Ό, τι κι αν συμβεί στο εγγύς μέλλον στη Μέση Ανατολή, δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο status quo που επικράτησε μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, πριν από τις παρεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή που έθεσαν τους Κούρδους σε μια εντελώς νέα πορεία.
«Πολεμάμε εδώ και πολύ καιρό στην Συρία», είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τις τελευταίες ημέρες του 2018. «Τώρα είναι καιρός τα στρατεύματά μας να επιστρέψουν στην πατρίδα». Η ξαφνική έκκληση του προέδρου για μια ταχεία απόσυρση [1] των σχεδόν 2.000 Αμερικανών στρατιωτικών που σταθμεύουν στην Συρία προσέλκυσαν ευρεία κριτική από μέλη του οικοδομήματος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αποτέλεσε όμως ακόμη πιο έντονο σοκ για τον βασικό συνεργάτη των Ηνωμένων Πολιτειών στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS), τους Κούρδους της Συρίας. Για εβδομάδες πριν από την ανακοίνωση, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν [2] απειλούσε να εισβάλει σε περιοχές της βόρειας Συρίας που ελέγχονταν από Κούρδους μαχητές. Το μόνο που τον σταμάτησε ήταν η παρουσία στρατευμάτων των ΗΠΑ. Η απουσία τους θα αφήσει τους Κούρδους εκτεθειμένους. «Αν οι Αμερικανοί εγκαταλείψουν», προειδοποίησε ένας Σύρος Κούρδος, «θα τους αναθεματίσουμε ως προδότες».
Οι λεπτομέρειες σχετικά με την απόσυρση των ΗΠΑ από την Συρία παραμένουν σκιαγραφικές. Ό, τι και να αποφασίσει τελικά η Ουάσινγκτον, η ανακοίνωση του Trump σηματοδότησε μια σκληρή στροφή για τους Κούρδους στη Μέση Ανατολή. Στα μέσα του 2017, οι Κούρδοι απολάμβαναν μια αναγέννηση. Οι Σύροι Κούρδοι, σε συνδυασμό με τη μοναδική υπερδύναμη του κόσμου, είχαν διαδραματίσει τον κεντρικό ρόλο στην κατανίκηση του ISIS στο πεδίο της μάχης και είχαν καταλάβει την πρωτεύουσα της οργάνωσης, Raqqa. Οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), μια συριακή κουρδική πολιτοφυλακή, έλεγχε μεγάλες περιοχές της συριακής επικράτειας και φαινόταν να έχει γίνει σημαντικός παράγοντας στις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου της χώρας. Οι Τούρκοι Κούρδοι, αν και πολιορκούμενοι εγχωρίως, απολάμβαναν την λάμψη των επιτευγμάτων των Σύρων ομολόγων τους, με τους οποίους είναι πολύ ευθυγραμμισμένοι. Και στο Ιράκ, το όργανο που κυβερνά την κουρδική περιοχή της χώρας -η Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν ή KRG- ήταν στην κορύφωση της ισχύος της, προετοιμάζοντας ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τον Σεπτέμβριο του 2017.
Μέχρι τα τέλη του 2018, πολλά από τα όνειρα των Κούρδων φάνηκαν να είναι υπό κατάρρευση [3]. Αφότου η συντριπτική πλειοψηφία των Ιρακινών Κούρδων ψήφισαν για ανεξαρτησία στο δημοψήφισμα της KRG, η ιρακινή κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από το Ιράν και την Τουρκία, εισέβαλε στο Ιρακινό Κουρδιστάν και κατέκτησε περίπου το 40% της επικράτειάς του. Σε μια νύχτα, η KRG έχασε όχι μόνο το ήμισυ των εδαφών της αλλά και μεγάλο μέρος της διεθνούς επιρροής της. Οι Τούρκοι Κούρδοι, παρά το γεγονός ότι κέρδισαν έδρες στο [τουρκικό] κοινοβούλιο στις εκλογές του Ιουνίου του 2018, υπέστησαν αδιάκοπες επιθέσεις από τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, συμπεριλαμβανομένης μιας ανανεωμένης στρατιωτικής εκστρατείας εναντίον του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), της αριστερής αυτονομιστικής ομάδας. Στην Συρία, η Τουρκία εισέβαλε στην ελεγχόμενη από τους Κούρδους πόλη Αφρίν τον Μάρτιο του 2018, εκτοπίζοντας τις YPG και περίπου 200.000 ντόπιους Κούρδους. Στην συνέχεια, τον Δεκέμβριο, οι Σύροι Κούρδοι πληροφορήθηκαν ότι οι Αμερικανοί προστάτες τους θα μπορούσαν σύντομα να τους εγκαταλείψουν εντελώς.
