Η εξωτερική πολιτική βρισκόταν πάντα στην καρδιά της μομφής
Η πρόταση μομφής κατά προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες πάντα φαινόταν να είναι ένα εγχώριο ζήτημα. Ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον κατηγορήθηκε για ψέματα σχετικά με κακή σεξουαλική συμπεριφορά. Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον παραιτήθηκε για να αποφύγει βέβαιη μομφή ύστερα από το σκάνδαλο Watergate. Και το 1868, η Βουλή των Αντιπροσώπων στόχευσε με 11 άρθρα μομφής εναντίον του προέδρου Andrew Johnson επειδή αψήφησε ένα υπό την ηγεσία των Δημοκρατικών Κογκρέσο και τις θέσεις του για την Ανασυγκρότηση.
Η τρέχουσα έρευνα για τον πρόεδρο Donald Trump είναι διαφορετική. Τον Δεκέμβριο, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ θα κατηγορηθεί για πρώτη φορά για κατάχρηση της εξουσίας του στην εξωτερική πολιτική προς εξυπηρέτηση προσωπικών πολιτικών συμφερόντων. Τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στις ακροάσεις της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής αποδεικνύουν ότι ο Trump έβαλε ως προϋποθέσεις για την απελευθέρωση της εγκεκριμένης από το Κογκρέσο στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, την ανακοίνωση της ουκρανικής κυβέρνησης ότι θα διεξάγει έρευνες για τον πολιτικό αντίπαλο του Trump, τον πρώην αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, και τον αβάσιμο ισχυρισμό ότι ήταν η Ουκρανία, όχι η Ρωσία, που παρενέβη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016.
Δεν πρέπει όμως να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι δοσοληψίες στο εξωτερικό θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μομφή. Οι εξωτερικές υποθέσεις αποτελούσαν συχνά τον πυρήνα μιας μομφής, από τα ξεκίνημα [αυτής] της πρακτικής στην μεσαιωνική Αγγλία και στην διαδρομή από την υιοθέτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιστορία της μομφής κατά την διάρκεια των αιώνων δείχνει μια συνεχή συνειδητοποίηση του πόσο ευάλωτη στην κακοδιαχείριση είναι η πρακτική της εξωτερικής πολιτικής από τους δημιουργούς της. Το γεγονός ότι η Γερουσία πιθανότατα δεν θα απομακρύνει τον Τραμπ από το αξίωμα δεν αποτελεί ένα μέτρο της αναποτελεσματικότητας της μομφής ως εργαλείου, αλλά, αντίθετα, αντικατοπτρίζει τις ιδιαίτερες και ιδιόρρυθμες μεταμορφώσεις του πολιτικού πολιτισμού των Ηνωμένων Πολιτειών που μονώνουν τον πρόεδρο από τις συνέπειες του παραπτώματός του.
ΜΟΜΦΗ ΜΕ ΑΓΓΛΙΚΟ ΤΡΟΠΟ
Όταν οι συντάκτες του αμερικανικού συντάγματος συμπεριέλαβαν μια πρόβλεψη ότι οι πρόεδροι και άλλοι «αξιωματούχοι» μπορεί να κατηγορηθούν για «Προδοσία, Δωροδοκία ή άλλα υψηλά Εγκλήματα και Παραπτώματα» (Treason, Bribery, or other high Crimes and Misdemeanors), εφάρμοζαν την βρετανική κοινοβουλευτική πρακτική που ήταν, ήδη από το 1787, αιώνες παλαιά.
Το αγγλικό Κοινοβούλιο εφηύρε τη μομφή το 1376 ως εργαλείο μέσω του οποίου τα συμφέροντα των ελίτ που εκπροσωπούνταν σε αυτό το σώμα -η κληρονομική αριστοκρατία, η καθιερωμένη εκκλησία, οι γαιοκτήμονες ευγενείς και, σε εύθετο χρόνο, οι επαγγελματίες δικηγόροι και η πλούσια τάξη- μπορούσαν να ελέγξουν την ισχύ του στέμματος. Η φύση της ευρωπαϊκής βασιλείας, με τις μπερδεμένες οικογενειακές συμμαχίες της και τις ατελείωτες διασυνοριακές διαμάχες σχετικά με εδαφικές και δυναστικές αξιώσεις, τοποθετούσε τακτικά τις εξωτερικές σχέσεις στο επίκεντρο της εθνικής πολιτικής. Η συμμετοχή της Αγγλίας στους θρησκευτικούς πολέμους μετά την Μεταρρύθμιση, η εγγύτητά της προς την ήπειρο και, τελικά, η διαχείριση μιας υπερπόντιας αυτοκρατορίας επίσης έκαναν τις εξωτερικές υποθέσεις σημαντικές για την άρχουσα τάξη. Κατά συνέπεια, τα σφάλματα στις εξωτερικές σχέσεις αποτελούσαν συχνά το αντικείμενο μομφής του Κοινοβουλίου σε υπουργούς του βασιλιά, δικαστές και άλλους.
