από τους άντρες του, γύρω στα 35 άτομα, οι οποίο τελικά, μαζί και με άλλους που στρατολογήθηκαν στην πρωτεύουσα, στάλθηκαν μαζί με το Σούμπερτ στα τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου στην Μακεδονία.
Ο Σούμπερτ στη Μακεδονία
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο Σούμπερτ έφτασε με την ομάδα του, που πλέον απαριθμούσε γύρω στα 50 άτομα, στα Γιαννιτσά. Τα Γιαννιτσά και η γύρω περιοχή είχαν πολύ μεγάλη σημασία για τους Γερμανούς γιατί από εκεί ήλεγχαν τους βασικούς οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες μεσώ των οποίων γινόταν οι τροφοδοσία του στρατού και ο εφοδιασμός του με πολεμοφόδια. Στην πόλη υπήρχε μόνιμη γερμανική φρουρά 100 ανδρών και μια ένοπλη ομάδα Ελλήνων με επικεφαλής τον Κύρο Γραμματικόπουλο, που συνεργαζόταν με τις γερμανικές δυνάμεις και συνέπραξε με τους στρατιώτες του Σούμπερτ. Επίσης ακολούθησαν τον Σούμπερτ και ορισμένοι Μπαφραλήδες (τουρκόφωνοι Πόντιοι) από χωριά της περιοχής.
Από την πρώτη μέρα που εγκαταστάθηκε στα Γιαννιτσά ο Σούμπερτ προχώρησε στη σύλληψη πολιτών τους οποίους διέταξε να τους φυλακίσουν στα υπόγεια του κτιρίου όπου διέμενε και οι οποίοι στη διάρκεια του εγκλεισμού τους υπέστησαν ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια. Μέχρι τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς που ο Σούμπερτ έφυγε από τα Γιαννιτσά η ομάδα του προέβη σε εκτελέσεις, συλλήψεις και βασανιστήρια κατοίκων όχι μόνο των Γιαννιτσών αλλά και διάφορων χωριών της περιοχής όπως στο Σανδάλι, στο Ελευθεροχώρι (όπου εκτέλεσαν 14 άτομα μεταξύ των οποίων μια έγκυο) κ.α.
Τα εγκλήματα του Σούμπερτ οδήγησαν τη δημοτική αρχή των Γιαννιτσών να ζητήσει από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση την απομάκρυνση του Γερμανού υπαξιωματικού κάτι που έγινε εφικτό τον Απρίλιο του 1944.
Από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1944 ο Σούμπερτ έδρασε κυρίως σε διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής. Πρώτα τοποθετήθηκε στο χωριό Νεα Γωνιά (μέχρι τις αρχές Μαϊου) όπου συνεργάστηκε με γερμανική τοπογραφική υπηρεσία για τον έλεγχο της νοτιοανατολικής ζώνης ασφαλείας της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Νέα Καλλικράτεια μέχρι τα μέσα περίπου του Ιουνίου. Κατά την παραμονή του εκεί η ομάδα του έκανε επιδρομές σε χωριά της περιοχής, όπως στην Κρήνη, στους Ροδοκήπους και στα Πετράλωνα, κατά τις οποίες προχώρησε σε συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις κατοίκων και εξανάγκασε κάποιους από αυτούς να καταταγούν στο σώμα, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευαν οι ζωές τους.
Οι επιδρομές του Σούμπερτ και των ανδρών του στα διάφορα χωριά συνοδεύονταν από λεηλασίες: έκλεβαν τρόφιμα, ζώα, χρυσαφικά, προίκες κοριτσιών, κρεβάτια, στρώματα, ρούχα, ραπτομηχανές κ.α. Μετά την Νέα Καλλικράτεια ο Σούμπερτ στάλθηκε μέχρι τον Αύγουστο του 1944 στην Νέα Απολλωνία. Η Νέα Απολλωνία βρίσκεται δίπλα στην οδική αρτηρία Θεσσαλονίκης-Καβάλας, κοντά στα στενά της Ρεντίνας. Συχνά αντάρτες του ΕΛΑΣ χρησιμοποιούσαν τις διαβάσεις της περιοχής για να περάσουν από τις βόρειες περιοχές της Μακεδονίας στη Χαλκιδική.
