Ο Τζωρτζ Σμιθ Πάττον (11 Νοεμβρίου 1885 – 21 Δεκεμβρίου 1945) ο νεότερος, ήταν Αμερικανός στρατηγός, ένας από τους ικανότερους διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων των Συμμάχων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ειδικότητα στη διοίκηση των τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων μονάδων.
Ήταν αλαζόνας, εκκεντρικός, ματαιόδοξος και θεωρούσε τους στρατιώτες τόσο αναλώσιμους όσο τις σφαίρες. Παράλληλα όμως ήταν ειλικρινής και ακέραιος χαρακτήρας, ατρόμητος στη μάχη και με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Μπορούσε να εμπνεύσει τρόμο στους αντιπάλους του και σεβασμό στους συμμάχους του.
Η οικογένεια του και οι σπουδές του
Ο Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο νεότερος ήταν γιος του Τζωρτζ Σμιθ Πάττον του πρεσβύτερου (1856-1927) και της Ρουθ Γουίλσον (1861-1928). Γεννήθηκε στο Σαν Γκάμπριελ της Καλιφόρνιας στις 11 Νοεμβρίου του 1885. Οι γονείς του ήταν εύποροι και με μεγάλη ιστορία ως οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νομικός αλλά είχε σπουδάσει σε στρατιωτική ακαδημία, ο παππούς του από τη πλευρά της μητέρας του ήταν πολιτικός και μεγάλος γαιοκτήμονας, ο προπάππους του Χίου Γουήντον Μέρσερ ήταν στρατηγός στην Αμερικανική επανάσταση και ο παππούς του, από τη πλευρά του πατέρα του, Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο πρώτος ήταν ταξίαρχος στον Αμερικανικό Εμφύλιο.
Ο Τζωρτζ Πάττον φοίτησε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία και ήταν ιδιαίτερα καλός στη φιλοσοφία, στους αρχαίους συγγραφείς και στην νεότερη ιστορία αλλά ταυτόχρονα ήταν τραγικά απαράδεκτος στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες. Του δόθηκε η άδεια να φοιτήσει στη στρατιωτική ακαδημία της Βιρτζίνια και ένα χρόνο μετά μετατέθηκε στην ανώτατη στρατιωτική σχολή του Γουέστ Πόιντ, την πιο φημισμένη μέχρι σήμερα σχολή στρατιωτικών. Λόγω των χαμηλών γνώσεων του στα μαθηματικά, αποφοίτησε, πιο αργά από τους συμφοιτητές του, από τη σχολή το 1909 και διορίσθηκε αξιωματικός του ιππικού. Όσο φοιτούσε στη σχολή Γουέστ Πόιντ, γνώρισε την κόρη ενός πλούσιου βιομηχάνου, την Μπέατρις Άγιερ, με την οποία παντρεύτηκε μετά την αποφοίτηση του.
Ο Τζωρτζ Πάττον διακρίθηκε ως αθλητής, μέσα και έξω από τη σχολή. Μάλιστα το 1912 πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, εκπροσωπώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και το στρατό τους. Αγωνίστηκε στο μοντέρνο πένταθλο και κατέλαβε την Πέμπτη θέση. Το 1913 φοίτησε στην Γαλλική Σχολή Ιππικού και με την αποφοίτηση του έγραψε ένα εγχειρίδιο για την σωστή χρήση της σπάθης.
Στο πεδίο των μαχών
Το 1916 η κυβέρνηση των Η.Π.Α. τον διόρισε υπασπιστή του στρατηγού Τζον Τζόζεφ Πέρσινγκ και τον έστειλαν μαζί του στο Μεξικό να καταστείλουν την επανάσταση του Πάντσο Βίλλα. Σε μια μάχη με την ίλη του ιππικού του, ο Πάττον, σκότωσε τον υπασπιστή του Βίλλα, τον Χούλιο Καρντένας. Στο Μεξικό ήρθε σε επαφή με τα μηχανοκίνητα οχήματα του στρατού και τους τρόπους χρήσης τους στο πόλεμο.