Η μομφή σε βασικούς βασιλικούς αξιωματούχους ήρθε μετά από επανειλημμένες καταστροφές στο εξωτερικό. Το 1450, ο δούκας του Σάφολκ, βασικός υπουργός του βασιλιά Ερρίκου VI, κατηγορήθηκε για υποτιθέμενη προδοσία των αγγλικών συμφερόντων στους Γάλλους, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του στην οργάνωση του γάμου του Ερρίκου με την Γαλλίδα πριγκίπισσα Margaret of Anjou. Οι Άγγλοι είχαν χάσει πρόσφατα έδαφος στην Γαλλία και οι αντίπαλοι του Σάφολκ ισχυρίστηκαν ότι ο Δούκας είχε συνωμοτήσει με τους Γάλλους κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τον γάμο. Ο βασιλιάς προσπάθησε να σώσει τον Σάφολκ από την φυλάκιση και μια πιθανή εκτέλεση (οι ποινές της μομφής ήταν τότε σκληρότερες από ό,τι επέτρεπε το Σύνταγμα των ΗΠΑ) στέλνοντάς τον σε εξορία. Δυστυχώς για τον δούκα, απήχθη από πειρατές στη Μάγχη και αποκεφαλίστηκε.
Το 1625, ο δούκας του Μπάκιγχαμ, ένας στενός έμπιστος του βασιλιά Καρόλου Α’, ξεκίνησε μια καταστροφική και δαπανηρή ναυτική εκστρατεία εναντίον του ισπανικού λιμένα Cádiz. Το Κοινοβούλιο προσπάθησε να προχωρήσει σε μομφή κατά του Μπάκιγχαμ τον επόμενο χρόνο. Ένα άρθρο στη μομφή κατά του Μπάκιγχαμ το 1626 [2] προέκυψε από τον δανεισμό αγγλικών πλοίων προς τον Καθολικό Γάλλο βασιλιά για χρήση ενάντια στους Προτεστάντες Ουγενότους στην Λα Ροσέλ˙ οι Άγγλοι βουλευτές ήταν εξοργισμένοι για το ότι ο Μπάκιγχαμ είχε καθιερώσει αποτελεσματικά την καταστολή των Προτεσταντών στην ήπειρο. Αντί να δει τον Μπάκιγχαμ να υφίσταται μομφή, ο Κάρολος προφύλαξε τον βοηθό του διαλύοντας το Κοινοβούλιο.
Το 1667, μετά από έναν δαπανηρό και περιττό πόλεμο με τους Ολλανδούς, ο κόμης του Clarendon κατηγορήθηκε εν μέρει για το ότι αναζήτησε χρήματα από την Γαλλία για να αποφύγει τους κοινοβουλευτικούς ελέγχους της βασιλικής χρηματοδότησης. Σε αυτό που ήταν στην πραγματικότητα μια αποκήρυξη της φιλο-Καθολικής εξωτερικής πολιτικής, το Κοινοβούλιο ήγειρε μομφή κατά των Λόρδων της Οξφόρδης, του Bolingbroke και του Strafford το 1715 για να υποστηρίξει την Συνθήκη της Ουτρέχτης.
Ενδεχομένως είναι πιο ενδιαφέρον, υπό το πρίσμα των σημερινών γεγονότων, ότι το 1678, ο κόμης του Danby κατηγορήθηκε ότι ζήτησε -εκ μέρους του Άγγλου βασιλιά Καρόλου II- μια δωροδοκία από τον Λουδοβίκο XIV της Γαλλίας με αντάλλαγμα την αγγλική ουδετερότητα στον γαλλο-ολλανδικό πόλεμο. Ο βασιλιάς ανέστειλε το Κοινοβούλιο για να προστατεύσει τον Danby, αλλά χρόνια αργότερα ο κόμης κατηγορήθηκε και πάλι, αυτή την φορά για το ότι δέχθηκε δωροδοκία από την Βρετανική Εταιρεία Ανατολικής Ινδίας.