Αυτά τα εμπόδια, όμως, κρύβουν μια μεγαλύτερη τάση -η οποία θα διαμορφώσει τη Μέση Ανατολή τα επόμενα χρόνια. Σε ολόκληρη την περιοχή, οι Κούρδοι αποκτούν αυτοπεποίθηση, πιέζοντας για μακρόπνοα δικαιώματα και, το σημαντικότερο, συνεργαζόμενοι μεταξύ τους διαμέσω εθνικών συνόρων και σε όλη την διασπορά. Σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε οποιοδήποτε προηγούμενο σημείο της ιστορίας, οι Κούρδοι στις τέσσερις παραδοσιακά ξεχωριστές περιοχές του Κουρδιστάν -στο Ιράν, το Ιράκ, την Συρία και την Τουρκία- ξεκινούν την πορεία να γίνουν ένα ενιαίο κουρδικό έθνος. Σημαντικά εμπόδια στην ενότητα παραμένουν, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών διαιρέσεων και της παρουσίας τουλάχιστον δύο ισχυρών κρατών, του Ιράν και της Τουρκίας, που έχουν πρωταρχικό ενδιαφέρον να αποφευχθεί οποιαδήποτε μορφή παν-κουρδισμού. Ωστόσο, τα πρόσφατα γεγονότα έχουν προκαλέσει μια διαδικασία δημιουργίας κουρδικού έθνους, η οποία μακροπρόθεσμα θα αποδειχθεί δύσκολο να ανασχεθεί. Ακόμη και αν δεν υπήρξε ποτέ ένα ενιαίο, ενωμένο, ανεξάρτητο Κουρδιστάν, η κουρδική εθνική αφύπνιση ξεκίνησε. Τα κράτη της Μέσης Ανατολής μπορεί να φοβούνται την αφύπνιση των Κούρδων, αλλά είναι πέρα από τις δυνάμεις τους το να την σταματήσουν.
Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΙΤΙΑ
Περίπου 30 εκατομμύρια Κούρδοι ζουν σήμερα στο Μεγάλο Κουρδιστάν, μια συνεχόμενη περιοχή που εκτείνεται σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Τουρκία, το βορειοδυτικό Ιράν, το βόρειο Ιράκ και την βορειοανατολική Συρία. Οι κουρδικές φυλές αλληλεπιδρούν με τις αραβικές, περσικές και τουρκικές αυτοκρατορίες κατά την διάρκεια των αιώνων, μερικές φορές συνεργαζόμενες μαζί τους και μερικές φορές επαναστατώντας εναντίον τους. Ο σύγχρονος κουρδικός εθνικισμός έχει τις ρίζες του στην διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και των ηττημένων Οθωμανών το 1920, καλούσε για δημοψήφισμα ανεξαρτησίας στις κουρδικές περιοχές της σύγχρονης Τουρκίας. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Τουρκίας, η νέα τουρκική κυβέρνηση επαναδιαπραγματεύτηκε με τους Συμμάχους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία εξασφάλισε την τουρκική κυριαρχία ως προς το τι θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν.
Ωστόσο, τα κουρδικά αιτήματα για ανεξαρτησία δεν εξαφανίστηκαν. Κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα, οι κουρδικές εξεγέρσεις, συχνά υποστηριζόμενες από αντίπαλα κράτη, ξέσπασαν σχεδόν σε κάθε χώρα που είχε σημαντικό κουρδικό πληθυσμό. Η Τουρκία συνέτριψε τις κουρδικές εξεγέρσεις το 1925, το 1930 και το 1937. Στην συνέχεια, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το PKK ξεκίνησε μια ένοπλη εξέγερση στην Τουρκία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Στο Ιράν το 1946, οι υποστηριζόμενοι από την Σοβιετική Ένωση Κούρδοι ίδρυσαν την πρώτη αυθεντική κουρδική κυβέρνηση, την ανεξάρτητη Δημοκρατία του Μαχαμπάντ, η οποία διήρκεσε ένα χρόνο πριν καταρρεύσει, αφού η Μόσχα απέσυρε την υποστήριξή της. Οι Ιρακινοί Κούρδοι επίσης επαναστάτησαν συχνά κατά της κεντρικής κυβέρνησής τους. Υποστηριζόμενοι από τον σάχη του Ιράν, πολέμησαν δύο μάχες κατά της Βαγδάτης κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του 1970, μόνο για να νικηθούν το 1975, αφότου ο σάχης συνήψε μια συμφωνία με τον Ιρακινό αυταρχικό Σαντάμ Χουσεΐν, εγκαταλείποντας τους Κούρδους στη μοίρα τους.
Αυτή η αναταραχή σήμαινε ότι για κάθε ένα από τα τέσσερα κράτη με μεγάλη κουρδική μειονότητα, η καταστολή του κουρδικού εθνικισμού υπήρξε πρωταρχικός πολιτικός στόχος. Το νέο τουρκικό κράτος υπό τον πρόεδρο Κεμάλ Ατατούρκ απαγόρευσε την χρήση της κουρδικής γλώσσας το 1924 και με την πάροδο του χρόνου εισήγαγε δρακόντεια κυριαρχία στις κουρδικές περιοχές, καίγοντας χωριά, εκτοπίζοντας ανθρώπους και κατάσχοντας τις περιουσίες τους. (Παρά το γεγονός ότι η αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ήταν πάντα βέβαιες ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση θέτουν οι Κούρδοι, η έκθεση της CIA του 1971 παραδέχτηκε ότι οι τουρκικές πολιτικές, ειδικά εκείνες που εμποδίζουν την χρήση της κουρδικής γλώσσας, αποτελούσαν την ρίζα της κουρδικής αναταραχής). Το Ιράν, ομοίως, απαγόρευσε κουρδικές διαλέκτους την δεκαετία του 1930. Στην Συρία, η κεντρική κυβέρνηση όχι μόνο απαγόρευσε την διδασκαλία και εκμάθηση κουρδικών, αλλά επίσης έβαλε περιορισμούς στην κουρδική ιδιοκτησία γης. Και ξεκινώντας την δεκαετία του 1960, η Δαμασκός ανακάλεσε την ιθαγένεια δεκάδων χιλιάδων Σύρων Κούρδων, καθιστώντας τους ανιθαγενείς. Σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, οι κουρδικές περιοχές παραμελήθηκαν οικονομικά και περιθωριοποιήθηκαν.