Για τα κατορθώματα του στο Μεξικό έγινε λοχαγός και στάλθηκε στη Γαλλία ως ο πρώτος διοικητής μιας μονάδας τεθωρακισμένων των αμερικανικών δυνάμεων. Είχε ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο ίδιος τέθηκε στις διαταγές του στρατηγού Πέρσινγκ ξανά. Έλαβε μέρος στη μάχη του Σεν Μιχιέλ, τον Σεπτέμβριο του 1918, στην επίθεση του Μεύση, στην κατάληψη της Αργκόν και τραυματίστηκε δυο φορές. Οι Η.Π.Α. τον παρασημοφόρησαν με το μετάλλιο Διακεκριμένων Υπηρεσιών και τον προήγαγαν σε αντισυνταγματάρχη. Γνωρίζοντας από κοντά τις δυνατότητες των τεθωρακισμένων, κατάλαβε ότι, αυτά ήταν το μελλοντικό όπλο του πολέμου και για αυτό παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην τεχνολογία αρμάτων μάχης και αρθρογραφούσε για τον τρόπο χρήσης τους.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διορίσθηκε διοικητής της 314ης Ταξιαρχίας Αρμάτων, που έπειτα μετονομάστηκε σε 2η Ταξιαρχία Αρμάτων, Μάχης και συνδέθηκε φιλικά με τους στρατηγούς Ντάγκλας Μακάρθουρ και Ντουάιτ Ντέιβιντ Αϊζενχάουερ.
Η δράση του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Τελικά οι προσπάθειες του να δαπανήσει η Αμερικανική κυβέρνηση κονδύλια για την αναβάθμιση των αρμάτων μάχης απέδωσαν καρπούς το 1938, λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος. Τον Απρίλιο του 1940 ανέλαβε την διοίκηση της 1ης Μεραρχίας Αρμάτων και το διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 1942, ως υποστράτηγος, ανέλαβε χρέη διοικητή στο Κέντρο Εκπαίδευσης της Ερήμου της Αριζόνα, ενώ παράλληλα σχεδίαζε την απόβαση των Αμερικανών στη Βόρεια Αφρική για να πολεμήσουν τον Άξονα. Ανέλαβε την διεκπεραίωση της Δυτικής Δύναμης Δράσης στο Μαρόκο και το Μάρτιο του 1943, μετά την ήττα των Αμερικανών στο Κασερίν ανέλαβε την διοίκηση του 2ου Σώματος Στρατού των Η.Π.Α.
Για τις επιτυχίες του στη Βόρεια Αφρική του έδωσαν την ηγεσία του 7ου Σώματος Στρατού των Η.Π.Α. στην απόβαση στη Σικελία, με αποστολή να προστατεύει τα νώτα του 8ου Σώματος Στρατού των Βρετανών, του Μοντγκόμερι. Ως άνθρωπος της δράσης ο Πάττον ανέλαβε επιθετική δραστηριότητα, αγνοώντας της εντολές, κάτι που παραλίγο να του στοιχίσει την καριέρα του, γιατί παράλληλα με αυτό το γεγονός μια ομάδα ανδρών του Πάττον σκότωσε εν ψυχρώ 76 Γερμανούς αιχμαλώτους και ο ίδιος ο Πάττον χαστούκισε και εξευτέλισε δυο άντρες του που είχαν πάθει νευρικό κλονισμό. Για αυτό το λόγο η ηγεσία των Η.Π.Α. των απέσυρε από την ενεργό δράση μέχρι τον Αύγουστο του 1944. Τότε του ανατέθηκε η διοίκηση της 3ης Στρατιάς με την οποία διέσπασε το γερμανικό μέτωπο στην Αβράνς και περικύκλωσε τους Γερμανούς στο Ρήγμα Φαλέζ-Αρζαντάν.