Η τελευταία σημαντική βρετανική μομφή, αυτή κατά του Warren Hastings, του γενικού κυβερνήτη της Βεγγάλης, ξεκίνησε στο Λονδίνο, ακριβώς καθώς οι εκπρόσωποι της συνταγματικής συνέλευσης έφταναν στην Φιλαδέλφεια [των ΗΠΑ] το 1787. Η δίκη, η οποία διήρκεσε επτά χρόνια και προσέλκυσε μια μεγάλη ακολουθία και από τις δύο πλευρές Ατλαντικού, επικεντρώθηκε σε θεμελιώδεις διαφωνίες σχετικά με την σωστή σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με τις ινδικές κτήσεις της και τις πολιτείες που συνορεύουν με αυτές. Ο συντηρητικός πολιτικός Edmund Burke [3] ηγήθηκε της μομφής και ισχυρίστηκε ότι παρόλο που οι ενέργειες του Hastings δεν αποτελούσαν κατ’ ανάγκην καθαρές παραβιάσεις των υφιστάμενων νόμων, εξακολουθούσαν να είναι εγκλήματα «ενάντια σε εκείνους τους αιώνιους νόμους της δικαιοσύνης, οι οποίοι είναι ο κανόνας μας και το εκ γενετής δικαίωμά μας˙ τα αδικήματά του δεν είναι σε επίσημη, τεχνική γλώσσα, αλλά στην πραγματικότητα, σ την ουσία και στο αποτέλεσμα, είναι Υψηλά Εγκλήματα και Υψηλά Πλημμελήματα (High Crimes and High Misdemeanors)».
Η υπόθεση του Hastings δείχνει το βασικό σημείο για τις βρετανικές μομφές επί της εξωτερικής πολιτικής: Η διαδικασία δεν περιοριζόταν στα ζητήματα της εγκληματικότητας ή των παραβιάσεων του νόμου. Αντίθετα, το Κοινοβούλιο διεκδίκησε την τελική εξουσία να καθορίζει τα θεμελιώδη συμφέροντα του έθνους στις εξωτερικές υποθέσεις και να απευθύνει μομφή σε αξιωματούχους, ακόμη και εκείνους που υποστηρίζονται από το στέμμα, που ανατρέπουν αυτά τα συμφέροντα.
ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Μέχρι την αμερικανική ίδρυση το 1787, τα «υψηλά εγκλήματα και πλημμελήματα», που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από το Κοινοβούλιο το 1386, έγιναν γνωστή ορολογία τόσο στην Βρετανία όσο και στις αμερικανικές αποικίες της -περιλαμβάνοντας τις διάφορες συμπεριφορές τις οποίες το Κοινοβούλιο βρήκε παραδοσιακά ως άξιες μομφής. Ο εκπρόσωπος της Βιρτζίνια, George Mason, πρότεινε να εισαχθούν στο Σύνταγμα τα «υψηλά εγκλήματα και πλημμελήματα» αμέσως αφότου θρήνησε ότι «η προδοσία και η δωροδοκία» δεν θα συλλάβει τα είδη των αδικημάτων που διέπραξε ο Warren Hastings. Με το να γράψουν την φράση στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, οι συντάκτες, εντελώς συνειδητά, υιοθέτησαν μαζί της και το σώμα του βρετανικού προηγουμένου σχετικά με τη μομφή, περιλαμβανομένων και των πειθαρχικών μέτρων για την προδοσία των διεθνών συμφερόντων του έθνους.
Άλλοι ιδρυτές ήταν κατηγορηματικοί στην διασύνδεση της παράτυπης συμπεριφοράς στις εξωτερικές υποθέσεις με την μομφή. Ο James Madison επιχειρηματολόγησε για την ένταξή της στο Σύνταγμα επειδή ο πρόεδρος «θα μπορούσε να προδώσει την πίστη του στις ξένες δυνάμεις» και υποστήριξε στην επικυρωτική σύνοδο της Βιρτζίνια ότι, σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα, ένας πρόεδρος θα μπορούσε να υποστεί μομφή για την σύναψη μιας συνθήκης που «παραβίαζε το συμφέρον του έθνους ». Ο James Iredell, ένας από τους πρώτους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δήλωσε στην επικυρωτική σύνοδο της Βόρειας Καρολίνας ότι ένας πρόεδρος θα πρέπει να τεθεί υπό μομφή για το ότι «έδωσε ψευδείς πληροφορίες στην Γερουσία» σχετικά με μια συνθήκη της οποίας εκκρεμεί η επικύρωση.
