Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας στου ήταν έπαρχος.
Το 1879 ο πατέρας του έχασε τη θέση του στην Ιθάκη και επέστρεψε με την οικογένεια του στην Κεφαλλονιά.
Στα δεκατέσσερά του έφυγε από το Αργοστόλι και πήγε στην Αθήνα, όπου στις 24 Σεπτεμβρίου 1885 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων -στην οποίαν και διέπρεψε -”πάντα έπαιρνε προαγωγή ανάμεσα στους πρώτους από τους συμφοιτητές του”, όπως αναφέρεται στο μητρώο της σχολής πλάι στην ημερομηνία αποφοίτησης του, τον Αύγουστο του 1890.
’Εως το 1896 ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ήδη αηδιάσει από το ελληνικό πολιτικό τοπίο. Θεωρούσε τους πολιτικούς όλων των κομμάτων αηδιαστικούς και τους πολιτικούς καυγάδες εξευτιλιστικούς. Οι πολιτικοί ήταν ”άθλιοι δημαγωγοί, οι οποίοι κυβερνούσαν τον όχλο, ο οποίος κυβερνά τα πάντα” έγραφε.
Μισούσε τις μανούβρες της ελληνικής πολιτικής, τα παζαρέματα για κέρδη και αντάλλαγμα πολιτική υποστήριξη. ”Είναι καιρός να σταματήσουν αυτά τα παζαρέματα” έγραφε. ”Και ο Βασιληάς δεν είναι αμέτοχος σ αυτό το βρωμερό πολιτικό παιχνίδι, αλλά θα φάει το κεφάλι του”.
Το 1896 έγινε ενεργό μέλος της Εθνικής Εταιρείας και είναι πιθανόν την ίδια εποχή έγινε και ΜΑΣΟΝΟΣ.
Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 γνωρίστηκε με το διάδοχο και μελλοντικό βασιλέα της Ελλάδας Κωνσταντίνο. Η σχέση του έμελλε να έχει μεγάλες συνέπειες για την ιστορία της Ελλάδας.Ο διάδοχος Κωνσταντίνος στέλνει -το φθινόπωρο του 1899- τον Ιωάννη Μεταξά στη φημισμένη Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου όπου και αρίστευσε. Μάλιστα αργότερα δημιουργήθηκε ένας θρύλος ότι κάπου στους τοίχους της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή ”ουδέν πρόβλημα άλυτον δια τον Ιωάννην Μεταξάν”. Με την επανάσταση του 1909 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την νίκη του κόμματος των φιλελευθέρων γίνεται πρωθυπουργός της Ελλάδας, στις 19 Οκτωβρίου του 1910. Την ίδια μέρα ο Βενιζέλος ζητεί από τον Ιωάννη Μεταξά να γίνει Πρώτος Υπασπιστής του, όπερ και απεδέχθη. Ο Βενιζέλος επηρεάσθη θετικά απο τον υπασπιστή του και ο διάδοχος Κωνσταντίνος επανήλθε και έγινε αρχιστράτηγος του Γενικού επιτελείου(είχε αποπεμφθεί μετά τον ατιμωτικό πόλεμο του 1897). Οι ένδοξοι Βαλκανικοί Πόλεμοι βρίσκουν τον Ιωάννη Μεταξά στο επιτελείο δίπλα στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Είναι ο ιθύνων νους των επιχειρήσεων, οι πάντες αναγνωρίζουν την στρατιωτική αυθεντία του, ιδία δε μετά το επιτυχές σχέδιο εκπορθήσεως του Μπιζανίου. Στις 26 Οκτωβρίου του 1912 με το βαθμό του λοχαγού υπογράφει με το τούρκο διοικητή της πόλεως Χασάν Ταχσίν Πασά,στο σιδηροδρομικό σταθμό Τοπσίν το Πρωτόκολλο Παραδόσεως της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα.
Στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού ο Μεταξάς στάθηκε στο πλευρό του βασιλέως Κωσταντίνου και τοιουτοτρόπως είχε έρθει σε απόλυτη ρήξη με τον Βενιζέλο. Με την επάνοδο του τελευταίου στην εξουσία-το 1917-ο Μεταξάς εξορίστηκε μαζί με άλλους τριάντα περίπου σημαίνοντες ”κωνσταντινικούς” στο Αιάκειον της Κορσικής, απ όπου χάρη στη συνεχή και ενεργό βοήθεια των Μασόνων δραπέτευσε στη Σαρδηνία.και από κεί στην ηπειρωτική Ιταλία. Η περίοδος της Μικρασιατικής εκστρατείας τον βρίσκει απόστρατο στην Αθήνα. Το 1922 αρνήθηκε να βοηθήσει αναλαμβάνοντας την Αρχιστρατηγία του μετώπου όταν στη Μικρασιατική Εκστρατεία διαφαίνονταν το αδιέξοδο, παρά τις επίμονες πιέσεις των Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη. Το επόμενο διάστημα εισήλθε στη πολιτική σκηνή ιδρύοντας το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του οποίου το πρόγραμμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ”Νέα Ημέρα” τον Οκτώβρη του 1922. Το κόμμα του θα γνωρίσει την πρώτη του μικρή επιτυχία στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 όταν εξασφάλισε 54 απο τις 250 έδρες της Βουλής. Ορκίστηκε Υπουργός Συγκοινωνιών στην Οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζα’ί’μη και αφοσίωθηκε στην περάτωση μιας σειράς δημοσίων έργων, ιδία δε στη κατασκευή οδικού δικτύου για τη βελτίωση των συγκοινωνιακών και επικοινωνιακών υποδομών της χώρας. Στην επακολουθείσα περίοδο της αστάθειας και των κινημάτων ο Μεταξάς κατηγορήθηκε από τους βενιζελικούς οτι συμμετείχε στην απόπειρα κατά της ζωής του Ελευθερίου Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1933. Μάλιστα το καθεστώς Μεταξά-προκειμένου να αποφύγει το σκάνδαλο-τον Οκτώβριο του 1937 ψήφισε έναν ειδικό νόμο που όριζε για τον τέως διευθυντή ασφαλείας Αθηνών Πολυχρονόπουλο μια πρωτοφανή ρύθμιση συνταξιοδότησης, όταν ο τελευταίος απείλησε να κάνει αποκαλύψεις για την απόπειρα του Ιουνίου 1933 κατά του Βενιζέλου. Επιπροσθέτως ο Λεωνίδας Σπαής στα απομνημονεύματα του,αναφέρει ότι όταν ο ίδιος και ο Πολυχρονόπουλος ζούσαν εξόριστοι από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στη Σκόπελο, ο Πολυχρονόπουλος του είχε πει οτι η απόπειρα δολοφονίας είχε γίνει εν γνώσει υπουργών, και ειδικά του Ι.Ράλλη, του Μεταξά, του ναύαρχου Χατζηκυριάκου και του στρατηγού Κονδύλη. Στη κυβέρνηση Τσαλδάρη που σχηματίστηκε μετά το στρατιωτικό κίνημα του Μαρτίου 1935 ο Μεταξάς ήταν υπουργός ανευ χαρτοφυλακίου. Στις πρώτες εκλογές μετά τη παλινόρθωση της μοναρχίας -στις 26 Ιανουαριου 1936 -ο Μεταξάς εξέλεξε επτά βουλευτές. Την περίοδο εκείνη ο Μεταξάς δέχτηκε ένα βαρύτατο πλήγμα στη προσωπική του ζωή, το θάνατο του σχιζοφρενή αδελφού του Κωστάκη, γεγονός που τον έριξε σε βαθιά μελαγχολία. Το πρωί της 5ης Μαρτίου 1936 ο βασιλιάς τηλεφώνησε στο Μεταξά και του γνωστοποίησε τη δυσχέρεια του παλατιού να αντιδράσει σε μια φημολογούμενη κίνηση από το στρατηγό Παπάγο. Ο οξυδερκής και υπολογιστής Μεταξάς απάντησε ότι αν ο βασιλιάς τον διόριζε αμέσως υπουργό Στρατιωτικών θα αναλάμβανε να εξουδετερώσει κάθε στρατιωτική συνωμοσία ή στάση. Πολύ σύντομα κλήθηκε στα Ανάκτορα, όπου και ορκίστηκε σχεδόν αμέσως. Ο άλλοτε αντίπαλος του στρατηγός Πλαστήρας τον προέτρεπε ανοιχτά να κηρύξει δικτατορία,με τη προυπόθεση οτι θα επανέφερε όλους τους αποτάκτους βενιζελικούς αξιωματικούς!!! Τον θαρραλέο τυχοδιωκτισμό, τη τόλμη και τις δραματικές εξελίξεις ακολούθησε η ευτυχής αλληλουχία συμπτωματικών,μοιραίων γεγονότων. Ο τρομερός Κονδύλης δεν υπήρχε πια. Ο Μεταξάς ορκίστηκε και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης,με πρωθυπουργό τον Δεμερτζή. Στις 18 Μαρτίου πέθανε και ο Βενιζέλος. Και στις 13 Απριλίου πέθανε και ο Δεμερτζής. Ο βασιλιάς όρκισε πρωθυπουργό το απόγευμα της ίδιας μέρας τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε ηλικία 65 ετών.
Μετά από νέα αποτυχία των Φιλελευθέρων να έλθουν σε συμφωνία με τα κόμματα της αντιβενιζελικής παράταξης, η κυβέρνησή Μεταξά εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά, τους βουλευτές του Κ.Κ.Ε. και τον Γεώργιο Παπανδρέου και 4 αποχές, στις 27 Απριλίου. Τρεις μέρες αργότερα, η Βουλή με ψήφισμά της διέκοψε τις εργασίες της για πέντε μήνες εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, με τη σύμφωνη γνώμη μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία δε λειτούργησε ποτέ.
Στις 4 Αυγούστου 1936, παραμονή εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του α) να αναστείλει επ’ αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και β) χωρίς να προκηρύξει εκλογές, να διαλύσει τη Βουλή με τη συγκατάθεση του βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε διατάγματα με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε δικτατορία.Ο Μεταξάς δεν είχε το πολιτικό ταλέντο και το χάρισμα του Βενιζέλου στην επικοινωνία του με τις μάζες.Διέθετε όμως αδιαμφισβήτητη ηθική αυθεντία ως ένας απο τους ικανότερους στο παρελθόν επιτελικούς αξιωματικούς της Ελλάδας,ένας απο τους δριμύτερους και δεινότερους δημόσιους συζητητές,μέσα και έξω από τη βουλή.ένας άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα,αποφασιστικότητα και εκτελεστική ικανότητα.
