Τα ελληνοτουρκικά επί ξηρού ακμής (και κάποιοι γενικότεροι προβληματισμοί σε ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής)…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

image001

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Μου έχει δοθεί ευκαιρία σε παλαιότερα άρθρα μου, να τονίσω πως η περίφημη στρατηγική του «δεν διεκδικούμε τίποτα» έναντι των γειτόνων μας, όταν ΟΛΟΙ τους διεκδικούν, και μάλιστα με τόσο προκλητικά ανιστόρητο τρόπο, σχεδόν τα πάντα από εμάς, είναι μια στρατηγική που αποτελεί Ύβρη έναντι της Ιστορίας μας μα και εντελώς στερούμενη λογικής ακόμα και αν ληφθεί ως «σχήμα λόγου» (που δεν είναι πάντοτε), στα πλαίσια της χάραξης μιας κάποιας εθνικής στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής έναντι (πραγματικών και όχι λεκτικών) απειλών της εθνικής μας ανεξαρτησίας.

Το δεν «διεκδικούμε τίποτα», ως φράση αυτή καθ’ αυτή, αποτελεί Ύβρη έναντι της Ιστορίας μας. Αν θέλουμε να πούμε πως δεν επιδιώκουμε αλλαγή συνόρων, αυτό ναι, μπορεί να ειπωθεί όσο και αν τελικώς θα είμαστε ίσως οι τελευταίοι που θα έχουμε τον τελευταίο λόγο ακόμα και σ’ αυτό το ζήτημα. Στις μεγάλες ιστορικές καμπές του ελληνικού έθνους, τουλάχιστον από το 1821 και δώθε, δεν νομίζω πως ήταν η Ελλάδα που δρομολόγησε τέτοιες μείζονες ιστορικές για την ίδια και την περιοχή εξελίξεις (πλην της Επανάστασης του 1821) έστω και αν τελικώς ωφελήθηκε από αυτές. Ακόμα και στους βαλκανικούς πολέμους, τότε που η Ελλάδα διαμόρφωσε τα σημερινά της σύνορα, (σχεδόν, π.χ., τα Δωδεκάνησα άργησαν κοντά τέσσερις δεκαετίες να ενσωματωθούν), ακόμα και τότε, ήταν ουσιαστικά η Γιουγκοσλαβία η Βουλγαρία αλλά και το μικρό Μαυροβούνιο που είχαν ήδη δρομολογήσει τις εξελίξεις εναντίον της Τουρκίας με την Ελλάδα να προσχωρεί σύντομα -ευτυχώς- έστω και εκ των υστέρων, κι αυτό, χάρις στην βουλγαρική κυρίως υπεροψία που πίστευε ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν αξιόμαχος, ή τόσο αξιόμαχος, ώστε να απειλήσει τις βλέψεις της στη Μακεδονία. 

Όχι η Ελλάδα, μα οι ελληνικές κυβερνήσεις, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να διακηρύσσουν ότι η χώρα μας «δεν διεκδικεί τίποτα». Διεκδικεί την Ιστορία της. Διεκδικεί τις ιστορικές πολιτισμικές της καταβολές τουλάχιστον στο χώρο που κάποτε δεν υπήρχαν όλα εκείνα τα έθνη (πλην Αλβανών) που σήμερα αμφισβητούν (τουλάχιστον οι κυβερνήσεις τους αν και όχι πάντα χωρίς τη λαϊκή τους συναίνεση) την ακεραιότητά της. Τα έθνη που σήμερα συγκροτούν στα σύνορά μας τα κράτη της Βουλγαρίας, Τουρκίας και ασφαλώς τα κράτη που προήλθαν από τη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι ιστορικώς «πρόσφατοι» γείτονές μας, ασιατικής καταγωγής -σε αντίθεση με κάποιους ανιστόρητους που σχεδόν δίνουν ένα υποτιμητικό τόνο στη λέξη, να υπενθυμίσουμε πως η Ασία -και ασφαλώς όχι μόνο η Ασία- ουδόλως στερείται μεγάλων πολιτισμών και ανάλογης παράδοσης. Έθνη, τα οποία δεν έχουν κανένα λόγο να μην είναι υπερήφανα για την δική τους Ιστορία, που δεν έχουν κανένα λόγο να ευτελίζουν την εθνική τους Ιστορία με ανυπόστατα έως γελοία παραμύθια και δάνειες πολιτισμικές προσθήκες απλώς και μόνο για να στηρίξουν σημερινές εδαφικές διεκδικήσεις τους σε βάρος της Ελλάδας (αλλά και μεταξύ τους), αν και όχι μονάχα γι’ αυτό, διότι υπάρχει και το ζήτημα της ανάγκης διαμόρφωσης μιας εθνικής ταυτότητας «συμβατής» με πολιτισμικά πρότυπα που οι ίδιοι υιοθετούν και επιδιώκουν. 