Απέναντι σε αυτήν την καταστολή, οι Κούρδοι κατάφεραν να διατηρήσουν και ακόμη και να ενισχύσουν την ταυτότητά τους σε ολόκληρες γενιές. Όπως έχει παρατηρήσει ο Κούρδος μελετητής Hamit Bozarslan, οι Κούρδοι αντιμετωπίζονται ως μειονότητα από τις κυβερνήσεις του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και της Τουρκίας, αλλά δεν θεωρούν τον εαυτό τους ως τέτοια. Είναι μια πλειοψηφία στην πατρίδα τους, το Κουρδιστάν, το οποίο μόνο μέσω ενός ατυχήματος γεωπολιτικής ιστορίας έχει γίνει προσάρτημα από άλλα κράτη. Και είναι το σύγχρονο κρατικό σύστημα της Μέσης Ανατολής που, ιστορικά, αποτέλεσε το κύριο εμπόδιο στις κουρδικές εθνικές φιλοδοξίες. Μια προφητική έκθεση πληροφοριών της CIA το 1960 ισχυρίστηκε ότι οι Κούρδοι του Ιράν και του Ιράκ είχαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για αυτονομία -στρατιωτική ισχύ, ηγεσία και δυνατότητα υλικής υποστήριξης από μια εξωτερική δύναμη, την Σοβιετική Ένωση. «Μόνο η σχετική σταθερότητα των μητρικών κυβερνήσεων», ανέφερε η έκθεση, «εμποδίζει την ενεργή κουρδική αυτονόμηση».
ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ, ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ
Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, η μόνη δυνατή οδός προς την κουρδική αυτονομία (ή ανεξαρτησία, επίσης) διέρχεται από μια αποτυχία κράτους. Και στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς συνέβη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Εάν οι Κούρδοι σήμερα έχουν μια αίσθηση ελπίδας στο Ιράκ και την Συρία, οφείλεται στην κατάρρευση της εξουσίας στην Βαγδάτη και στην Δαμασκό. Ειδικότερα, οι ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών -η στήριξη των Κούρδων μετά τον Πόλεμο του Περσικού Κόλπου, η ανατροπή του Σαντάμ το 2003 και η επακόλουθη κατοχή του Ιράκ, καθώς και οι πιο πρόσφατες προσπάθειές τους για την καταπολέμηση του ISIS στην Συρία- δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αναβίωση των κουρδικών πολιτικών προσδοκιών. Η Ουάσινγκτον, ακούσια και στην υπηρεσία των δικών της στρατηγικών αναγκών, έχει εκμαιεύσει τον κουρδικό εθνικισμό.
Η αμερικανική στρατιωτική και πολιτική εμπλοκή με τους Κούρδους ξεκίνησε στα σοβαρά με τον πόλεμο του Κόλπου του 1990-91. Αφότου ο ιρακινός στρατός εκδιώχθηκε από το Κουβέιτ, έστρεψε τα όπλα του στους Κούρδους και τους Σιίτες που είχαν ανταποκριθεί στην έκκληση του προέδρου των ΗΠΑ, George H. W. Bush, να εξεγερθούν εναντίον της Βαγδάτης.
Αντιμέτωπες με την πιθανότητα μιας ανθρωπιστικής κρίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την υποστήριξη της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, ανακήρυξαν μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στις κουρδικές περιοχές του βορείου Ιράκ. Προστατευμένοι από την ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, οι Ιρακινοί Κούρδοι μπόρεσαν να χαράξουν [πορεία για] περιφερειακή αυτονομία, ιδρύοντας την KRG το 1992. Το ιρακινό Κουρδιστάν έγινε προπύργιο του φιλοαμερικανικού κλίματος στην χώρα, ιδιαίτερα μετά την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών το 2003, παροτρύνοντας για περαιτέρω συνεργασία ΗΠΑ-Κούρδων Οι κουρδικές δυνάμεις συμμάχησαν με τα στρατεύματα των ΗΠΑ στον αρχικό πόλεμο εναντίον του Σαντάμ και τα επόμενα χρόνια το ιρακινό Κουρδιστάν παρείχε μια άγκυρα σταθερότητας καθώς η υπόλοιπη χώρα διολίσθαινε σε εμφύλιο πόλεμο.