Για τον ιδρυτή και αρχηγό του,το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν ένα ”κράτος αντικομμουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήταν, κατ αυτόν, όλος ο λαός, η οργανωθείσα ΕΟΝ που είχε πρωταρχικό σκοπό την εμψύχωση της νεολαίας για τον επερχόμενο πόλεμο, ώστε αυτή,μέσω της συλλογικής προσπάθειας να μη διακατέχεται από πνεύμα ηττοπάθειας. Εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς”(Ημερολόγιο, τομ.4, σελ.553). Ο Μεταξάς ανακύρηξε το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου (1936-1941) ως την απαρχή του ”Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού” με την δέσμευση να δημιουργήσει πολιτισμικά αγνούς Έλληνες,έχοντας βάση την κοινωνία της Αρχαίας Ελλάδας η οποία αποτελούσε τον Πρώτο Ελληνικό Πολιτισμό. Τον Δεύτερο Ελληνικό Πολιτισμό αποτελούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά ήταν διαβόητο στους ‘Ελληνες για την καταπιεστική πολιτική του.Εκφραστής αυτής της πολιτικής ήταν ο περιλάλητος υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης. Η πολιτική του καθεστώτος περιελάμβανε λογοκρισία,μυστικές παρακολουθήσεις της αστυνομίας, απαγόρευση απεργιών και δημοσίων συγκεντρώσεων -όλα στοιχεία ολοκληρωτισμού. Ωστόσο δεν υπήρχαν ούτε εκτελέσεις, ούτε στρατοδικεία και εξεταστικές επιτροπές(Βατικιώτης: Μια Πολιτική Βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά). ’Ομως περίπου χίλιοι κομμουνιστές υπέστησαν καταπιέσεις, βασανιστήρια και εξορίες σε διάφορα ξερονήσια.Το καθεστώς έχτισε σχολεία, εξέτασε και επανεξέτασε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, και ενθάρρυνε τη καθιέρωση της δημοτικής. Η δημοσιονομική πολιτική του καθεστώτος χαρακτηριζόταν από βαριά έμμεση φορολογία που επηρέαζε -αν οχι έπληττε- τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη πλευρά το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά προώθησε κολοσσιαίους νόμους κοινωνικής μεταρρύθμισης, όπως η ίδρυση του ΙΚΑ το Νοέμβριο του 1937. Επανέφερε και καθιέρωσε το οκτάωρο, λειτούργησε την Αγροτική Τραπεζα(είχε ιδρυθεί επι Ελευθερίου Βενιζέλου), καθιέρωσε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας κ.α. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 στις 3 π.μ. ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι επισκέφθηκε τον Μεταξά στην οικία του στην Κηφισιά(Κεφαλληνίας και Στρατηγού Δαγκλή) και του επέδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να υπακούσει στο ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο για ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. ”Alors, c’ est la guerre(Λοιπόν Πόλεμος) του απήντησε, και ηγέρθη εκ της θέσεως του, δείχνοντας στον άναυδο ιταλό πρέσβη ότι η συζήτηση είχει λάβει τέλος. Ας αφήσουμε τον Εμμανουέλε Γκράτσι να μας εξιστορίσει τα μετέπειτα, όπως αυτά περιλάμβανονται στα απομνημονεύματα του: ”O Μεταξάς εσηκώθη και με συνώδευσε μέχρι της θύρας…’Εφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερον σεβασμόν,προ του γέροντος αυτού, που επροτίμησε την θυσίαν,αντί της υποδουλόσεως. ’Εφυγα ταπεινωμένος,και με σφιγμένην την ψυχήν μου απο μίσος δια το επαγγελμα μου”.
Ένα από τα κύρια ερωτήματα που έχουν κατασκευασθεί με μοναδικό σκοπό την αμφισβήτηση της ιστορικής πραγματικότητας σχετίζεται με το εάν το ηρωικό «όχι» προς τους Ιταλούς αποτέλεσε απάντηση του Μεταξά ή του Ελληνικού λαού.
Κάθε νοήμων μελετητής δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί το εξής: πως είναι δυνατόν να απαντήσει ένας ολόκληρος λαός στην επίδοση ενός τελεσιγράφου; Μήπως ο Γκράτσι άρχισε να επισκέπτεται ένα-ένα τα σπίτια των Ελλήνων, προκειμένου να τους επιδώσει το τελεσίγραφο της Κυβέρνησής του, μήπως στις 03:00 το βράδυ σε κάποια λαϊκή συγκέντρωση ζήτησε από τους Έλληνες «γη και ύδωρ», ή μήπως διενεργήθηκε (στις δυόμισυ ώρες που μεσολάβησαν μέχρι την εισβολή) κάποιο δημοψήφισμα, προκειμένου να ληφθεί η άποψη του Ελληνικού λαού; Από όσο δυνάμεθα να γνωρίζουμε τίποτα από τα ανωτέρω δεν συνέβη. Ακόμα όμως και αν δεν υπήρχαν καταγεγραμμένες μαρτυρίες σχετικά με τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, σίγουρα καμία από τις παραπάνω εκδοχές δεν θα προκρινόταν ως πιθανή.
Αφού λοιπόν το Ιταλικό τελεσίγραφο επεδόθη μόνο στον Ιωάννη Μεταξά, η απάντηση δεν μπορεί παρά να ελήφθη από τον ίδιο τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι καμία αμφιβολία δεν υπάρχει, φυσικά, ως προς την βούληση της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων να αγωνισθούν για την ελευθερία της Πατρίδας. Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε περίτρανα και πέρα από κάθε αμφισβήτηση στα πεδία των μαχών. Με τον ίδιο τρόπο όμως έχει καταγραφεί στην ιστορία και το πρόσωπο που απέρριψε με υπερηφάνεια το ιταμό Ιταλικό τελεσίγραφο και το οποίο δεν ήταν άλλο από τον Ιωάννη Μεταξά. Όλες οι ιστορικές μαρτυρίες καταθέτουν, λίγο έως πολύ, την ίδια περιγραφή για τον τρόπο με τον οποίο ο Ιταλός πρέσβης επισκέφθηκε την κατοικία του Έλληνα Πρωθυπουργού την νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, για να λάβει ως απάντηση στις αξιώσεις της πατρίδας του ένα υπερήφανο «ΟΧΙ».
Η απόφαση αυτή του Μεταξά δεν ελήφθη «παρά την θέλησή του» υπό την πίεση του λαού όπως κάποιοι υποστηρίζουν, αντιλαμβανόμενοι προφανώς το άτοπο του αρχικού «ερωτήματος», ούτε φυσικά ήταν «στιγμιαία». Όσοι υποστηρίζουν ότι η βούληση του Μεταξά ήταν διαφορετική, επιθυμώντας στην πραγματικότητα την σύμπραξη με τον Άξονα, αλλά φοβούμενος την «οργή» του λαού αναγκάσθηκε να αλλάξει πορεία, λησμονούν ηθελημένα ένα γεγονός που σε κάθε άλλη περίπτωση προβάλλουν ως κυρίαρχο. Το γεγονός αυτό δεν είναι άλλο από το ότι ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε δικτάτορας, έχοντας συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις εξουσίες. Είναι λοιπόν οξύμωρο να θεωρήσουμε ότι ένας δικτάτορας «φοβήθηκε» την αντίδραση του λαού που για τέσσερα χρόνια κυβερνούσε.
