Πιο κάτω παρατείθεται απόσπασμα από διδασκαλία του Δημήτρη Λιαντίνη, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη σημασία της απόλαυσης της ζωής. Ο Λιαντίνης ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Το 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραψε.
“Η ζωή είναι προσφορά, η ζωή είναι απόλαυση, η ζωή είναι ευφροσύνη, ευλογία. Αλλά, σιγά-σιγά και καθώς περνούν τα χρόνια, να το έχουμε υπόψη μας αυτό το πράγμα, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο είμαστε κι εμείς και θα έρθει μια μέρα που θα πεθάνουμε. Εκείνη η ώρα να μας βρει να έχουμε εξισωθεί με την αναγκαιότητα της σκληρής τιμής. Τότε κάπως αν δεν συμφιλιωθούμε, θα έρθουμε σε μια κατανόηση όμως. Να πεθάνουμε αξιοπρεπώς, που λέει ο Καβάφης, καταλάβατε;
Αυτό το πράγμα όμως είναι ένα αγώνισμα ολυμπιακό δια βίου. Είναι εκείνο που λέει ο Χρηστός, «μην κοιμηθείτε παρθένες θα σας πω μωρές». Μη κοιμηθείτε. Τι θα πει αυτό; Είναι φοβερή αυτή η εντολή, η παραβολή των 10 παρθένων, οι μωρές. Μιλάμε για υπαρκτικό ύπνο.
Σε παρέσυρε η ζωή και ξεχνάς ποια είναι η ουσία; Να σαι πάντα άγρυπνος, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», λέει ο Σολωμός. Νά ’τοι οι στίχοι του Σολωμου που σας λέω ότι καθένας αξίζει για δεκα τόμους. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα. Να τη ζω, να την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι. Όσο μπορώ πιο έντιμα, πιο ηθικά, πιο ενάρετα, πιο όμορφα, υπάρχει ομορφιά μέσα στην ηθική.
Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη. Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα.
Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα. Λέει: «Οι σύντροφοι στον Άδη». Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σαν να μην ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης:
«αφού μας μέναν παξιμάδια,
τι κακοκεφαλιά να φάμε στην ακρογιαλιά του θεού (Ήλιου) τ´αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους
να πας να γίνεις ήρωας κι άστρο.
Πεινάσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι».
Τι σημαίνει εδώ «φάγανε τα γελάδια του ήλιου»; Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365. Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας. Την κάθε μέρα να τη βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα, μην την αφήσεις και περνάει γιατί την έχασες. Και δεν θα ξανάρθει. Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη κι η άλλη…
Τα σβήστα κεριά του Καβάφη. Και στο τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά. Λοιπόν, αυτό είναι. Να την χαιρόμαστε τη ζωή, είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή, ας πούμε ελληνική, ενός ελληνικού Δεκαλόγου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή, μέσα σε μέτρα όμως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρη. Αυτό είναι το νόημα, που σημαίνει κατάφαση.
Λοιπόν, και όσο δεν έχουμε αυτή την αγρυπνία και αφήνουμε και περνάει η μέρα και περνάει και αύριο και αύριο και έχεις καιρό και έχεις καιρό, κάποτε θα πάθουμε εκείνο που έπαθε ο Θαλής (αυτός το έπαθε συνειδητά βέβαια). Ο Θαλής, πολύ μεγάλος, τρομακτικό πνευματικό μέγεθος στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος. Του έλεγε λοιπόν η μάνα του, είχε αφιερωθεί εκεί στις έρευνες του, « Παντρέψου γιε μου». Της έλεγε έχω καιρό μάνα, ουκέτι καιρός, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να παντρευτώ».«Παντρέψου γιε μου και παντρέψου, παντρέψου». Οπότε μια μέρα του λέει «Παντρέψου γιε μου!» και εκείνος λέει εκείνο το περίφημο «Ούπω καιρός», δεν είναι πια καιρός. Αυτό είναι το νόημα, να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά μέσα σε μέτρα. Δεν είναι όλα κοιλιά και στομάχι και μήτρα, με την χλωρίδα της, του ευλογημένου θηλυκού…
Οι τρεις αιτίες που κίνησαν την ιστορία λέει κι ο Ουγκώ είναι το μυαλό, η καρδιά (λέγοντας “η καρδιά” εδώ είναι και τα συναισθήματα) και η κοιλιά, κυρίως η κοιλιά του θηλικού, με την έννοια όχι του φαγητού αλλά της γενετήσιας βουλιμίας.
Λοιπόν, όταν είμαστε άγρυπνοι και χαιρόμαστε σωστά τη μέρα μας, θα πει χαίρομαι, είμαι άγρυπνος και ξέρω ποια είναι η πραγματική μου κατάσταση και περνάω και δεν πάνε χαμένες οι μέρες μου, σιγά-σιγά καθώς πλησιάζω στο τέλος, με βρίσκει σύμμετρο…”