Η ίδρυση της KRG παρείχε μια σημαντική ψυχολογική ώθηση στους Κούρδους, όχι μόνο στο Ιράκ αλλά και στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή. Έδειξε ότι οι Κούρδοι θα μπορούσαν να αυτοκυβερνηθούν και να εξασφαλίσουν διεθνή αναγνώριση. Άρχισε επίσης την αναμόρφωση των κουρδικών σχέσεων με άλλα κράτη. Παρόλο που η Τουρκία έχει παραδοσιακά απορρίψει τα κουρδικά αιτήματα για αυτονομία, η τουρκική κυβέρνηση υπό τον Ερντογάν επέλεξε να μην αντιταχθεί στην KRG αλλά να οικοδομήσει πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με αυτήν. Οι περίκλειστοι Ιρακινοί Κούρδοι χρειάζονταν ένα κανάλι διπλωματίας και εμπορίου -ειδικά εξαγωγές πετρελαίου- και η Άγκυρα ήταν στην ευχάριστη θέση να παράσχει ένα τέτοιο. Το 2010, η Τουρκία άνοιξε ένα προξενείο στην πρωτεύουσα της KRG, Erbil. Στην συνέχεια, το 2012, η KRG και η Τουρκία υπέγραψαν συμφωνία για την κατασκευή πετρελαιαγωγού από το ιρακινό Κουρδιστάν στη Μεσόγειο. Μέχρι το 2018, περίπου 400.000 βαρέλια πετρελαίου της KRG φθάνουν καθημερινά στο τουρκικό λιμάνι Ceyhan. Η Άγκυρα έχει παράσχει μια οικονομική γραμμή ζωής στην KRG, παρέχοντάς της χώρο για να εδραιωθεί στο Ιράκ. Για κάποιο διάστημα, ο Ερντογάν κέρδισε και εγχώρια, καθώς οι Τούρκοι Κούρδοι κοντά στον πρόεδρο της KRG, Μασούντ Μπαρζανί, άρχισαν να ψηφίζουν υπέρ του κόμματος του Ερντογάν στις τουρκικές εκλογές. Βέβαιος για τις κουρδικές καλές προθέσεις έναντί του, το 2009, ο Ερντογάν ξεκίνησε μια εσωτερική ειρηνευτική διαδικασία με το PKK.
Ωστόσο, σύντομα, μια άλλη ενέργεια των ΗΠΑ επρόκειτο να αλλάξει ακούσια την θέση των Κούρδων στη Μέση Ανατολή. Το 2014, η κυβέρνηση Ομπάμα ξεκίνησε μια βομβιστική εκστρατεία για να αποτρέψει την πτώση του Κομπάνι, μιας συριακής κουρδικής πόλης στα τουρκικά σύνορα, στο ISIS. Την εποχή εκείνη, το ISIS είχε σαρώσει το βόρειο Ιράκ και την Συρία [5], καταλαμβάνοντας μεγάλες εκτάσεις εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ, της Μοσούλης. Η απόφαση της Ουάσινγκτον να προστατεύσει το Κομπάνι προκάλεσε φρενήρεις αντιρρήσεις από τον Ερντογάν, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστήριζαν άμεσα τις YPG, οι οποίες είχαν στενούς δεσμούς με το PKK στην Τουρκία. Η συνεργασία των ΗΠΑ με τις YPG ήταν μια επιτυχία στο πεδίο της μάχης και η τελική νίκη των Κούρδων στο Kobani έγινε μια καμπή στην πάλη εναντίον του ISIS. Αλλά αυτή η μεγάλη επιτυχία άρχισε να χτυπάει καμπάνες συναγερμού στην Άγκυρα.
Για τον Ερντογάν, μια συμμαχία ΗΠΑ-YPG αντιπροσώπευε ένα στοιχείο που άλλαζε το παιχνίδι στην περιοχή. Αυτό που ο Τούρκος πρόεδρος φοβόταν περισσότερο ήταν η εμφάνιση μιας δεύτερης KRG, αυτή την φορά στην Συρία. Εξάλλου, η ίδια η KRG ήταν αποτέλεσμα μιας παρέμβασης των ΗΠΑ που οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και στην καταστροφή της κεντρικής εξουσίας στην Βαγδάτη, με αποκορύφωμα την δημιουργία ενός ομοσπονδιακού συστήματος στο Ιράκ, με την KRG ως συστατικό στοιχείο. Με την Συρία ήδη απορροφημένη στον εμφύλιο πόλεμο, η Άγκυρα πίστευε ότι η Ουάσιγκτον ήταν στα πρόθυρα να επαναλάβει αυτό που είχε κάνει στο Ιράκ, δηλαδή να μετατρέψει την Συρία σε ομοσπονδιακό κράτος στο οποίο οι Κούρδοι θα αποκτήσουν το δικαίωμα να αυτοκυβερνώνται. Ο Ερντογάν δεν μπορούσε να συναινέσει σε ομοσπονδιακές ρυθμίσεις σε δύο γειτονικές χώρες, πολύ δε λιγότερο σε μια συρο-κουρδική ομοσπονδία που να συνδέεται στενά με το ΡΚΚ. Το 2014, ο Ερντογάν εγκατέλειψε τις διαπραγματεύσεις του με το ΡΚΚ και άρχισε μια πολιτική άμεσης σύγκρουσης με τους Κούρδους της Τουρκίας και της Συρίας. Επιδίωξε να απονομιμοποιήσει όλη την κουρδική πολιτική δραστηριότητα, συνδέοντάς την με το ΡΚΚ, συλλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Κούρδων ακτιβιστών και πολιτικών.