Όλα τα παραπάνω συνοψίζει περιεκτικά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο βιβλίο του «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου». Σε αυτό, ο άνθρωπος που είχε συλληφθεί και εξορισθεί από την δικτατορία του Μεταξά, γράφει χαρακτηριστικά τα εξής: «Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο ευγνώμονες στον Ιωάννη Μεταξά διότι είπε ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός το μέγα ΟΧΙ. Λέγουν όσοι αντικρίζουν με εμπάθεια και αυτά τα γεγονότα της ιστορίας, ότι το ΟΧΙ δεν το είπε ο Μεταξάς, ότι το είπε ο Ελληνικός λαός. Ναι το είπε ο Ελληνικός λαός αλλά αφού το είχε πει ο Μεταξάς. Εάν έλεγε ο Μεταξάς ΝΑΙ, πως θα έλεγε ΟΧΙ ο Ελληνικός λαός που θα ξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε βέβαια μέσα του και θα το εξεδήλωνε έμπρακτα όταν θα οργάνωνε μυστικά την αντίστασίν, αλλά η Αλβανική εποποιία δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας είμαστε λοιπόν τίμιοι απέναντι της ιστορίας. Το μέγα ΟΧΙ είναι πράξις του Ι. Μεταξά».
Όμως πέρα από τις παραπάνω λίγο έως πολύ θεωρητικές προσεγγίσεις, υπάρχουν και τα απτά και μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης γεγονότα που αποδεικνύουν πως η απόφαση του Ι. Μεταξά, δεν ήταν ούτε «στιγμιαία», ούτε επιβεβλημένη από κάποιον άλλο, παρά μόνο από την αίσθηση του καθήκοντος για την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας της Πατρίδας και την αγάπη του για την Ελλάδα. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται τρία από τα πλέον χαρακτηριστικά.
Ο Ε. Γκράτσι, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τζιορνάλε Ντελ Ματτίνο» τον Αύγουστο του 1945, προκειμένου να περιγράψει την πολιτική του Ι. Μεταξά έναντι της Ιταλίας παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα από συνέντευξη του Έλληνα Πρωθυπουργού, τον Απρίλιο του 1939, σε Γαλλική εφημερίδα: «Η Ελλάς είναι έτοιμη να χύσει όλον το αίμα της δια την υπεράσπισιν του εδάφους της και της ελευθερίας της καθʼ οιουδήποτε εχθρού. Θεωρώ όμως ως ιερόν καθήκον να μην προκαλέσωμεν καμμίαν εχθρότητα». Έχει δε ιδιαίτερη σημασία ότι το παραπάνω απόσπασμα της συνέντευξης επελέγη από τον άνθρωπο που επέδωσε στον Έλληνα Πρωθυπουργό το Ιταλικό τελεσίγραφο.
Στις 21 Αυγούστου 1939, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Συνταγματάρχου Αθ. Κοροζή «Πόλεμος 1940-41», ο Ιωάννης Μεταξάς απευθυνόμενος προς τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα είπε τα εξής: «Η Ελλάς ουδεμίαν έχειν διάθεσιν να ενεργήση κατά της Ιταλίας εκτός εάν η Ιταλία ήθελεν θίξει ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος και προ παντός την ακεραιότητα του εδάφους της. Δια την περίπτωσιν αυτήν, σας παρακαλώ να τηλεγραφήσητε ότι η Ελλάς θα αμυνθή της τιμής της και της ακεραιότητός της μέχρις εσχάτων».
Ακόμη όμως και αν όλα τα παραπάνω θεωρηθούν κρίσεις, συμπεράσματα υποκειμενικά, ή «κατευθυνόμενη» ιστοριογραφία, η πολεμική προπαρασκευή της χώρας, η προπαρασκευή που χάρισε στην Ελλάδα την νίκη στα βορειοηπειρωτικά βουνά, είναι αδύνατον να μην αποδοθεί στον Ιωάννη Μεταξά. Εάν λοιπόν ο Μεταξάς επιθυμούσε την σύμπραξη με τις δυνάμεις του Άξονα, για ποιόν λόγο ξεκίνησε από το 1936 την προσπάθεια για την οχύρωση της χώρας, την προμήθεια όπλων και οπλικών συστημάτων, την εκπαίδευση του προσωπικού, την αναδιοργάνωση του στρατεύματος, τον ανασχεδιασμό των σχεδίων επιστράτευσης; Εάν δεν επιθυμούσε να αντισταθεί στα Ιταλικά σχέδια, γιατί μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς διέταξε την τροποποίηση των Ελληνικών πολεμικών σχεδίων, ώστε να αντιμετωπίζεται και το ενδεχόμενο εισβολής από τα Αλβανικά σύνορα;
Όλα τα παραπάνω καθιστούν σαφές, για κάθε καλόπιστο μελετητή, ότι ο Ιωάννης Μεταξάς, υπήρξε ο πρωτεργάτης και ο ιθύνων νους της Ελληνικής εποποιίας του 1940. Η δε απόφασή του να αντισταθεί απέναντι σε κάθε εχθρό της πατρίδας υπαγορεύθηκε, όπως και στην περίπτωση όλων των Ελλήνων, από την αγάπη του για την Ελλάδα και την πίστη του ότι οι νεώτεροι Έλληνες ήταν πάντα έτοιμοι να πολεμήσουν υπέρ βωμών και εστιών και να θυσιασθούν για την ελευθερία τους.
ΓΑΛΕΤΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Το 1879 ο πατέρας του έχασε τη θέση του στην Ιθάκη και επέστρεψε με την οικογένεια του στην Κεφαλλονιά.
Στα δεκατέσσερά του έφυγε από το Αργοστόλι και πήγε στην Αθήνα, όπου στις 24 Σεπτεμβρίου 1885 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων -στην οποίαν και διέπρεψε -”πάντα έπαιρνε προαγωγή ανάμεσα στους πρώτους από τους συμφοιτητές του”, όπως αναφέρεται στο μητρώο της σχολής πλάι στην ημερομηνία αποφοίτησης του, τον Αύγουστο του 1890.
’Εως το 1896 ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ήδη αηδιάσει από το ελληνικό πολιτικό τοπίο. Θεωρούσε τους πολιτικούς όλων των κομμάτων αηδιαστικούς και τους πολιτικούς καυγάδες εξευτιλιστικούς. Οι πολιτικοί ήταν ”άθλιοι δημαγωγοί, οι οποίοι κυβερνούσαν τον όχλο, ο οποίος κυβερνά τα πάντα” έγραφε.
Μισούσε τις μανούβρες της ελληνικής πολιτικής, τα παζαρέματα για κέρδη και αντάλλαγμα πολιτική υποστήριξη. ”Είναι καιρός να σταματήσουν αυτά τα παζαρέματα” έγραφε. ”Και ο Βασιληάς δεν είναι αμέτοχος σ αυτό το βρωμερό πολιτικό παιχνίδι, αλλά θα φάει το κεφάλι του”.
Το 1896 έγινε ενεργό μέλος της Εθνικής Εταιρείας και είναι πιθανόν την ίδια εποχή έγινε και ΜΑΣΟΝΟΣ.
Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 γνωρίστηκε με το διάδοχο και μελλοντικό βασιλέα της Ελλάδας Κωνσταντίνο. Η σχέση του έμελλε να έχει μεγάλες συνέπειες για την ιστορία της Ελλάδας.Ο διάδοχος Κωνσταντίνος στέλνει -το φθινόπωρο του 1899- τον Ιωάννη Μεταξά στη φημισμένη Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου όπου και αρίστευσε. Μάλιστα αργότερα δημιουργήθηκε ένας θρύλος ότι κάπου στους τοίχους της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή ”ουδέν πρόβλημα άλυτον δια τον Ιωάννην Μεταξάν”. Με την επανάσταση του 1909 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την νίκη του κόμματος των φιλελευθέρων γίνεται πρωθυπουργός της Ελλάδας, στις 19 Οκτωβρίου του 1910. Την ίδια μέρα ο Βενιζέλος ζητεί από τον Ιωάννη Μεταξά να γίνει Πρώτος Υπασπιστής του, όπερ και απεδέχθη. Ο Βενιζέλος επηρεάσθη θετικά απο τον υπασπιστή του και ο διάδοχος Κωνσταντίνος επανήλθε και έγινε αρχιστράτηγος του Γενικού επιτελείου(είχε αποπεμφθεί μετά τον ατιμωτικό πόλεμο του 1897). Οι ένδοξοι Βαλκανικοί Πόλεμοι βρίσκουν τον Ιωάννη Μεταξά στο επιτελείο δίπλα στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Είναι ο ιθύνων νους των επιχειρήσεων, οι πάντες αναγνωρίζουν την στρατιωτική αυθεντία του, ιδία δε μετά το επιτυχές σχέδιο εκπορθήσεως του Μπιζανίου. Στις 26 Οκτωβρίου του 1912 με το βαθμό του λοχαγού υπογράφει με το τούρκο διοικητή της πόλεως Χασάν Ταχσίν Πασά,στο σιδηροδρομικό σταθμό Τοπσίν το Πρωτόκολλο Παραδόσεως της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα.
Στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού ο Μεταξάς στάθηκε στο πλευρό του βασιλέως Κωσταντίνου και τοιουτοτρόπως είχε έρθει σε απόλυτη ρήξη με τον Βενιζέλο. Με την επάνοδο του τελευταίου στην εξουσία-το 1917-ο Μεταξάς εξορίστηκε μαζί με άλλους τριάντα περίπου σημαίνοντες ”κωνσταντινικούς” στο Αιάκειον της Κορσικής, απ όπου χάρη στη συνεχή και ενεργό βοήθεια των Μασόνων δραπέτευσε στη Σαρδηνία.και από κεί στην ηπειρωτική Ιταλία. Η περίοδος της Μικρασιατικής εκστρατείας τον βρίσκει απόστρατο στην Αθήνα. Το 1922 αρνήθηκε να βοηθήσει αναλαμβάνοντας την Αρχιστρατηγία του μετώπου όταν στη Μικρασιατική Εκστρατεία διαφαίνονταν το αδιέξοδο, παρά τις επίμονες πιέσεις των Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη. Το επόμενο διάστημα εισήλθε στη πολιτική σκηνή ιδρύοντας το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του οποίου το πρόγραμμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ”Νέα Ημέρα” τον Οκτώβρη του 1922. Το κόμμα του θα γνωρίσει την πρώτη του μικρή επιτυχία στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 όταν εξασφάλισε 54 απο τις 250 έδρες της Βουλής. Ορκίστηκε Υπουργός Συγκοινωνιών στην Οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζα’ί’μη και αφοσίωθηκε στην περάτωση μιας σειράς δημοσίων έργων, ιδία δε στη κατασκευή οδικού δικτύου για τη βελτίωση των συγκοινωνιακών και επικοινωνιακών υποδομών της χώρας. Στην επακολουθείσα περίοδο της αστάθειας και των κινημάτων ο Μεταξάς κατηγορήθηκε από τους βενιζελικούς οτι συμμετείχε στην απόπειρα κατά της ζωής του Ελευθερίου Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1933. Μάλιστα το καθεστώς Μεταξά-προκειμένου να αποφύγει το σκάνδαλο-τον Οκτώβριο του 1937 ψήφισε έναν ειδικό νόμο που όριζε για τον τέως διευθυντή ασφαλείας Αθηνών Πολυχρονόπουλο μια πρωτοφανή ρύθμιση συνταξιοδότησης, όταν ο τελευταίος απείλησε να κάνει αποκαλύψεις για την απόπειρα του Ιουνίου 1933 κατά του Βενιζέλου. Επιπροσθέτως ο Λεωνίδας Σπαής στα απομνημονεύματα του,αναφέρει ότι όταν ο ίδιος και ο Πολυχρονόπουλος ζούσαν εξόριστοι από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στη Σκόπελο, ο Πολυχρονόπουλος του είχε πει οτι η απόπειρα δολοφονίας είχε γίνει εν γνώσει υπουργών, και ειδικά του Ι.Ράλλη, του Μεταξά, του ναύαρχου Χατζηκυριάκου και του στρατηγού Κονδύλη. Στη κυβέρνηση Τσαλδάρη που σχηματίστηκε μετά το στρατιωτικό κίνημα του Μαρτίου 1935 ο Μεταξάς ήταν υπουργός ανευ χαρτοφυλακίου. Στις πρώτες εκλογές μετά τη παλινόρθωση της μοναρχίας -στις 26 Ιανουαριου 1936 -ο Μεταξάς εξέλεξε επτά βουλευτές. Την περίοδο εκείνη ο Μεταξάς δέχτηκε ένα βαρύτατο πλήγμα στη προσωπική του ζωή, το θάνατο του σχιζοφρενή αδελφού του Κωστάκη, γεγονός που τον έριξε σε βαθιά μελαγχολία. Το πρωί της 5ης Μαρτίου 1936 ο βασιλιάς τηλεφώνησε στο Μεταξά και του γνωστοποίησε τη δυσχέρεια του παλατιού να αντιδράσει σε μια φημολογούμενη κίνηση από το στρατηγό Παπάγο. Ο οξυδερκής και υπολογιστής Μεταξάς απάντησε ότι αν ο βασιλιάς τον διόριζε αμέσως υπουργό Στρατιωτικών θα αναλάμβανε να εξουδετερώσει κάθε στρατιωτική συνωμοσία ή στάση. Πολύ σύντομα κλήθηκε στα Ανάκτορα, όπου και ορκίστηκε σχεδόν αμέσως. Ο άλλοτε αντίπαλος του στρατηγός Πλαστήρας τον προέτρεπε ανοιχτά να κηρύξει δικτατορία,με τη προυπόθεση οτι θα επανέφερε όλους τους αποτάκτους βενιζελικούς αξιωματικούς!!! Τον θαρραλέο τυχοδιωκτισμό, τη τόλμη και τις δραματικές εξελίξεις ακολούθησε η ευτυχής αλληλουχία συμπτωματικών,μοιραίων γεγονότων. Ο τρομερός Κονδύλης δεν υπήρχε πια. Ο Μεταξάς ορκίστηκε και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης,με πρωθυπουργό τον Δεμερτζή. Στις 18 Μαρτίου πέθανε και ο Βενιζέλος. Και στις 13 Απριλίου πέθανε και ο Δεμερτζής. Ο βασιλιάς όρκισε πρωθυπουργό το απόγευμα της ίδιας μέρας τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε ηλικία 65 ετών.
Μετά από νέα αποτυχία των Φιλελευθέρων να έλθουν σε συμφωνία με τα κόμματα της αντιβενιζελικής παράταξης, η κυβέρνησή Μεταξά εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά, τους βουλευτές του Κ.Κ.Ε. και τον Γεώργιο Παπανδρέου και 4 αποχές, στις 27 Απριλίου. Τρεις μέρες αργότερα, η Βουλή με ψήφισμά της διέκοψε τις εργασίες της για πέντε μήνες εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, με τη σύμφωνη γνώμη μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία δε λειτούργησε ποτέ.
Στις 4 Αυγούστου 1936, παραμονή εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του α) να αναστείλει επ’ αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και β) χωρίς να προκηρύξει εκλογές, να διαλύσει τη Βουλή με τη συγκατάθεση του βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε διατάγματα με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε δικτατορία.Ο Μεταξάς δεν είχε το πολιτικό ταλέντο και το χάρισμα του Βενιζέλου στην επικοινωνία του με τις μάζες.Διέθετε όμως αδιαμφισβήτητη ηθική αυθεντία ως ένας απο τους ικανότερους στο παρελθόν επιτελικούς αξιωματικούς της Ελλάδας,ένας απο τους δριμύτερους και δεινότερους δημόσιους συζητητές,μέσα και έξω από τη βουλή.ένας άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα,αποφασιστικότητα και εκτελεστική ικανότητα.
