Έτσι έμεινε στην ιστορία το ψευτοπραξικόπημα του Μουσολίνι (27 – 29 Οκτωβρίου 1922), μέσω του οποίου ανήλθε στην εξουσία.
Ο Μπενίτο Μουσολίνι (1883 – 1945) ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως μαχητικός σοσιαλιστής (αντικληρικαλιστής, αντικαπιταλιστής και αντιμοναρχικός) την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και είκοσι χρόνια αργότερα είχε περάσει στην αντίπερα όχθη. Ήταν απολογητής της παλινόρθωσης της παραδοσιακής τάξης, ως ηγέτης του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, μιας παράταξης εθνικιστικής και αντιδημοκρατικής, με στοιχεία ολοκληρωτισμού.
Τον Ιούλιο του 1922 το κόμμα του αριθμούσε 700.000 μέλη. Με την εκρηκτική του προσωπικότητα και τις θεατρικές του κινήσεις κατόρθωσε να συνενώσει τις διάσπαρτες φασιστικές ομάδες, εντάσσοντας στις τάξεις του κόμματός του, τους μαχητικούς «σκουαντρίστι» (γνωστότεροι σε μας ως «μελανοχίτωνες»), που τρομοκρατούσαν τους εργάτες στον βιομηχανικό Βορρά, συχνά με την ανοχή των αφεντικών.
Το Φασιστικό Κόμμα δεν είχε ιδιαίτερη κοινοβουλευτική παρουσία με τους 35 βουλευτές που διέθετε. Ο Μουσολίνι μπορεί να είχε εκλεγεί βουλευτής για πρώτη φορά το 1921 μετά από αποτυχίες ετών, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό στην παρούσα συγκυρία. Εκμεταλλευόμενος την πολιτική αστάθεια και τη βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση που περνούσε η Ιταλία, επεδίωκε να καταλάβει την εξουσία. Η φιλελεύθερη δεξιά, η αστική τάξη, η καθολική εκκλησία και οι στρατιωτικοί τον θεωρούσαν μια καλή λύση για το τερματισμό του πολιτικού αδιεξόδου στη χώρα. Τον ήθελαν μέσα και όχι έξω από το πολιτικό σύστημα, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να τον ελέγξουν.
Έπειτα από μια αποτυχημένη απεργία της Αριστεράς τον Αύγουστο του 1922, ο Μουσολίνι πίστεψε ότι είχε έλθει η ώρα. Στις 24 Οκτωβρίου ενώπιον 60.000 φασιστών στη Νάπολη διακήρυξε: «Θέλουμε να γίνουμε το κράτος!». Ήδη χιλιάδες μέλη του Φασιστικού Κόμματος άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τη Ρώμη. Ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Λουίτζι Φάκτα, που τελούσε υπό παραίτηση, ανησύχησε και διέταξε την κήρυξη της αιώνιας πόλης σε κατάσταση πολιορκίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’, όχι μόνο δεν υπόγραψε το διάταγμα, αλλά στις 29 Οκτωβρίου όρκισε πρωθυπουργό τον Μουσολίνι, την ώρα που 25.000 μελανοχίτωνες παρήλαυναν στους δρόμους της Ρώμης. Ο βασιλιάς φοβήθηκε την πρόκληση εμφυλίου πολέμου, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι οπαδοί του Μουσολίνι δεν αποτελούσαν υπολογίσιμο κίνδυνο. Αρκούσε μια διαταγή του στις δυνάμεις της τάξεως για να τους διαλύσουν. Αλλά είπαμε ότι ο «Ντούτσε» είχε αρκετές συμπάθειες στους κρατούντες. Δεν υπήρξε καμία δυναμική ενέργεια για την κατάληψη της εξουσίας, όπως «κοκορεύονταν» αργότερα οι Φασίστες, αλλά μεταβίβαση της εξουσίας στον Μουσολίνι με όλους τους τύπους που προέβλεπε το Σύνταγμα της Ιταλίας.
Στην αρχή ο Μουσολίνι πολιτεύθηκε δημοκρατικά και μάλιστα κέρδισε μια εκλογική αναμέτρηση τον Απρίλιο του 1924 με το εντυπωσιακό 64% των ψήφων. Σταδιακά, όμως, διολίσθαινε προς τον αυταρχισμό, εκμεταλλευόμενος την αναποφασιστικότητα της αντιπολίτευσης και την ανοχή του βασιλιά. Στις 31 Οκτωβρίου 1926, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, κατάργησε και την τελευταία πολιτική ελευθερία και επέβαλε το στυγνό φασιστικό του καθεστώς, που διήρκεσε μέχρι τις 10 Ιουλίου 1943, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία.
sansimera