Αλλά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διατάραξαν ακούσια τις κουρδικές-τουρκικές σχέσεις, η πολιτική των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην Συρία, ως σύνολο, έχει προσδώσει στους Κούρδους έναν πρωτοφανή βαθμό διεθνούς νομιμοποίησης. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες επέκτειναν την διπλωματική αναγνώριση στην KRG, καθώς της παρέχουν επίσης οικονομική και άλλων μορφών υποστήριξη. Και οι Σύροι Κούρδοι, που προηγουμένως αγνοήθηκαν από τον έξω κόσμο, κατάφεραν να ενισχύσουν το παγκόσμιο προφίλ τους χάρη στον ρόλο τους στην καταπολέμηση του ISIS. Αυτή η αναγνώριση δεν προέρχεται μόνο από τις Δυτικές δυνάμεις. Σε ένα σχέδιο πρότασης για νέο σύνταγμα της Συρίας, που υποβλήθηκε το 2017 μέσω της ειρηνευτικής διαδικασίας της Αστάνα, η Ρωσία πρότεινε δύο σημαντικές παραχωρήσεις στους Κούρδους: Την απομάκρυνση της λέξης «Αραβική» από την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας και την δημιουργία μιας «πολιτισμικά αυτόνομης» περιοχής στην βορειοανατολική χώρα, όπου τα παιδιά θα εκπαιδεύονταν τόσο στα αραβικά όσο και στα κουρδικά. Αυτές οι παραχωρήσεις απορρίφθηκαν από την Δαμασκό και δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα δοθούν ποτέ. Ωστόσο, η συμπερίληψή τους στην ρωσική πρόταση κατέδειξε ότι, παρά την επισφαλή θέση των Σύρων Κούρδων [6], οι εξωτερικές δυνάμεις αρχίζουν να τους αναγνωρίζουν ως αυτόνομη δύναμη που πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Η ΚΟΥΡΔΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Οι Κούρδοι κινητοποιήθηκαν σε όλο τον εικοστό αιώνα για να κερδίσουν πολιτιστική αυτονομία και κάποιο βαθμό αυτοδιοίκησης από τις κεντρικές κυβερνήσεις. Για σχεδόν 100 χρόνια, οι εξεγέρσεις και η αντίσταση αποτέλεσαν το σκηνικό της συνηθισμένης κουρδικής ζωής. Τώρα, αυτό αλλάζει, καθώς οι Κούρδοι έχουν αποκτήσει κυβερνητική εμπειρία -όχι μόνο στην KRG αλλά και σε πολλούς δήμους της Συρίας και της Τουρκίας. Αυτό, με την σειρά του, έχει προκαλέσει τον συνασπισμό της κουρδικής ταυτότητας πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Μέχρι στιγμής, η εμπειρία των Κούρδων στην εξουσία ήταν γεμάτη με προβλήματα. Η KRG, για παράδειγμα, βρίσκεται στην πορεία για να γίνει ένα πετρο-κράτος, εξαρτώμενο από τις πωλήσεις πετρελαίου και γεμάτο από διαφθορά, πατρωνία και υπερμεγέθη ισχυ των δύο ηγετικών πολιτικών οικογενειών της, των Barzani και των Talabani. Η πολιτική πτέρυγα του YPG, του κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης, κατάφερε να παρέχει αποτελεσματικά υπηρεσίες στις περιοχές της Συρίας που ελέγχει, αλλά έχει επίσης κατασκευάσει ένα μονοκομματικό πρωτο-κράτος. Και στην Τουρκία, παρόλο που εκπρόσωποι του αριστερού, Κουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) κέρδισαν 102 δήμους στις τοπικές εκλογές του Μαρτίου 2014, ο Ερντογάν έκτοτε έχει απομακρύνει 94 από αυτούς. Είχε υποσχεθεί να ενεργήσει ομοίως μετά τον επόμενο γύρο των δημοτικών εκλογών του Μαρτίου. Η μελλοντική επιτυχία του HDP μπορεί ακόμη και να παρακινήσει τον Ερντογάν να κλείσει το κόμμα μέσω του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έκαναν οι στρατηγοί της Τουρκίας στους προκατόχους του HDP.
Αλλά ακόμα κι αν η κουρδική αυτοδιοίκηση δεν ήταν μια αμιγής επιτυχία, υπήρξε ένα όφελος για την κουρδική κουλτούρα και την γλώσσα σε ολόκληρη την περιοχή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο ιρακινό Κουρδιστάν, το οποίο διαθέτει τους δικούς του θεσμούς σε κουρδική γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων των σχολείων και των οργανώσεων των μέσων ενημέρωσης. Παρά τις προκλήσεις όπως η ύπαρξη δύο ξεχωριστών κουρδικών διαλέκτων, οι οποίες αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό στις πολιτικές διαιρέσεις της KRG –η Kurmanji μιλιέται σε περιοχές που κυριαρχείται από το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, ενώ η Sorani μιλιέται σε εκείνες που διευθύνει η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν- η KRG καθιέρωσε ένα πλούσιο κουρδικό πολιτιστικό περιβάλλον στο έδαφος που ελέγχει. Υπάρχουν τώρα εκατοντάδες κουρδικά τηλεοπτικά κανάλια, ιστότοποι, πρακτορεία ειδήσεων και άλλα πολιτιστικά προϊόντα, όπως μυθιστορήματα και ταινίες. Και στην Συρία, όπου για δεκαετίες η Δαμασκός απαγόρευε ακόμη και την ιδιωτική εκπαίδευση στα κουρδικά, το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης εισήγαγε επίσημα την εκμάθηση των κουρδικών στην περιοχή υπό τον έλεγχό του. Μετά από σχεδόν έναν αιώνα προσπαθειών να αποτρέψουν την διάδοση της κουρδικής γλώσσας και του πολιτισμού, οι κεντρικές κυβερνήσεις έχουν τώρα χάσει αποφασιστικά αυτήν τη μάχη.