Για τον ιδρυτή και αρχηγό του,το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν ένα ”κράτος αντικομμουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήταν, κατ αυτόν, όλος ο λαός, η οργανωθείσα ΕΟΝ που είχε πρωταρχικό σκοπό την εμψύχωση της νεολαίας για τον επερχόμενο πόλεμο, ώστε αυτή,μέσω της συλλογικής προσπάθειας να μη διακατέχεται από πνεύμα ηττοπάθειας. Εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς”(Ημερολόγιο, τομ.4, σελ.553). Ο Μεταξάς ανακύρηξε το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου (1936-1941) ως την απαρχή του ”Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού” με την δέσμευση να δημιουργήσει πολιτισμικά αγνούς Έλληνες,έχοντας βάση την κοινωνία της Αρχαίας Ελλάδας η οποία αποτελούσε τον Πρώτο Ελληνικό Πολιτισμό. Τον Δεύτερο Ελληνικό Πολιτισμό αποτελούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά ήταν διαβόητο στους ‘Ελληνες για την καταπιεστική πολιτική του.Εκφραστής αυτής της πολιτικής ήταν ο περιλάλητος υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης. Η πολιτική του καθεστώτος περιελάμβανε λογοκρισία,μυστικές παρακολουθήσεις της αστυνομίας, απαγόρευση απεργιών και δημοσίων συγκεντρώσεων -όλα στοιχεία ολοκληρωτισμού. Ωστόσο δεν υπήρχαν ούτε εκτελέσεις, ούτε στρατοδικεία και εξεταστικές επιτροπές(Βατικιώτης: Μια Πολιτική Βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά). ’Ομως περίπου χίλιοι κομμουνιστές υπέστησαν καταπιέσεις, βασανιστήρια και εξορίες σε διάφορα ξερονήσια.Το καθεστώς έχτισε σχολεία, εξέτασε και επανεξέτασε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, και ενθάρρυνε τη καθιέρωση της δημοτικής. Η δημοσιονομική πολιτική του καθεστώτος χαρακτηριζόταν από βαριά έμμεση φορολογία που επηρέαζε -αν οχι έπληττε- τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη πλευρά το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά προώθησε κολοσσιαίους νόμους κοινωνικής μεταρρύθμισης, όπως η ίδρυση του ΙΚΑ το Νοέμβριο του 1937. Επανέφερε και καθιέρωσε το οκτάωρο, λειτούργησε την Αγροτική Τραπεζα(είχε ιδρυθεί επι Ελευθερίου Βενιζέλου), καθιέρωσε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας κ.α. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 στις 3 π.μ. ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι επισκέφθηκε τον Μεταξά στην οικία του στην Κηφισιά(Κεφαλληνίας και Στρατηγού Δαγκλή) και του επέδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να υπακούσει στο ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο για ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. ”Alors, c’ est la guerre(Λοιπόν Πόλεμος) του απήντησε, και ηγέρθη εκ της θέσεως του, δείχνοντας στον άναυδο ιταλό πρέσβη ότι η συζήτηση είχει λάβει τέλος. Ας αφήσουμε τον Εμμανουέλε Γκράτσι να μας εξιστορίσει τα μετέπειτα, όπως αυτά περιλάμβανονται στα απομνημονεύματα του: ”O Μεταξάς εσηκώθη και με συνώδευσε μέχρι της θύρας…’Εφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερον σεβασμόν,προ του γέροντος αυτού, που επροτίμησε την θυσίαν,αντί της υποδουλόσεως. ’Εφυγα ταπεινωμένος,και με σφιγμένην την ψυχήν μου απο μίσος δια το επαγγελμα μου”.
Ένα από τα κύρια ερωτήματα που έχουν κατασκευασθεί με μοναδικό σκοπό την αμφισβήτηση της ιστορικής πραγματικότητας σχετίζεται με το εάν το ηρωικό «όχι» προς τους Ιταλούς αποτέλεσε απάντηση του Μεταξά ή του Ελληνικού λαού.
Κάθε νοήμων μελετητής δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί το εξής: πως είναι δυνατόν να απαντήσει ένας ολόκληρος λαός στην επίδοση ενός τελεσιγράφου; Μήπως ο Γκράτσι άρχισε να επισκέπτεται ένα-ένα τα σπίτια των Ελλήνων, προκειμένου να τους επιδώσει το τελεσίγραφο της Κυβέρνησής του, μήπως στις 03:00 το βράδυ σε κάποια λαϊκή συγκέντρωση ζήτησε από τους Έλληνες «γη και ύδωρ», ή μήπως διενεργήθηκε (στις δυόμισυ ώρες που μεσολάβησαν μέχρι την εισβολή) κάποιο δημοψήφισμα, προκειμένου να ληφθεί η άποψη του Ελληνικού λαού; Από όσο δυνάμεθα να γνωρίζουμε τίποτα από τα ανωτέρω δεν συνέβη. Ακόμα όμως και αν δεν υπήρχαν καταγεγραμμένες μαρτυρίες σχετικά με τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, σίγουρα καμία από τις παραπάνω εκδοχές δεν θα προκρινόταν ως πιθανή.
Αφού λοιπόν το Ιταλικό τελεσίγραφο επεδόθη μόνο στον Ιωάννη Μεταξά, η απάντηση δεν μπορεί παρά να ελήφθη από τον ίδιο τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι καμία αμφιβολία δεν υπάρχει, φυσικά, ως προς την βούληση της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων να αγωνισθούν για την ελευθερία της Πατρίδας. Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε περίτρανα και πέρα από κάθε αμφισβήτηση στα πεδία των μαχών. Με τον ίδιο τρόπο όμως έχει καταγραφεί στην ιστορία και το πρόσωπο που απέρριψε με υπερηφάνεια το ιταμό Ιταλικό τελεσίγραφο και το οποίο δεν ήταν άλλο από τον Ιωάννη Μεταξά. Όλες οι ιστορικές μαρτυρίες καταθέτουν, λίγο έως πολύ, την ίδια περιγραφή για τον τρόπο με τον οποίο ο Ιταλός πρέσβης επισκέφθηκε την κατοικία του Έλληνα Πρωθυπουργού την νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, για να λάβει ως απάντηση στις αξιώσεις της πατρίδας του ένα υπερήφανο «ΟΧΙ».
Η απόφαση αυτή του Μεταξά δεν ελήφθη «παρά την θέλησή του» υπό την πίεση του λαού όπως κάποιοι υποστηρίζουν, αντιλαμβανόμενοι προφανώς το άτοπο του αρχικού «ερωτήματος», ούτε φυσικά ήταν «στιγμιαία». Όσοι υποστηρίζουν ότι η βούληση του Μεταξά ήταν διαφορετική, επιθυμώντας στην πραγματικότητα την σύμπραξη με τον Άξονα, αλλά φοβούμενος την «οργή» του λαού αναγκάσθηκε να αλλάξει πορεία, λησμονούν ηθελημένα ένα γεγονός που σε κάθε άλλη περίπτωση προβάλλουν ως κυρίαρχο. Το γεγονός αυτό δεν είναι άλλο από το ότι ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε δικτάτορας, έχοντας συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις εξουσίες. Είναι λοιπόν οξύμωρο να θεωρήσουμε ότι ένας δικτάτορας «φοβήθηκε» την αντίδραση του λαού που για τέσσερα χρόνια κυβερνούσε.