Αυτές οι παρατηρήσεις σχετικά με τις Συνθήκες μπορεί να φαίνονται παρωχημένες σήμερα, αλλά η γενιά των ιδρυτών κατανοούσε τις εξωτερικές σχέσεις πρωτίστως σχετικά με τις επίσημες σχέσεις δια Συνθηκών μεταξύ εθνών-κρατών. Έδωσαν την ισχύ της επικύρωσης των Συνθηκών στην Γερουσία επειδή πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα έθετε τον νομοθέτη στο επίκεντρο των αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, οι δηλώσεις ότι ένας πρόεδρος θα μπορούσε να υποστεί μομφή για παρατυπία σε σχέση με την διαδικασία μιας Συνθήκης, ήταν εκφράσεις της ίδιας θεμελιώδους άποψης του Κοινοβουλίου: Ο νομοθέτης είναι ο τελευταίος θεματοφύλακας των συμφερόντων του έθνους και η επιβολή μομφής πρέπει να χρησιμεύει ως έλεγχος για προεδρική κακοδιοίκηση στην διεθνή σφαίρα.
Η ρήτρα ξένων απολαβών (foreign emoluments clause) [4] του άρθρου 1, παράγραφος 9, είναι μια περαιτέρω έκφραση του φόβου ότι άλλες χώρες θα μπορούσαν να δελεάσουν τον πρόεδρο από την ορθή πίστη του. Ο Edmund Randolph επέμεινε στην επικυρωτική σύνοδο της Βιρτζίνια, ότι ένας ένας πρόεδρος «μπορεί να τεθεί υπό μομφή» για «την λήψη αμοιβών από ξένες δυνάμεις».
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΤΡΑΜΠ
Παρά την αδιαμφισβήτητη συνταγματική εξουσία για τη μομφή κατά ενός προέδρου για παραπτώματα στις διεθνείς σχέσεις, θα είναι μοναδικά δύσκολο το να προχωρήσει η μομφή κατά του Trump στην πραγματική απομάκρυνσή του για τον λόγο αυτό. Εκείνοι που θα απομακρύνουν έναν πρόεδρο δεν πρέπει μόνο να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά του είναι συνταγματικά άξια μομφής, αλλά να πείσουν το κοινό –στου οποίου τις απόψεις οι νομοθέτες είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι- ότι μια τέτοια συμπεριφορά ήταν αρκετά οδυνηρή ώστε να δικαιολογεί την αποπομπή ενός νόμιμα εκλεγμένου ανώτατου εκτελεστικού. Και καθώς η εξουσία της προεδρίας επί των εξωτερικών υποθέσεων έχει μετασταθεί πολύ πέρα από τον ρόλο που οραματίστηκαν οι συντάκτες [του συντάγματος], το κοινό έχασε την οπτική της πρόθεσης των συντακτών.
Οι συντάκτες πίστευαν ότι, παραχωρώντας στο Κογκρέσο τις εξουσίες του θησαυροφυλακίου, της επικύρωσης των συνθηκών, της επιβεβαίωσης των αξιωματούχων σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου και των υψηλόβαθμων στρατιωτικών αξιωματικών, της ρύθμισης του «εμπορίου με ξένα κράτη» [5], της δημιουργίας του στρατού, της συντήρησης του ναυτικού, και ούτω καθεξής, κρατούσαν ακόμη και τους περιπετειώδεις προέδρους μέσα στο πλαίσιο του ελέγχου του Κογκρέσου. Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες, οι δραματικές αυξήσεις του εκτελεστικού κατεστημένου, της αμερικανικής στρατιωτικής εξουσίας και του αμερικανικού ρόλου στον κόσμο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Κογκρέσο απέφυγε την άσκηση της δικής του συνταγματικής εξουσίας, μετέτρεψαν τον πρόεδρο σε έναν παράγοντα εν πολλοίς χωρίς περιορισμούς στις ξένες σχέσεις.