Η αναγέννηση της κουρδικής γλώσσας στο Ιράκ με την σειρά της ώθησε την ανανέωση της κουρδικής αυτογνωσίας σε διακρατικές κοινότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της διασποράς. Η κουρδική διασπορά είναι ιδιαίτερα ισχυρή στην Ευρώπη, στην οποία πάνω από ένα εκατομμύριο Κούρδοι έχουν μεταναστεύσει τις τελευταίες έξι δεκαετίες -αρχικά ως φιλοξενούμενοι εργάτες και στην συνέχεια ως πρόσφυγες που δραπέτευαν από την καταπίεση. Ελεύθεροι να οργανωθούν και να συνεργαστούν με άλλες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, οι Κούρδοι της Ευρώπης έχουν ευαισθητοποιήσει το κοινό για τα κουρδικά θέματα και έχουν ασκήσει πιέσεις στις εθνικές κυβερνήσεις στην Γερμανία, την Γαλλία και την Ολλανδία -καθώς και στην ΕΕ ως σύνολο- ώστε να μεταβάλλουν τις πολιτικές τους έναντι του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και της Τουρκίας. Σε αυτό, έχουν βοηθηθεί από την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης [που λειτουργούν] σε κουρδική γλώσσα.
Η άνθηση των Κούρδων έχει επεκταθεί ακόμη και στο Ιράν και στην Τουρκία, όπου οι Κούρδοι έχουν σχετικά μικρή ισχύ. Κατά την διάρκεια του σύντομου ανοίγματος του Ερντογάν στους Κούρδους μεταξύ του 2009 και του 2014, υπήρξε πολλαπλασιασμός ινστιτούτων, εκδόσεων και ιδιωτικών σχολείων σε κουρδικό επίπεδο. Η προκύπτουσα ευφορία δεν διήρκεσε πολύ [7]˙ μέχρι το τέλος του 2017, σχεδόν όλα αυτά είχαν εξαλειφθεί από την Άγκυρα, η οποία το προχώρησε μέχρι του να αφαιρεί συστηματικά όλες τις πινακίδες στα κουρδικά, στα σήματα κυκλοφορίας καθώς και τις πινακίδες για σχολεία και δημοτικά κτίρια. Αλλά δεν χάθηκαν όλα. Ορισμένα τουρκικά πανεπιστήμια εξακολουθούν να επιτρέπουν στους σπουδαστές να σπουδάζουν κουρδικά, και το τουρκικό κράτος δημιούργησε ένα τηλεοπτικό κανάλι αφιερωμένο στις επίσημες εκπομπές στα κουρδικά. Στο Ιράν, εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση έχει επιτρέψει, από το 2015, προαιρετικά μαθήματα κουρδικής γλώσσας στα λύκεια και τα πανεπιστήμια στις κουρδικής πλειοψηφίας περιφέρειες της χώρας.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ
Η αυξανόμενη ρευστότητα των φυσικών συνόρων μεταξύ των Κούρδων, η δημιουργία κουρδικών κυβερνήσεων όπως η KRG, η εμφάνιση ισχυρών κοινοτήτων διασποράς (ιδίως στην Ευρώπη) και η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των πολιτιστικών προϊόντων σε κουρδική γλώσσα –όλα ενίσχυσαν την παν-κουρδική ταυτότητα. Σήμερα, οι Κούρδοι από το Ιράν, το Ιράκ, την Συρία, την Τουρκία και την διασπορά συμμετέχουν όλοι σε μια κοινή συζήτηση. Δεν μιλούν από κοινού, αλλά οι ημέρες της πολιτικής βίας Κούρδων εναντίον Κούρδων που ξέσπασε στο Ιράκ κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξαφανίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό επειδή το κουρδικό κοινό δεν θα το ανεχτεί. Οι Κούρδοι έχουν αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά ενός έθνους, εκτός από την κυριαρχία.
Αυτή η πρωτόγνωρη ενότητα αντικατοπτρίζεται στην εμφάνιση παν-κουρδικών στρατιωτικών μονάδων. Οι Τούρκοι Κούρδοι αγωνίστηκαν με τις YPG στην Συρία, όπως και οι Σύροι και οι Τούρκοι Κούρδοι έχουν ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις της KRG. Η διασπορά των Κούρδων έχει επίσης προσφερθεί εθελοντικά να πολεμήσει, ιδιαίτερα με τις YPG. Το ΡΚΚ διοικεί ένοπλες δυνάμεις στο Ιράκ, την Τουρκία και την Συρία και το 2004 δημιούργησε θυγατρική στο Ιράν. Η διάβρωση των ενδο-κουρδικών συνόρων επιταχύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την πρόοδο του ISIS μέσω του Ιράκ και της Συρίας το καλοκαίρι του 2014, κάτι που έθεσε σε κίνδυνο τους Κούρδους και στις δύο χώρες και ενίσχυσε την πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Αντιμέτωποι με έναν πραγματικό υπαρξιακό κίνδυνο, οι Κούρδοι έβαλαν στην άκρη την δική τους εριστική πολιτική και εμφανίστηκαν ως ένα. Και όσο περισσότερο το κάνουν, τόσο περισσότερο θα αρχίσουν να αναμορφώνουν την πολιτική της Μέσης Ανατολής.
