Τουρκία : Αναζητώντας πιθανές «συμμαχίες» εντός των (ημετέρων) τειχών (εθνικών και ευρωπαϊκών)…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

f4fcb7f4fc594c6a815ac0d013469221Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Η Τουρκία, επειδή είναι μια χώρα με καλά μελετημένη -και όντως μακροχρόνια μα και στρατηγικά δομημένη εξωτερική πολιτική έναντι της Ελλάδας και του Ελληνισμού-, («μακροχρόνια» και «στρατηγικά δομημένη» πολιτική η ύπαρξη της καθεμιάς δεν συνεπάγεται αναγκαίως την άλλη), και ταυτόχρονα αποτελεσματική, μου φαίνεται αδύνατο να μην έχει στη φαρέτρα των πολιτικών της την αξιοποίηση κάθε δυνατού ερείσματος, διεθνούς ή μη, που να ενισχύει τις στρατηγικές της επιδιώξεις.
Μια στρατηγική την οποία θα πρέπει να αναμένουμε να επιχειρήσει, και, εφόσον βρει πρόσφορο έδαφος να επιδιώξει να την αξιοποιήσει προς όφελός της, είναι η δημιουργία συμμαχιών, ΕΝΤΟΣ της ίδιας μας της χώρας ΚΑΙ εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία για κάποιους λόγους θεωρείται κάτι παραπάνω από αυτό που είναι, δηλαδή μια αγοραία ένωση, με ό,τι αυτό σημαίνει.
Σπεύδω να διευκρινίσω πως λέγοντας «συμμαχίες», (εντός της Ελλάδας) δεν εννοώ «συμμαχίες» κατ’ ανάγκην μέσω στρατολόγησης κάθε είδους διαμορφωτών γνώμης, που θα υποστηρίζουν ουσιαστικά ό,τι και η Άγκυρα, (θέλω να πιστεύω πως ακόμα και αν επιχειρηθεί ή επιχειρήθηκε δεν θα βρήκε ούτε έναν Έλληνα που θα δέχονταν να μεταβληθεί σε προδοτικό ενεργούμενο), αλλά απλώς την εκ μέρους της αξιοποίηση απόψεων που εκφέρονται «γνησίως» (δηλαδή, όχι ιδιοτελώς) από όσους τις υποστηρίζουν, οι οποίες όμως απόψεις τους θεωρούνται υποστηρικτικές και ενισχυτικές ανάλογων δικών της, ώστε σε δεδομένη στιγμή να τις εντάξει στην επίσημη προπαγάνδα της. Οι έχοντες στα ελληνοτουρκικά θέματα απόψεις που θωρούνται ότι συνοδοιπορούν με αντίστοιχες τουρκικές, καθόλα απορριπτέες από τις ελληνικές κυβερνήσεις, το σύνολο του πολιτικού κόσμου και τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, εφόσον είναι απόψεις «γνήσιες» (δηλαδή όχι ιδιοτελείς), κι αυτές, το εθνικό συμφέρον επιχειρούν να εκφράσουν και υποστηρίξουν, όμως, για το εθνικό συμφέρον, ουδεμία αναγκαιότητα υπάρχει ώστε να προσεγγίζεται το ίδιο, είτε από άποψη περιεχομένου είτε και από άποψη μέσων επίτευξής του από όλες τις πλευρές.
