1/11/1962 – Συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ
Η αρχή για την κοινή ευρωπαϊκή πορεία έγινε το 1951 από έξι κράτη που χρησίμευσαν σαν «εργάτες» προκειμένου να ανοίξουν έναν άγνωστο και δύσβατο δρόμο και 11 χρόνια αργότερα -την 1η Νοεμβρίου του 1962- η Ελλάδα έκανε το πρώτο βήμα για την ευρωπαϊκή της «ολοκλήρωση», όντας το πρώτο συνδεδεμένο κράτος της νεοϊδρυθείσας Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) των έξι μελών (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) και μια Ευρώπη με τους «ανατολικούς» και τους «δυτικούς» η Ελλάδα είχε διαλέξει τον δρόμο που θα ακολουθούσε και συγκεκριμένα την ΕΟΚ και όχι στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών), που αποτελούσε το αντίπαλον δέος και βρισκόταν υπό (βραχύβια) βρετανική ηγεσία.
Ο λόγος; Απλά ήταν πολύ πιο ελκυστική. Η ΕΖΕΣ ήταν κατά κύριο λόγο μια Κοινότητα βαριάς βιομηχανίας, με την Αθήνα να επιθυμεί τη συμμετοχή της σε μια Κοινή Αγορά και επιπλέον η ΕΟΚ έδινε έμφαση στο ζήτημα των αγροτικών προϊόντων, που ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα.
Το ξεκίνημα έγινε στις 30 Μαρτίου 1961 όταν και εξαγγέλθηκε, με κοινό ανακοινωθέν, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου.
Μία συμφωνία στην οποία προβλεπόταν η χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την ταχύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού.
Στις 12 Ιουλίου του 1961, δόθηκαν στη δημοσιότητα τα κείμενα της συμφωνίας σύνδεσης, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή στις 28 Φεβρουαρίου του 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του 1962.
Η πορεία της Ελλάδας προς τη συμμετοχή στην ΕΟΚ, θα ανασταλεί με την επιβολή της δικτατορίας (1967 – 1974), όπου και επισήμως σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανισμών της Συμφωνίας Σύνδεσης, καθώς το καθεστώς της Χούντας ήταν ασύμβατο με τις αρχές της ΕΟΚ. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός, συνέχισε την πορεία προς την ευρωπαϊκής ολοκλήρωση, οπότεμε τη Σύμβαση Προσχώρησης η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας την 1η Ιανουαρίου 1981.
Επόμενη ημερομηνία κλειδί αποτέλεσε η 7η Φεβρουαρίου του 1992 όταν στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας υπεγράφη από τις αντιπροσωπείες των 12 κρατών – μελών η ομώνυμη συνθήκη με την οποία ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ακολούθησε η Συνθήκη του Άμστερνταμ, το 1999, όπου συμφωνήθηκε η ανάπτυξη Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και η βελτίωση της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων.
Συμμέτοχος και «εργάτης», όπως οι πρώτοι «έξι» και σήμερα 28 (μέχρι να ολοκληρωθεί το Brexit) η Ελλάδα αποκόμισε οφέλη από την ευρωπαϊκή της πορεία αυτά τα 57 χρόνια -από το πρώτο της ευρωπαϊκό «βήμα»-, αλλά ακολούθησε και το ρεύμα του συνόλου των κρατών – μελών, πηγαίνοντας με το «κύμα».
Πλέον, ανοίγονται άλλοι ορίζοντες, καθώς μετά την τελωνειακή ένωση, την κοινή αγορά και το κοινό νόμισμα, ακολουθεί η προσπάθεια για την τραπεζική και χρηματοοικονομική ένωση και εν τέλει την πολιτική ένωση, που αποτελεί και το τελευταίο στάδιο της πολυεθνικής ολοκλήρωσης. Μιας ολοκλήρωσης που περιλαμβάνει κοινές πολιτικές εσωτερικών και δικαιοσύνης και κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και είναι… άγνωστο αν τελικά πραγματοποιηθεί.
Του Γιώργου Φωκιανού
naftemporiki.gr