Τόσο στο Ιράκ όσο και στην Συρία, η ευθραυστότητα των κεντρικών κυβερνήσεων παρέχει στους Κούρδους μια ευκαιρία αυτονομίας που είναι ακόμα αδιανόητη στο Ιράν και την Τουρκία. Αυτή η διαδικασία έχει πάει πολύ πιο μακριά στο Ιράκ, όπου η αυτονομία της KRG προστατεύεται από το σύνταγμα. Ωστόσο, η KRG εξακολουθεί να είναι ευάλωτη, όπως έδειξε η αντίδραση της Βαγδάτης στο καταστροφικό δημοψήφισμα για ανεξαρτησία το 2017 [8]. Στην Συρία, οι Κούρδοι ενδέχεται να έχουν την ευκαιρία να καταλήξουν σε συμφωνία με το καθεστώς Assad που θα τους παράσχει έναν βαθμό περιφερειακής αυτονομίας. Παρόλα αυτά, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν είναι εγγυημένο, και μια αποχώρηση των ΗΠΑ από την χώρα θα μπορούσε να αφήσει τους Σύρους Κούρδους στο έλεος της Δαμασκού και της Άγκυρας. Ακόμα κι έτσι, οποιαδήποτε συριακή ή τουρκική εκστρατεία για την εξάλειψη των YPG, όσο αιματηρή κι αν είναι, θα δημιουργούσε μια αντίδραση μεταξύ των Κούρδων στη Μέση Ανατολή. Τίποτα δεν χτίζει εθνική συνείδηση όσο ένας Δαβίδ που επιτίθεται σε έναν Γολιάθ.
Στην Τουρκία, οι Κούρδοι έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο την τελευταία δεκαετία, παρά την πρόσφατη επιδείνωση των σχέσεών τους με την κεντρική κυβέρνηση. Οι προσπάθειες του Ερντογάν να σαμποτάρει τις εκλογικές ευκαιρίες του HDP -φυλακίσεις υποψηφίων, επιβολή σιωπής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και παρενόχληση Κούρδων ψηφοφόρων- δεν εμπόδισαν το κόμμα να εισέλθει στο τουρκικό κοινοβούλιο σε τρεις διαδοχικές εκλογές. (Πολλοί πολιτικοί του HDP, συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη του κόμματος, Selahattin Demirtas, μαραζώνουν ακόμα και τώρα στην φυλακή). Το νέο τουρκικό σύνταγμα, το οποίο πέρασε με δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2017, μετέτρεψε την Τουρκία σε ένα προεδρικό σύστημα και ευνούχισε το κοινοβούλιό της, οπότε η επιρροή του HDP, παρά τον σημαντικό αριθμό των βουλευτών του, είναι πολύ περιορισμένη.
Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι το κόμμα ήρθε στην τρίτη θέση στις εκλογές του Ιουνίου του 2018, πίσω από το κυβερνών κόμμα και το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αποτελεί ένδειξη ότι το κουρδικό ζήτημα έχει θεσμοθετηθεί στην τουρκική πολιτική. Η επιτυχία του HDP θα ενθαρρύνει την κινητοποίηση της κουρδικής κοινωνίας των πολιτών και, τέλος, την ανάπτυξη κουρδικών δεσμών με άλλους στην τουρκική αντιπολίτευση. Και ο πολλαπλασιασμός των κουρδικών οργανώσεων στην Ευρώπη μπορεί να βοηθήσει να μετακινηθεί η ευρωπαϊκή στάση απέναντι στην Τουρκία σε μια πιο φιλοκουρδική κατεύθυνση. Είναι οι Τούρκοι Κούρδοι που, αν και χωρίζονται μεταξύ μιας στρατιωτικής πτέρυγας (PKK) και μιας πολιτικής πτέρυγας (HDP), είναι σε καλύτερη θέση να αναλάβουν ηγετικό ρόλο για τους Κούρδους στην περιοχή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, αντίθετα με τις άλλες κουρδικές κοινότητες, αποτελούν μέρος μιας χώρας που είναι ενσωματωμένη στα Δυτικά θεσμικά όργανα. Ακόμα κι αν οι πρακτικές της Τουρκίας αποκλίνουν από τα Δυτικά πρότυπα, οι Τούρκοι Κούρδοι επωφελήθηκαν από την έκθεσή τους στις αξίες και τις αρχές που συνδέονται με την Δύση.