Όλα τα παραπάνω συνοψίζει περιεκτικά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο βιβλίο του «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου». Σε αυτό, ο άνθρωπος που είχε συλληφθεί και εξορισθεί από την δικτατορία του Μεταξά, γράφει χαρακτηριστικά τα εξής: «Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο ευγνώμονες στον Ιωάννη Μεταξά διότι είπε ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός το μέγα ΟΧΙ. Λέγουν όσοι αντικρίζουν με εμπάθεια και αυτά τα γεγονότα της ιστορίας, ότι το ΟΧΙ δεν το είπε ο Μεταξάς, ότι το είπε ο Ελληνικός λαός. Ναι το είπε ο Ελληνικός λαός αλλά αφού το είχε πει ο Μεταξάς. Εάν έλεγε ο Μεταξάς ΝΑΙ, πως θα έλεγε ΟΧΙ ο Ελληνικός λαός που θα ξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε βέβαια μέσα του και θα το εξεδήλωνε έμπρακτα όταν θα οργάνωνε μυστικά την αντίστασίν, αλλά η Αλβανική εποποιία δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας είμαστε λοιπόν τίμιοι απέναντι της ιστορίας. Το μέγα ΟΧΙ είναι πράξις του Ι. Μεταξά».
Όμως πέρα από τις παραπάνω λίγο έως πολύ θεωρητικές προσεγγίσεις, υπάρχουν και τα απτά και μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης γεγονότα που αποδεικνύουν πως η απόφαση του Ι. Μεταξά, δεν ήταν ούτε «στιγμιαία», ούτε επιβεβλημένη από κάποιον άλλο, παρά μόνο από την αίσθηση του καθήκοντος για την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας της Πατρίδας και την αγάπη του για την Ελλάδα. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται τρία από τα πλέον χαρακτηριστικά.
Ο Ε. Γκράτσι, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τζιορνάλε Ντελ Ματτίνο» τον Αύγουστο του 1945, προκειμένου να περιγράψει την πολιτική του Ι. Μεταξά έναντι της Ιταλίας παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα από συνέντευξη του Έλληνα Πρωθυπουργού, τον Απρίλιο του 1939, σε Γαλλική εφημερίδα: «Η Ελλάς είναι έτοιμη να χύσει όλον το αίμα της δια την υπεράσπισιν του εδάφους της και της ελευθερίας της καθʼ οιουδήποτε εχθρού. Θεωρώ όμως ως ιερόν καθήκον να μην προκαλέσωμεν καμμίαν εχθρότητα». Έχει δε ιδιαίτερη σημασία ότι το παραπάνω απόσπασμα της συνέντευξης επελέγη από τον άνθρωπο που επέδωσε στον Έλληνα Πρωθυπουργό το Ιταλικό τελεσίγραφο.
Στις 21 Αυγούστου 1939, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Συνταγματάρχου Αθ. Κοροζή «Πόλεμος 1940-41», ο Ιωάννης Μεταξάς απευθυνόμενος προς τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα είπε τα εξής: «Η Ελλάς ουδεμίαν έχειν διάθεσιν να ενεργήση κατά της Ιταλίας εκτός εάν η Ιταλία ήθελεν θίξει ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος και προ παντός την ακεραιότητα του εδάφους της. Δια την περίπτωσιν αυτήν, σας παρακαλώ να τηλεγραφήσητε ότι η Ελλάς θα αμυνθή της τιμής της και της ακεραιότητός της μέχρις εσχάτων».
Ακόμη όμως και αν όλα τα παραπάνω θεωρηθούν κρίσεις, συμπεράσματα υποκειμενικά, ή «κατευθυνόμενη» ιστοριογραφία, η πολεμική προπαρασκευή της χώρας, η προπαρασκευή που χάρισε στην Ελλάδα την νίκη στα βορειοηπειρωτικά βουνά, είναι αδύνατον να μην αποδοθεί στον Ιωάννη Μεταξά. Εάν λοιπόν ο Μεταξάς επιθυμούσε την σύμπραξη με τις δυνάμεις του Άξονα, για ποιόν λόγο ξεκίνησε από το 1936 την προσπάθεια για την οχύρωση της χώρας, την προμήθεια όπλων και οπλικών συστημάτων, την εκπαίδευση του προσωπικού, την αναδιοργάνωση του στρατεύματος, τον ανασχεδιασμό των σχεδίων επιστράτευσης; Εάν δεν επιθυμούσε να αντισταθεί στα Ιταλικά σχέδια, γιατί μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς διέταξε την τροποποίηση των Ελληνικών πολεμικών σχεδίων, ώστε να αντιμετωπίζεται και το ενδεχόμενο εισβολής από τα Αλβανικά σύνορα;
Όλα τα παραπάνω καθιστούν σαφές, για κάθε καλόπιστο μελετητή, ότι ο Ιωάννης Μεταξάς, υπήρξε ο πρωτεργάτης και ο ιθύνων νους της Ελληνικής εποποιίας του 1940. Η δε απόφασή του να αντισταθεί απέναντι σε κάθε εχθρό της πατρίδας υπαγορεύθηκε, όπως και στην περίπτωση όλων των Ελλήνων, από την αγάπη του για την Ελλάδα και την πίστη του ότι οι νεώτεροι Έλληνες ήταν πάντα έτοιμοι να πολεμήσουν υπέρ βωμών και εστιών και να θυσιασθούν για την ελευθερία τους.
ΓΑΛΕΤΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