Η Ελλάδα, οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να δηλώνει πως διεκδικεί στο ακέραιο της Εθνική της Ιστορία, στο σύνολό της. Σέβεται βεβαίως τα σύνορα όπως έχουν διαμορφωθεί, όμως, αυτό υπό την αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση ότι και οι άλλοι σέβονται τα δικά της. Διαφορετικά, όχι απλώς θα τα υπερασπίσει, αυτό δα δεν χρειάζεται κάν να επισημαίνεται ως κάτι πέραν του αυτονοήτου, μα και, εφόσον στα πλαίσια της επιθετικότητας των άλλων, δοθεί η ευκαιρία στην Ελλάδα να ανακτήσει χαμένες προαιώνιες εθνικές εστίες, σήμερα εντός των κρατικών συνόρων άλλων, θα το πράξει, εφόσον τα Κράτη αυτά είναι τα ίδια που αμφισβητούν τα σύνορά τους -ισχυριζόμενα πως θα έπρεπε να επεκταθούν ώστε να περιλάβουν -κατά την άποψή τους- αλύτρωτα εδάφη. Ένα μήνυμα που υπενθυμίζει έστω και μ’ αυτό τον τρόπο το πολύ γνωστό ότι, ενίοτε, όποιος πηγαίνει για μαλλιά στο τέλος βγαίνει κουρεμένος. Για να το θέσω αυτό το τελευταίο διαφορετικά, ακόμα και αν λεχθεί ως μια «διπλωματική» και μόνο «έκφραση», ως μια -πομπώδης έστω, αν και εγώ δεν τη θέτω έτσι- απάντηση, προς κάθε επίβουλο της εθνικής μας κυριαρχίας, ότι η Ιστορία «είναι με το μέρος μας», εν τούτοις, επειδή στην πολιτική τα λόγια παράγουν συχνά και έργα και αποτελέσματα, δεν θα παύει να αποτελεί και στοιχείο «ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής», μια τέτοια δήλωση, πως αν η Ελλάδα δέχεται ανιστόρητες επιθέσεις σε βάρος της κυριαρχίας της, εν τούτοις, δεν στερείται καθόλου θάρρους, ώστε «ευκαιρίας δοθείσης» να υπενθυμίσει και τα δικά της ιστορικά και γεωγραφικά όρια εντός των οποίων το ελληνικό έθνος αδιαλείπτως επί χιλιάδες χρόνια υπήρχε και που καθόλου δεν θα διστάσει, έναντι όχι πάντων μα έναντι κάθε επίβουλου γείτονα, εφόσον τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν για τον επιτιθέμενο, να διεκδικήσει η Ελλάδα τα ιστορικά της δικαιώματα στην έκταση και τον βαθμό που θα μπορεί. Αυτό ας λέγεται ακόμα και αν δεν βρίσκεται στις πραγματικές προθέσεις εκείνων που το λένε. Δεν θα χρειάζονταν να λέγεται αν δεν είχαμε συγκεκριμένες απειλές της εθνικές μας κυριαρχίας από συγκεκριμένους γείτονες. Καλύτερα να σε φοβούνται παρά να σε λυπούνται. Το πρώτο το αντιλαμβάνονται ακόμα και φύσει αδύναμοι σε σχέση με κάποιον ισχυρότερό τους, όταν διαπιστώνουν ότι ο τελευταίος «είναι για λύπηση» (διπλωματικώς, ας το πούμε «άβουλος» ή έστω «αναποτελεσματικός» σε ό,τι αφορά τη χάραξη πολιτικών -της εξωτερικής πολιτικής περιλαμβανομένης- και κυρίως την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους) παρά την αντικειμενική υπεροχή του έναντί τους. 