Η περίπτωση των Ιρανών Κούρδων είναι η πιο ομιχλώδης, δεδομένων των τεταμένων σχέσεων της Τεχεράνης με τον έξω κόσμο και της μυστικοπαθούς φύσης του ίδιου του καθεστώτος. Ωστόσο, τα γεγονότα σε άλλα μέρη του Κουρδιστάν επηρεάζουν τις εξελίξεις στις κουρδικές περιοχές του Ιράν. Το Ιράν ακολουθούσε πάντα μια πολιτική πολλαπλών προσανατολισμών προς τους Κούρδους. Εγχώρια, τους έχει καταστείλει, μεταξύ άλλων μέσω της ελεύθερης χρήσης της θανατικής ποινής κατά των ακτιβιστών. Ταυτόχρονα, έχει δημιουργήσει δεσμούς με την KRG σε μια επιτυχημένη προσπάθεια να ελέγξει ιρανικές κουρδικές ομάδες που κατοικούν στο ιρακινό Κουρδιστάν. Ωστόσο, καθώς το Ιράν είναι υπερβολικά εκτεταμένο στην περιοχή, με τους ηγέτες του να ανησυχούν για την σταθερότητα του καθεστώτος και για την επιδείνωση της οικονομίας της χώρας, η κεντρική κυβέρνηση μπορεί να δει τους Κούρδους ως μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή. Οι Ιρανοί Κούρδοι είχαν λίγη εμπειρία με την αυτοδιοίκηση, έχοντας ζήσει επί δεκαετίες κάτω από μια κυβέρνηση που παρεμβαίνει σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής. Αλλά το Ιράν, όπως και η Συρία, είναι ένα εύθραυστο κράτος. Η αλλαγή θα ξεκινήσει από το κέντρο. Όσο ενισχύονται η παν-κουρδική ταυτότητα και η αυτοπεποίθηση, τόσο πιο πιθανό είναι ότι οι Ιρανοί Κούρδοι θα είναι προετοιμασμένοι για αστάθεια στην Τεχεράνη.
Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο μόνος σημαντικός δρων όσον αφορά τον προσδιορισμό του μέλλοντος των Κούρδων, ιδιαίτερα στο Ιράκ και την Συρία. Ο Trump μπορεί να τερματίσει την εταιρική σχέση των ΗΠΑ με τις YPG, αλλά οι Σύροι Κούρδοι παρά ταύτα ωφελήθηκαν από την σχέση, καθώς είχαν θεωρηθεί προηγουμένως από τις εξωτερικές δυνάμεις ως ο λιγότερο σημαντικός κουρδικός πληθυσμός στην περιοχή. Τώρα βρίσκονται στον χάρτη: Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση της απόσυρσης των Ηνωμένων Πολιτειών από την Συρία, ένας εκπρόσωπος του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών ισχυρίστηκε ότι η Γαλλία θα «εξασφάλιζε την ασφάλεια» των Σύρων Κούρδων. Ωστόσο, η κίνηση της Ουάσιγκτον θα αναγκάσει τους Σύρους Κούρδους να διαπραγματευτούν με την Δαμασκό νωρίτερα από ό, τι σχεδίαζαν και από μια θέση σχετικής αδυναμίας. Μια πλήρης απόσυρση των ΗΠΑ, εξάλλου, θα μπορούσε να προκαλέσει έναν αποσταθεροποιητικό αγώνα μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων στην Συρία, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους Κούρδους.
Ανησυχώντας για αυτές τις επιπτώσεις, αξιωματούχοι των ΗΠΑ, όπως ο υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, και ο [τέως] σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, John Bolton, προειδοποίησαν την Τουρκία να μην παρεμβαίνει εναντίον των Κούρδων στην βόρεια Συρία. Έχοντας σκοντάψει στο αέναο κουρδικό αίνιγμα της Μέσης Ανατολής, οι Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύονται να ξεφύγουν. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις της πειθούς της για να διασφαλίσει ότι οι Κούρδοι δεν θα συνθλιβούν από την Άγκυρα, την Δαμασκό και άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Αυτό, με την σειρά του, θα απαιτήσει έναν βαθμό ενδιαφέροντος και πολιτικής συνοχής που δεν ήταν προφανές στο παρελθόν στην διοίκηση Trump. Αλλά στον βαθμό που οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν την δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων, θα πρέπει να υποστηρίξουν τους Κούρδους στη Μέση Ανατολή μέσα στο υφιστάμενο εθνοκρατικό σύστημα. Ακόμη και αν ο Trump δεν επιθυμεί να δαπανήσει πολύ πολιτικό κεφάλαιο για να στηρίξει τους Κούρδους, υπάρχουν και άλλα κέντρα εξουσίας και επιρροής στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως τα ΜΜΕ και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που μπορούν να το κάνουν.
Ό, τι κι αν συμβεί στο εγγύς μέλλον, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο status quo που επικράτησε μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, πριν από τις παρεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή που έθεσαν τους Κούρδους σε μια εντελώς νέα πορεία. Παρά τις συχνές αποτυχίες, την συνεχιζόμενη καταστολή, και πάνω από έναν αιώνα χωρίς πατρίδα, οι Κούρδοι τελικά εμφανίζονται ως ενοποιημένος λαός. Ένα κουρδικό κράτος μπορεί να απέχει πολύ, αλλά αν κάτι τέτοιο εμφανιστεί ποτέ, θα υπάρχει ένα έθνος εκεί για να το γεμίσει.
Σύνδεσμοι:
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 60 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2019-01-22/scramble-north…
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2016-10-17/erdogan-s-journey
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/syria/2017-11-08/kurd-your-enthu…
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2017-09-26/iran-and-kurds
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/isis-not-terrorist-g…
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/syria/2018-08-31/sdfs-post-ameri…
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/turkey/2017-07-07/how-erdoganism…
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2017-10-20/clash-ove…
Ο HENRY J. BARKEY είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στην έδρα Bernard L. και Bertha F. Cohen στο Πανεπιστήμιο Lehigh και πρόσθετος ανώτερος συνεργάτης για Μεσανατολικές Σπουδές στο Council on Foreign Relations.