Πήρε μέρος στη μάχη του Μετς, όπου με τη στρατιά του ανακούφισε την 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία που δοκιμαζόταν από τους Γερμανούς. Στις 22 Απριλίου του 1945 διέσχισε τον Ρήνο, με κατεύθυνση τη Γερμανία, εξουδετέρωσε τις γερμανικές δυνάμεις στο Θύλακα του Ρουρ και κατευθύνθηκε μέσα από τη Βαυαρία στη Τσεχοσλοβακία και ύστερα στην Αυστρία, όπου έλαβε το μήνυμα ότι ο πόλεμος τελείωσε με την παράδοση της Γερμανίας.
Το τέλος του πολέμου και ο θάνατος του
Ο πόλεμος τελείωσε και ο Πάττον διορίστηκε κατοχικός διοικητής της Βαυαρίας. Ο ίδιος όμως επιθυμούσε να ξαναβρεθεί σε μέτωπο πολέμου και ζήτησε μετάθεση στην Άπω Ανατολή. Το αίτημα του δεν έγινε δεκτό και τότε αποφάσισε ότι υπήρχε άλλος ένας εχθρός στην Ευρώπη που έπρεπε να αφανιστεί. Οι κομμουνιστές για τον Πάττον ήταν πιο μισητοί και από τους Ναζί. Έστελνε υπομνήματα στην ηγεσία των Η.Π.Α. για τις επεκτατικές βλέψεις του Στάλιν και για την αναγκαιότητα επίθεσης στα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο φίλος του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, για να αποτρέψει τον Πάττον να καταστρέψει την καριέρα του με τέτοιου είδους ιδέες, του ανέθεσε να αναλάβει τη διοίκηση του 15ης Στρατιάς και να αρχίσει την αρχειοθέτηση και συγγραφή τον γεγονότων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 9 Δεκεμβρίου του 1945, μια μέρα πριν επιστρέψει στις Η.Π.Α., πήγε για κυνήγι με τον υποστράτηγο Χόμπαρτ Γκάι. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν συγκρούστηκε με ένα φορτηγό. Ο Πάττον έμεινε παράλυτος και 12 μέρες μετά το τροχαίο, στις 21 του μήνα του έτους 1945, ξεψύχησε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης Χαϊδελβέργης. Ήταν 60 ετών και ενταφιάστηκε στο Λουξεμβούργο, στο Αμερικανικό Κοιμητήριο για τους πεσόντες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Σκιαγράφηση του χαρακτήρα του
Ο Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ήταν αλαζόνας, εκκεντρικός, ματαιόδοξος και είχε εμμονές σχετικά με την εικόνα που θα άφηνε πίσω του με τον θάνατο του. Ήταν άξεστος, ευγενής μόνο με μερικές γυναίκες, με περίεργη αίσθηση του χιούμορ ενώ ήταν και κυκλοθυμικός.
Παράλληλα ήταν ρατσιστής, κοντά στις ιδέες του ναζισμού, περί ανωτερότητας της λευκής φυλής και φανερά αντικομμουνιστής. Θεωρούσε τα ψυχολογικά προβλήματα ως «προβλήματα πολυτελείας» και όσους τα επικαλούνταν για να μην πάνε στη μάχη, τους θεωρούσε δειλούς ενώ παράλληλα θεωρούσε τους στρατιώτες τόσο αναλώσιμους όσο τις σφαίρες.