Τώρα το να πω, ότι συχνά μου δίνεται η εντύπωση, πως οι ελληνικές κυβερνήσεις δείχνουν έναν ανεξήγητο ενδοτισμό και υποχωρητικότητα, ακόμα και έναντι γειτόνων αντικειμενικά πολύ πιο αδύναμων σε σχέση μ’ εμάς, που όμως μας σηκώνουν μπόι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την πραγματική τους δύναμη, και αναφέρομαι ειδικότερα στην Αλβανία και τα Σκόπια, τα οποία συχνά, αν και όχι πάντα με τον επίσημο κρατικό μανδύα, εκδηλώνουν ανιστόρητες αλυτρωτικές διαθέσεις σε βάρος μας, και από την άλλη εμείς να υποδεικνύουμε ως «λύση» τέτοιων ζητημάτων την «ευρωπαϊκή τους προοπτική» (τουταυτό ισχύει και για την Τουρκία), θεωρώντας πως έτσι και τους «χώσουμε» κάτω από τους ιερούς μαστούς της γαλακτοτρόφου ιερής αγελάδας που λέγεται «Ευρώπη» τότε θα εξομαλυνθούν όλες οι μεταξύ μας εθνικές διαφορές, και τούτο διότι, σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα τα εθνικά κράτη (και άρα τα ίδια τα εθνικά σύνορα, και στο βάθος της επιχειρηματολογίας, η ίδια η αντίληψη του έθνους) αποτελούν θλιβερά κατάλοιπα παρωχημένων εποχών που δεν έχουν και εν πάση περιπτώσει δεν θάπρεπε να έχουν στην παρούσα φάση του Παγκόσμιου και Ευρωπαϊκού Γίγνεσθαι καμιά θέση, βεβαίως είναι μια πραγματικότητα και τούτη η αντίληψη, όμως είναι η πραγματικότητα των πολύ λίγων οπαδών της παγκοσμιοποίησης (με αναπάντεχο σύμμαχο έστω και με διαφορετική επιχειρηματολογία και τον αριστερό Διεθνισμό) και των παρεπόμενων πτυχών της (κυρίως η πολυπολιτισμικότητα) σε αντίθεση με τη πλειοψηφία των ίδιων των λαών (των ευρωπαϊκών συμπεριλαμβανομένων), των οποίων η ad hoc άποψή τους επί του ad hoc ζητήματος (της παγκοσμιοποίησης, ήτοι των αρχών της και της ιδεολογίας της), ουδέποτε ετέθη, διότι είναι γνωστή εκ των προτέρων η απάντηση, όσο και το ερώτημα «μαγειρευτεί» προκειμένου η όποια απάντηση να μπορεί να ερμηνευτεί στη λογική του «ηξεις αφήξεις ου εν πολέμω θνήξεις», όπως καλή ώρα, συνέβη με το πρόσφατο δικό μας δημοψήφισμα πριν λίγα χρόνια.