Στις 18 Ιουνίου η ομάδα του Σούμπερτ επιτέθηκε στην Μαραθούσα, ένα χωριό νότια της Νέας Απολλωνίας όπου στην περίοδο της κατοχής υπήρχε κέντρο της ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) και αρκετοί κάτοικοι του ήταν ενταγμένοι στο ΕΑΜ και στην ΕΠΟΝ και άλλοι είχαν καταταγεί στον ΕΛΑΣ. Διέταξαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία, όμως στη συνέχεια, δεχόμενοι επίθεση από άντρες του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στην περιοχή, αναγκάστηκαν να φύγουν. Την επομένη επέστρεψαν στην Μαραθούσα μαζί με βουλγαρικό ιππικό, δολοφόνησαν γύρω στους δέκα κατοίκους και λεηλάτησαν και έκαψαν τουλάχιστον 100 σπίτια του χωριού.
Στα μέσα Ιουλίου, ύστερα από την εκτέλεση δύο ανδρών του από αντάρτες, ο Σουμπερτ διέταξε τη σύλληψη 60 κατοίκων από τα γειτονικά χωριά Μεσοπόταμος, Ξηρόρρευμα και Ασπρόχωμα από τους οποίους τελικά εκτελέστηκαν τρεις κάτω από τον πλάτανο του χωριού.
Στις 25 Ιουλίου ο Σουμπερτ και η ομάδα του ξεκίνησαν από την Νέα Απολλωνία για τη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν μαζί με γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις σε εκκαθαριστικές επιχειρίσεις στην περιοχή Ασβεστοχωρίου-Χορτιάτη, όπου στις 12 Ιουλίου αντάρτες είχαν σκοτώσει δύο στρατιώτες της γερμανικής φρουράς και τραυματίσει άλλους δύο. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν πληροφορηθεί για την μετακίνηση του Σούμπερτ προς τη Θεσσαλονίκη, του έστησαν ενέδρα κοντά στο χωριό Περιστερώνας, σε ένα σημείο όπου τα υψώματα φτάνουν μέχρι το δρόμο Θεσσαλονίκης-Καβάλας όμως η ενέδρα προδόθηκε, οι αντάρτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και ο Σούμπερτ κατάφερε να φτάσει στο Ασβεστοχώρι. Εκεί, αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία, τους χώρισαν σε τρεις ομάδες (μια ομάδα οι γυναίκες με τα παιδιά κάτω των 10 ετών, μια δεύτερη οι έφηβοι και μια τρίτη οι ενήλικοι άνδρες), διάλεξαν ορισμένους από αυτούς που τους βασάνισαν σε γειτονικό κτίριο και προέβησαν τουλάχιστον τρεις φορές σε εικονικές εκτελέσεις των υπολοίπων.
Στο τέλος εκτέλεσαν 16 ανθρώπους (9 υπαλλήλους του Σανατορίου, 3 ασθενείς και και 4 κατοίκους του χωριού). Επιστρέφοντας στη βάση του ο Σούμπερτ διέταξε τη σύλληψη και το βασανισμό δέκα τουλάχιστον ανδρών από το χωριό προκειμένου να μαρτυρήσουν τους συνδέσμους των ανταρτών αλλά διέταξε και την εκτέλεση κάποιων ανδρών του θεωρώντας τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι πληροφορίες για τις κινήσεις του γινόταν γνωστές μέσω κάποιων γυναικών στους αντάρτες. Από τα μέσα Αυγούστου η έδρα του τάγματος του Σούμπερτ μεταφέρθηκε στο Ασβεστοχώρι.
Στις 19 Αυγούστου ήταν η σειρά των Νέων Μαλγάρων να γνωρίσουν τη θηριωδία του Σούμπερτ. Πέντε άνθρωποι εκτελέστηκαν εκεί και άλλοι υπέστησαν βασανιστήρια. Στο χωριό Γοργόπη εκτελέστηκαν 12 κάτοικοι και στην Κάρπη λεηλατήθηκαν και κάηκαν περισσότερα από 100 σπίτια.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Σούμπερτ, με αφορμή επίθεση ανταρτών αρχικά κατά υπαλλήλων του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια κατά Γερμανών στρατιωτών που έσπευσαν στην περιοχή, εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης και δολοφόνησαν 146 κατοίκους. Λίγες μέρες αργότερα (14 Σεπτεμβρίου 1944) στα Γιαννιτσά, σε συνεργασία με άντρες του σώματος του Γεωργίου Πούλου, σκότωσαν με απίστευτη αγριότητα περίπου 100 κατοίκους.