Όμως, όσο κι αν οι συντάκτες θα σκέπτονταν την σύγχρονη προεδρία ως μη ομαλή, το σύγχρονο αμερικανικό κοινό δεν γνώρισε ποτέ άλλη πραγματικότητα. Η αυτοκρατορική προεδρία αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια του New Deal και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σχεδόν κανείς του οποίου η πολιτική συνείδηση προηγείται αυτών των γεγονότων δεν είναι ζωντανός. Η μονομερής δράση ενός προέδρου στην διεθνή σφαίρα -ακόμη και ο εκφοβισμός ασθενέστερων κρατών- φαίνεται αρκετά φυσιολογική. Αυτό δυσχεραίνει την διαφοροποίηση της νόμιμης προεδρικής συμπεριφοράς όπως να προϋποτίθενται οι πραγματικές προσπάθειες καταπολέμησης της διαφθοράς για να δοθεί βοήθεια, από παράνομες καταχρήσεις εξουσίας όπως η παρακράτηση της βοήθειας ως μόχλευση για την απόκτηση προσωπικών πολιτικών πλεονεκτημάτων.
Το αμερικανικό κοινό έχει επίσης γίνει πιο απομονωτικό τα τελευταία χρόνια, σκεπτικό για τις αμυντικές δεσμεύσεις ως προς άλλες χώρες, και έχει όλο και περισσότερη άγνοια των λογικών για αυτά. Οι γενιές που πολέμησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και υποστήριξαν τον μακρύ αγώνα του Ψυχρού Πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης, γενικά πίστευαν ότι μια ειρηνική δημοκρατική Ευρώπη αξίζει να προστατευθεί και ότι ο επεκτατισμός του Κρεμλίνου είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που απαιτεί μια απάντηση από τις ΗΠΑ. Πριν από μερικές δεκαετίες, το πρόβλημα με την συμπεριφορά του Trump προς την Ουκρανία θα ήταν πιθανότατα αυταπόδεικτο στις πλειοψηφίες των δυο κομμάτων. Σήμερα, παραμένει αυταπόδεικτο στα κατεστημένα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των δύο κομμάτων. Αλλά για πολλούς απλούς Αμερικανούς, αυτοί οι ειδικοί μιλούν μια σχεδόν εξαφανισμένη γλώσσα καθώς προειδοποιούν για φρίκες που έχουν χαθεί από την ζωντανή μνήμη.
Η άνοδος του Trump έχει επιδεινώσει αυτή την τάση. Ο Trump ήρθε στην εξουσία εν μέρει υποστηρίζοντας μια απλοϊκή, συναλλακτική άποψη του ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο και του ρόλου του ως προέδρου: «Πρώτα η Αμερική». Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πρέπει να περιλαμβάνει μόνο το στενό ίδιο συμφέρον. Οι συμμαχίες είναι ύποπτες. Οι ξένοι θα ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ισχυρού ηγέτη του ισχυρότερου έθνους. Ούτε το θεσμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ούτε το υποστηρικτικό οικοσύστημά του στα μέσα ενημέρωσης αποδείχθηκαν πρόθυμοι ή ικανοί να απορρίψουν αυτή την αυταρχική παρωδία διαχείρισης του κράτους.
Ως αποτέλεσμα, η μακρά διολίσθηση προς την προεδρική μονομέρεια στην εξωτερική πολιτική συνδυάστηκε με την απομονωτική απογοήτευση και το πικρό κομματικό πνεύμα της εποχής. Έχει παραγάγει την εμφανή αποδοχή μιας πρόδηλης και ιστορικώς πρωτοφανούς κατάχρησης της αμερικανικής εξουσίας σε ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος. Αν δεν συμβεί κάτι απρόβλεπτο, η Γερουσία θα ψηφίσει για να αθωωθεί [ο Τραμπ]. Το Κογκρέσο, με το να αρνηθεί να ασκήσει το εργαλείο που κληροδότησαν οι Άγγλοι βουλευτές του 14ου αιώνα και οι Αμερικανοί ιδρυτές του 18ου αιώνα, θα κανονικοποιήσει τα αδικήματα του Trump και θα εγκαταλείψει την ηθική αξίωση των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια ηγεσία τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Σύνδεσμοι:
[1] http://https://www.amazon.com/High-Crimes-Misdemeanors-History-Impeachme…
[2] https://www.british-history.ac.uk/rushworth-papers/vol1/pp302-358
[3] http://cw.routledge.com/textbooks/9780415485432/26.asp
[4] https://fas.org/sgp/crs/misc/IF11086.pdf
[5] https://constitutioncenter.org/interactive-constitution/article/article-i
Ο FRANK O. BOWMAN III είναι ανώτερος καθηγητής Νομικής στην έδρα Floyd R. Gibson στη Νομική Σχολή στο Πανεπιστήμιο του Missouri, επισκέπτης καθηγητής στο Law Center στο Πανεπιστήμιο του Georgetown, και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο High Crimes and Misdemeanors: A History of Impeachment for the Age of Trump. [1]