Τέτοιες «γνήσιες» απόψεις, είναι απόψεις που θεμελιώνονται πάνω σε γενικότερα (υπερεθνικά) ιδεολογικά ή πολιτικά ερείσματα τα οποία εντάσσουν τη φύση και τη δυνατή επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών εντός αυτών των πλαισίων, που διαμορφώνουν δεδομένα θεωρούμενα από τους ίδιους ως υπέρτερης σπουδαιότητας των εθνικών, όχι αρνούμενοι αυτά τα τελευταία, μα ερμηνεύοντάς τα εντός αυτών των ευρύτερων πλαισίων, (εξ ου και οι άνω διαφοροποιήσεις). Ασφαλώς, σε μια Δημοκρατία μπορούν να εκφέρονται και ακούγονται όλα οι απόψεις, όχι κατά παραχώρηση αλλά δικαιωματικά, όμως, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει, γενικότερα μιλώντας, να ξεχνάμε να επισημαίνουμε τον περιθωριακό τους χαρακτήρα, εξ απόψεως εύρους αποδοχής τους εκ μέρους του ελληνικού λαού, ώστε τουλάχιστον να μην είναι «αξιοποιήσιμες» από πλευράς Τουρκίας, όσο και αν είναι βέβαιο, πως όσοι τις εκφέρουν, ούτε και οι ίδιοι θα επιθυμούσαν να συμβεί κάτι τέτοιο, δυστυχώς όμως, στη πολιτική, τίποτα δεν μένει αναξιοποίητο από όποιον έχει ανάγκη να αξιοποιήσει ένα γεγονός.
Ειδικώς δε σε μείζονα εθνικά θέματα εξωτερικής πολιτικής, θα έλεγα πως επιβάλλεται, οι πάντες, ιδίως όσοι ανήκουν στο «πολιτικό προσωπικό» της χώρας, να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί, στο τι λένε, πώς το λένε και τη χρονική συγκυρία που το λένε και ασφαλώς, να λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ευαισθησίες του λαού (και εν προκειμένω της συντριπτικής πλειοψηφίας), κάτι που αποτελεί δημοκρατική υποχρέωση και όχι δικαίωμά τους, και να αναγνωρίζουν πως τα πάντα αξιολογούνται και εργαλειοποιούνται από εκείνους που κάθε άλλο σέβονται τα εθνικά μας συμφέροντα (σύμφωνα με το αποδιδόμενο σε αυτά περιεχόμενο από τον ελληνικό λαό) ακόμα δε και την εθνική μας κυριαρχία. Τώρα το ότι αυτός ο οφειλόμενος δημοκρατικός σεβασμός της πλειοψηφίας, ακόμη και της συντριπτικής πλειοψηφίας, ΔΕΝ είναι πάντα δεδομένος, τα τελευταία χρόνια το είδαμε σε δύο πολύ χαρακτηριστικά εθνικά γεγονότα, στο Δημοψήφισμα του 2015 και στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Την ίδια στιγμή, στα καφενεία (μην υποτιμάτε τις συζητήσεις στα καφενεία, και κυρίως μην θεωρείτε ότι σοβαρές συζητήσεις μπορούν να γίνονται μονάχα στις καφετέριες πεντάστερων ξενοδοχείων ή των μεγαλοαστικών περιοχών), ανάμεσα στα άλλα που ακούγονται όταν σχολιάζονται τέτοιες απόψεις, είναι πως τίποτα δεν αποκλείει κάποιες από τις φωνές που ακούγονται να παίζουν το ρόλο του «λαγού». (Τι να κάνουμε τώρα, ναι, ακούγεται κι αυτό). Όμως, «ποιοι κρύβονται πίσω από τους «λαγούς»;», είναι η συνέχεια της παραπάνω υπόθεσης. Είναι μονάχα Έλληνες (και ποιοι;), ή μονάχα ξένες δυνάμεις (ποιες άραγε;), ή ένας συνδυασμός και των δύο; (Εδώ πάλι, το έχουν παρακάνει με αυτή την εμμονή με τις «θεωρίες συνωμοσίας» εκ μέρους όλων εκείνων που αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ΔΕΝ υπάρχει μυστική διπλωματία ούτε υπάρχουν μυστικές πολιτικές!!). Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, θέλω να πιστεύω πως το (κοινοβουλευτικό) «κυρίαρχο» πολιτικό μας σύστημα, μπορεί να έχει κατηγορηθεί -ακόμη και στα πλαίσια δικών του εξάρσεων αυτοκριτικής- για πλήθος ευθυνών του στο παρελθόν, όμως, σε τούτο το ζήτημα είμαι βέβαιος πως θα παραμείνει αρραγές και εγγυητής των εθνικών μας συμφερόντων, όχι όμως με την άποψη που είχε περί αυτών, όταν υπέγραφε Μνημόνια.