Η μεγάλη ιστορία της οικογένειας του τον είχε οδηγήσει στο να πιστεύει ότι ήταν «πλασμένος» για κάτι ανώτερο. Φήμες θέλουν να είχε εκμυστηρευτεί ότι όταν θα συνταξιοδοτούνταν, θα ασχολούνταν με τη πολιτική. Όλα τα παραπάνω τον έκαναν αντιπαθή στους απλούς στρατιώτες, στους δημοσιογράφους των Η.Π.Α. και στους στρατιωτικούς ηγέτες των υπολοίπων Συμμαχικών Δυνάμεων.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω όμως ένας άνθρωπος ειλικρινής και ευθύς με ακέραιο χαρακτήρα. Ήταν άριστος εκπαιδευτής και ακόμα καλύτερος διοικητής στη διάρκεια της μάχης, στην οποία ήταν τόσο ατρόμητος ώστε να εμπνέει τους μαχητές να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Είχε υψηλή αίσθηση του καθήκοντος και σε συνδυασμό με τα άλλα του χαρίσματα έγινε απαραίτητος για τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία των Συμμάχων. Στην διάρκεια των μαχών ντυνόταν με όλα του τα παράσημα και κουβαλώντας περίστροφα με καλογυαλισμένη λαβή από ελεφαντόδοντο.
Ο θρύλος του Πάττον
Για τον στρατηγό Πάττον γυρίστηκε η ταινία «Πάττον» με τον ηθοποιό Τζωρτζ Σκοτ να ενσαρκώνει τον αμφιλεγόμενο, για τον χαρακτήρα του, στρατηγό. Ο ίδιος ο στρατηγός έγραψε όσο ζούσε πολλά εγχειρίδια τακτικής, διάφορες ομιλίες του, άρθρα αλλά ακόμα και ποιήματα καθώς και ένα πολεμικό ημερολόγιο με τον τίτλο “Ο Πόλεμος όπως εγώ τον γνώρισα” (1945).
Για τον ίδιο γράφτηκαν μετά πολύ περισσότερα βιβλία με θέμα τη δράση του, τον χαρακτήρα και τη τακτική του. Για τον Πάττον ιδρύθηκαν πολλά μουσεία. Ένα στο Φορτ Νοξ, ένα στο Κέντρο Εκπαίδευσης της Ερήμου της Αριζόνα, ένα στη 314η ταξιαρχία αρμάτων μάχης και σε άλλα μέρη. Σώματα Στρατού των Η.Π.Α. έχουν πάρει το όνομα του στρατηγού, ένα από αυτά είναι αυτό στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας όπου πέθανε. Μια σειρά τεθωρακισμένων πήρε το όνομα του, τα Μ47 Πάττον. Αγάλματα του έχουν στηθεί σε πολλά μέρη, δυο εξ αυτών είναι αυτά που βρίσκονται στην Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, όπου φοίτησε, ενώ το άλλο βρίσκεται στο Κοιμητήριο που είναι θαμμένος στο Λουξεμβούργο.
Προτομή του υπάρχει, επίσης, στην Αβράνς, την οποία απελευθέρωσαν τα στρατεύματά του. Το όνομα του πήρε τέτοιες διαστάσεις θρύλου που στη πόλη που γεννήθηκε, στο Σαν Γκάμπριελ, στον επισκοπικό ναό τον έχουν απεικονίσει σαν τον Άγιο Γεώργιο, μόνο που αντί να ιππεύει άλογο να οδηγεί ένα τανκ, καθώς πολεμά έναν δράκοντα που φέρει μια σβάστικα. Θέλουν με αυτό τον τρόπο να αποτυπώσουν τη συμβολή του στη νίκη του ναζισμού.
Ο γιος του Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο τέταρτος ακολούθησε και αυτός σταδιοδρομία στρατιωτικού. Μάλιστα όταν ο πατέρας του πέθανε, αυτός βρισκότανε στο τελευταίο έτος φοίτησης του στην Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ. Πολέμησε στη Κορέα, στο Βιετνάμ και στη Μέση Ανατολή. Έγινε διοικητής στην 2η Ταξιαρχία Αρμάτων, μια θέση από την οποία υπηρέτησε και ο πατέρας του, της Η.Π.Α. Συνταξιοδοτήθηκε το 1980 και πέθανε το 2004, σε ηλικία 80 ετών.
wikipedia