Ερχόμαστε τώρα και κλείνουμε με αυτό, στις τρέχουσες πολύ επικίνδυνες εξελίξεις με την Τουρκία. Γι’ ακόμα μια φορά, αφήσαμε πολύτιμο χρόνο, στρατηγικό χρόνο, χωρίς καμία προπαρασκευή, αναλώνοντάς τον, κυρίως, σε ρητορείες ως οι ανωτέρω («ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας, «δεν διεκδικούμε τίποτα», κ.λπ.), με την προσθήκη, την περί των «κοινών ευρωπαϊκών και ελληνικών συνόρων» (έναντι της Τουρκίας δηλαδή) ρητορεία. Μάλιστα αυτό το «δεν διεκδικούμε τίποτα», η Τουρκία θέλοντας να το «τεστάρει» πόσο πολύ αποτελεί βερμπαλισμό ή δήλωση που περιέχει απόφαση για απόδειξή της, και αφήνοντας παράμερα το κατά πόσο οι καθημερινές παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας μπορεί να αποτελεί απλά ένα παίγνιο καθημερινής ρουτίνας απλά για να συνηθίσουμε πως ενώ η Τουρκία μπορεί να μπαίνει στο σπίτι μας χωρίς άλλη επίπτωση πέραν του να την διώχνουμε, ενώ εμείς, αν τολμούσαμε να ανταποδώσουμε το ίδιο παιχνίδι μπαίνοντας στον τουρκικό εναέριο χώρο, νομίζω ότι κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει για τις συνέπειες, απόδειξη του πόσο διαφορετική αντίληψη έχει η Τουρκία για το ίδιο αυτό παιχνίδι και τους κανόνες του, και ασφαλώς όλο αυτό το παιχνίδι δεν γίνεται χάριν «παιδιάς», μα, πολύ φοβάμαι, θα έρθει η ώρα που κι αυτό, θα μετατραπεί σε ένα πραγματικό παιχνίδι «για μεγάλους», η Τουρκία λοιπόν, «τεστάροντας» το περιεχόμενο των λόγων, πόσο δηλαδή «βάρος» αποφασιστικότητας περιέχουν, εδώ και πολλά χρόνια, μεθοδικά αμφισβητεί εδάφη της ελληνικής επικράτειας (επί του παρόντος βραχονησίδες) επί των οποίων υπήρχε πάντα -χωρίς να αμφισβητείται- ελληνική κυριαρχία επ΄ αυτών, «γκριζάροντάς» τα, και καλώντας την Ελλάδα να μην τολμήσει να πατήσει το πόδι της (τουλάχιστον ως επίσημο Κράτος) επ’ αυτών. Τα Ίμια και μια σειρά άλλων βραχονησίδων, ήδη «γκριζαρίστηκαν» επισήμως από την Τουρκία. Ποια υπήρξε η δική μας, επίσημη αντίδραση, πέραν ασφαλώς των δηλώσεων περί της ελληνικότητας αυτών των εδαφών; Μπορεί η Ελλάδα, σήμερα, επισήμως ως Κράτος, να πάει και να υψώσει την Ελληνική Σημαία, σύμβολο εθνικής κυριαρχίας στα Ίμια ακόμα δε και σε κάποια άλλα που σχετικά πρόσφατα κι αυτά «γκριζοποιήθηκαν» επισήμως από την Τουρκία; Αν μπορεί και δεν το κάνει είναι φοβερό λάθος, για να το πω όσο πιο ήπια μπορώ. Αν δεν μπορεί, τότε, ας ετοιμαστούμε για τα χειρότερα. Αυτό που τούτη τη στιγμή ξετυλίγεται ως μια νέα πτυχή της πάγιας τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας, ανεξαρτήτως κυβερνήσεών της, είναι το ζήτημα της ΑΟΖ, ένα ζήτημα στο οποίο η Ελλάδα, γι’ ακόμα μια φορά, κωλυσιέργησε να το πράξει σε βαθμό ώστε πλέον, γι’ ακόμα μια φορά, κατά το συνήθειό της, να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, χωρίς