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ενδεχομένως ΚΑΙ το «επίσημο κυρίαρχο» πολιτικό μας σύστημα, (αναφέρομαι κυρίως στα κόμματα εξουσίας, του σήμερα και του παρελθόντος) πιθανώς να δεχτεί ισχυρότατες διεθνείς πιέσεις, ακόμη και από εκεί που σήμερα ακούγονται φωνές διπλωματικής μας στήριξης, και αναφέρομαι ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ. Κι εδώ ακριβώς είναι που αναδύονται δυνητικά, οι άλλου τύπου «συμμαχίες» Τουρκίας με διάφορους «εταίρους» μας.
Τονίζω το «ενδεχομένως» και το «δυνητικά», όμως, έχοντας συνεχώς τον φόβο πως στη «δύσκολη στιγμή», οι «εταίροι» μας, ή, εν πάση περιπτώσει κάποιοι από αυτούς, ίσως, να μην αρνηθούν να ακούσουν, όχι τα νομικά επιχειρήματα της Τουρκίας, μα τα «ανταλλάγματα» -πάντα οικονομικής φύσεως, αφού τίποτα άλλο στην Ευρώπη δεν φαίνεται να μετρά τόσο πολύ- που θα τους προσφέρει, και που ίσως να μην τους αφήσουν καθόλου ασυγκίνητους, εξ αυτού ακριβώς του φόβου μα και της εξαιρετικά πιθανής ενέργειας της Τουρκίας να το επιχειρήσει, κάθε ανησυχία δεν είναι διόλου αβάσιμη.
Το πόσο εύκολα, σε μια τέτοια υποθετική δυσμενή για μας εξέλιξη, και άρα πιθανή συμφωνία με τη Τουρκία εκ μέρους κάποιων «εταίρων» μας, η διπλωματία τους, θα εφεύρει στο άψε-σβήσε «κοινότητα συμφερόντων» και κυρίως «ωφελημάτων» αν Τουρκία και Ελλάδα «καθίσουν και τα βρούνε», είναι ένα σενάριο, που εύχομαι να μείνει απλώς σενάριο, και μάλιστα να αποδεχτεί στο τέλος και εξαιρετικά κακόγουστο και εμπαθές. Όμως, κάθε εξέλιξη ΠΛΗΝ αυτής του να διαπραγματευτούμε με βάση την τουρκική ατζέντα, επί όλων των «ανοικτών» θεμάτων, όπως η Τουρκία τα εννοεί, θα είναι απείρως προτιμότερη. Θα πετύχουμε πολλά περισσότερα έστω και λαβωμένοι αλλά μετά από αγώνα, παρά να καταλήξουμε σε συζητήσεις στην ουσία παραδομένοι, όσο και αν διανθιστεί μια τέτοια κατάληξη -που εδώ παρουσιάζεται ως απευκταίο και πάντως μη αναμενόμενο σενάριο-, με τόσο μεγαλύτερη μεγαλοστομία όσο μεγαλύτερο θα είναι το εθνικό όνειδος, όπως π.χ., τυμπανοκρουσίες περί της «ειρήνης», της «φιλίας» και της «προσέγγισης» των δύο λαών, όσο και αν, σ’ αυτή την υποθετική εξέλιξη θα επιχειρηθεί να θαφτεί κάθε ερώτημα του τύπου, «γιατί αυτή η «ειρήνη» και «φιλία των λαών», θα πρέπει από την Ελλάδα να πληρωθεί με την απώλεια της μισής Κύπρου (στο επίπεδο του ελληνισμού) και της συνεκμετάλλευσης εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, ΧΩΡΙΣ η Τουρκία εν ονόματι αυτής της «φιλίας» και «ειρήνης» να έχει προσφέρει ούτε ένα μόριο συναινετικής υποχώρησης σε όσα ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ μέχρι σήμερα έχει πετύχει σε βάρος μας, από τη Κύπρο ίσαμε και τα Ίμια -μέχρι του παρόντος»;

ΔΗΜΟΦΙΛΗ