Η φυγή του Σούμπερτ στη Βιέννη, η επιστροφή στην Ελλάδα και η σύλληψη του
Προς τα τέλη του Οκτωβρίου του 1944, και αφού είχε απελευθερωθεί η Αθήνα, ο Σούμπερτ με μερικούς από τους άνδρες του ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα και έφτασε στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1945. Τρεις μήνες αργότερα κατέφυγε στο Σβατς που παραδόθηκε στους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου. Εκεί ο Σούμπερτ παρουσιάστηκε στους Αμερικανούς στρατιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομα του ήταν Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης και αφού χαρακτηρίστηκε εκτοπισμένος και κρατήθηκε σε στρατόπεδο με άλλους Έλληνες, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1945 “επαναπατρίστηκε” στην Ελλάδα.
Το ίδιο όνομα Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης έδωσε και στους αστυνομικούς του αεροδρομίου της Ελευσίνας που όμως δεν πείστηκαν ότι ήταν Έλληνας. Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρέμεινε μέχρι τη δίκη του από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα.
Η δίκη και η εκτέλεση του Σούμπερτ
Στις 28 Ιουλίου του 1947 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα η δίκη του Σούμπερτ για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στην Μακεδονία. Μέρος του κατηγορητηρίου είχε ως εξής:
«…διότι ενήργησεν άνευ λόγου στρατιωτικής ανάγκης τας πράξεις ταύτας, αίτινες δεν εξυπηρέτουν πολεμικούς σκοπούς, ως είναι ειδικώτερον αι εκτελέσεις αθώων πολιτών και δη γερόντων, γυναικών και παίδων και […] εκ προμελέτης απεφάσισε και εσκεμμένως εξετέλεσεν ανθρωποκτονίας κατά των κάτοθι αναφερομένων Ελλήνων»…
Στη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες περιέγραψαν τα εγκλήματα του Σούμπερτ, ένας δε μάρτυρας από τα Γιαννιτσά δήλωσε στην κατάθεσή του: «Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα».
Ο Σουμπερτ δήλωσε αθώος, αρνήθηκε να απολογηθεί και ζήτησε να καλέσει από τη Γερμανία δικηγόρους και μάρτυρες υποστηρίζοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν παρέχονταν εγγυήσεις για την απονομή δικαιοσύνης σε αυτόν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι του ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί με τους Έλληνες συνηγόρους του λόγω της γλώσσας. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και τον κάλεσε ξανά να απολογηθεί όμως εκείνος αρνήθηκε και πάλι και δήλωσε ότι θα έκανε αίτηση χάριτος προς το βασιλιά.
Τελικά στις 5 Αυγούστου το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο, δεκαέξι φορές για τα εγκλήματα στην Κρήτη και εννιά για τα εγκλήματα στην Μακεδονία, μολονότι τα τελευταία ήταν περισσότερα. Η απόφαση αυτή όμως δεν αφορά το σύνολο των εγκλημάτων καθώς ο Σούμπερτ στη δίκη αυτή δεν δικάστηκε για το σύνολο των εγκλημάτων του. Στην απόφαση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου το ελληνικό ονοματεπώνυμο.
Την 1η Οκτωβρίου ο Σούμπερτ μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί για αλλά εγκλήματα που είχε τελέσει στην Μακεδονία. Οκτώ ημέρες αργότερα εμφανίστηκε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων στη Θεσσαλονίκη, μαζί με 9 μέλη της ομάδας του ενώ άλλα 49 επρόκειτο να δικαστούν ερήμην. Τελικά το δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που κατέθεσαν οι συνήγοροί του επειδή ο Σούμπερτ ήταν Γερμανός πολίτης και ότι μόνο αρμόδιο ήταν το Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου και εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει και χωρίς να έχει δικαστεί για όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στην Μακεδονία.
Σύμφωνα με το “Ριζοσπάστη”, οι τελευταίες του λέξεις, τις οποίες απεύθυνε σε καθολικό ιερέα που ήταν επιφορτισμένος να τον μεταλάβει, ήταν οι εξής: “Η Γερμανία ζη και δεν πεθαίνει. Εύχομαι να ξαναγίνη μεγάλη για να μπορέσει να ξεπληρώση όσα υποφέρει σήμερον”.