ποτέ να έχει κατορθώσει να κάνει την Τουρκία να τρέχει αυτή πίσω από εξελίξεις που εμείς έχουμε δρομολογήσει. Και το ερώτημα είναι πολύ απλό (και για τα δεδομένα της τουρκικής αυθαιρεσίας και προκλητικότητας πολύ ρεαλιστικό) : τι θα γίνει αν η Τουρκία επιχειρήσει έργω την αμφισβήτηση όχι μονάχα της ελληνικής ΑΟΖ μα και αυτής της υφαλοκρηπίδας (ήδη τούτη τη στιγμή το παιχνίδι παίζεται στο Καστελόριζο). Και όταν λέω το τι θα πράξει η Ελλάδα, εννοώ η Ελλάδα και όχι οι «σύμμαχοί» μας, οι «εταίροι» μας (αυτοί επί του παρόντος σκέφτονται πόσο καλά τους πήγε η λεηλασία της χώρας μας υπό τον μανδύα της «διάσωσής» μας μέσω των Μνημονίων, συνεπώς, όχι «δείγμα» μα απόδειξη του τι σημαίνει «αλληλεγγύη» το γευτήκαμε ήδη), ή, πολύ περισσότερο ο ΟΗΕ (αυτός ο ίδιος ΟΗΕ που από τη μια καταδικάζει την «τουρκική εισβολή και κατοχή», ή μάλλον, είχε καταδικάσει, και από την άλλη, ήδη λίγες δεκαετίες αργότερα, ήρθε προτείνοντας «λύση» στο κυπριακό ζήτημα, που απλά νομιμοποιούσε αυτή την τουρκική εισβολή και κατοχή, ευτυχώς δε που ο κυπριακός λαός, κλείνοντας τα αυτιά τους στην συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών κέντρων αποφάσεων και δυστυχώς και της πλειοψηφίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος απέρριψε). Η Τουρκία, σε αντίθεση φοβούμαι με εμάς, ακριβώς διότι είναι πιο ρεαλίστρια, γνωρίζει πολύ καλά τι ακριβώς είναι το περιβόητο «Διεθνές Δίκαιο» και με ποιους όρους παίζεται, όχι απλά δεν φοβάται την διεθνοποίηση των αυθαιρεσιών της, μα γνωρίζει πολύ καλά, πως μόλις περάσει το πρώτο κύμα των διεθνών αντιδράσεων σε ενδεχόμενη εξόφθαλμη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, π.χ., παραβιάζοντας την εθνική μας κυριαρχία είτε σε ζητήματα υφαλοκρηπίδας είτε σε ζητήματα ΑΟΖ, όσο και αν είναι πιεστικές, στο τέλος, αναμένει, πως όλα θα εξελιχθούν όπως και στο κυπριακό : γύρω από ένα τραπέζι, οι ενδιαφερόμενοι να τα βρούνε. Αυτό το «τραπέζι»  επιδιώκει η Άγκυρα, και το ζήτημα για μας είναι πάση θυσία και με οποιοδήποτε κόστος να μην τους το προσφέρουμε. Και τούτο διότι, αν τούτο το «τραπέζι» προσφερθεί, όποιος νομίζει πως θα κορεστεί η πειρατική βουλημία της Τουρκίας, πλανάται πλάνην οικτρά. Η Τουρκία δεν συμψηφίζει τις μείζονες βλέψεις της έναντι της Ελλάδας. Και αναφέρομαι στο ζήτημα της Θράκης -και όχι μόνο. Πάντως, ένα είναι βέβαιο : στο τραπέζι, δεν θα μετέχουν με την ίδια με μας αγωνία οι «εταίροι» μας στην Ευρώπη. Διότι, πέραν των όσων λέγονται εδώ από κάποιους, η Ευρώπη δεν έχει κανένα «ευρωπαϊκό» σύνορο διότι ευρωπαϊκό Κράτος, δεν υπάρχει : τα σύνορα της Ευρώπης είναι σύνορα αγορών, είναι οικονομικά σύνορα, και ουδεμία στρατιωτική μονάδα από επιχειρηματίες ή τεχνοκράτες των χρηματιστηρίων και τραπεζών δεν πρόκειται να συγκροτηθεί για να προστρέξει σε ενίσχυση των «ευρωπαϊκών συνόρων». Αυτοί ως πολύ πρακτικοί άνθρωποι, τα σύνορα τα λύνουν με πολύ διαφορετικό τρόπο (όχι δηλαδή πως αν χρειαστούν και κάποιον πόλεμο σε καμιά γωνιά της γης, δεν έχουν τον τρόπο να τον προκαλέσουν). Θα βάλουν κάτω τα λογιστικά κατάστιχα, θα δουν πόσο καλά ή χάλια του ενός ή του άλλου, θα μετρήσουν αγορές για να δουν πού συμφέρουν καλύτερα οι μπίζνες, θα πλησιάσουν ανθρώπους να δουν με ποιους μπορούν να συνεννοηθούν καλύτερα, θα τα βάλουν κάτω και αφού αποφασίσουν, θα στείλουν την απόφασή τους σ’ εκείνους τους πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνωρίζουν τέτοιες πολύ πρακτικές αποφάσεις αλλά καθόλου δημοφιλείς, πώς θα τις «ντύσουν» κατάλληλα με τα ανάλογα πολιτικά και ιδεολογικά περιβλήματα, πώς θα επιστρατεύσουν όλους εκείνους τους πρόθυμους (αν δεν είναι θα επιχειρήσουν να ενεργοποιήσουν με κάθε πρόσφορο μέσο την προθυμία τους) που θα βγούν στις ρούγες του κόσμου και θα επισείουν τον Αρμαγεδώνα πάνω στα κεφάλια όσων τους ακούνε αν δεν συναινέσουν στους «μονοδρόμους» που θα τους παρουσιάζουν, και πόσο τελικώς η πιθανή τους άρνηση θα είναι και εναντίον των ίδιων των συμφερόντων τους μα και των εθνικών τους συμφερόντων (μέχρι στιγμής, είναι σαν να αναβιώνω την εποχή των συζητήσεων του Σχεδίου Κόφι Ανάν για το κυπριακό), και ίσως-ίσως και καμία εθνοπροδοτική μομφή εναντίον των διαφωνούντων να χρειαστεί κι αυτή να επιστρατευτεί ρίχνοντας ό,τι την αφορά σε άλλους.

Κλείνοντας : η Ελλάδα, οφείλει να ετοιμάζεται για τα χειρότερα, τα οποία μακάρι να μην έρθουν. Δυστυχώς, έχουμε μια γείτονα, την Τουρκία, η οποία θάλεγε κανείς, ιστορικά διακατέχεται από κάποιο νομαδικό ακόμα σύνδρομο. Δεν έχει αντιληφθεί πως η μακρά της ιστορική πορεία από τα βάθη της Ασίας ίσαμε εδώ, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί εδώ και κάποιους αιώνες και πως οφείλει πλέον να συνηθίσει να ζει σταθερά στον τόπο που έτσι κι αλλιώς, κι αυτόν κατακτημένο τον έχει, όχι πριν πολλές χιλιάδες χρόνια, μα μόλις λίγους αιώνες πριν. Όμως πολύ φοβάμαι, ότι η Τουρκία, εξακολουθεί να μην έχει ακόμα «ησυχάσει», εξακολουθεί να δρα ακόμα ως νομάς : όπου θεωρεί ότι μπορεί να κατευθυνθεί έστω και κατακτώντας στρατιωτικά, το επιδιώκει. Το είχε δείξει στη Κύπρο και πολύ πρόσφατα στη Συρία. Η Ελλάδα οφείλει να είναι έτοιμη κυρίως από άποψη εθνικού φρονήματος (εθνικού, όχι ευρωπαϊκού, διότι κανείς Ευρωπαίος πλην Ελλήνων δεν θα προσφέρει αν χρειαστεί το αίμα του για την Πατρίδα) και κυρίως, να δείξει ότι είναι τόσο ισχυρή, ώστε μπορεί να ελπίζει μεν σε συμμαχίες όμως, στηρίζεται πρωτίστως στις δικές της δυνάμεις. Όπως και στην τελευταία μεγάλη οικονομική μας Κρίση…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