Στη λειτουργία όλων των δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης, δηλαδή των Κέντρων Υγείας, των τοπικών μονάδων (ΤΟΜΥ) και των ΠΕΔΥ υπό κοινή “ομπρέλα” προχωρά το υπουργείο Υγείας.
Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια, όπως ανέφερε σε συνέντευξή του, οι δομές αυτές θα συνδεθούν σε ένα δίκτυο πρωτοβάθμιας υγείας που αφενός θα αποσυμφορήσει τα δημόσια νοσοκομεία, αφετέρου θα διευκολύνει την πρόσβαση των πολιτών, δεδομένου πως θα λειτουργούν όλη την εβδομάδα σε εικοσιτετράωρη βάση.
Στα σχέδια μάλιστα της Αριστοτέλους είναι οι δομές πρωτοβάθμιας υγείας να διοικούνται από manager. Στην ίδια κατεύθυνση προωθείται η αλλαγή της “φιλοσοφίας” των Κέντρων Υγείας, με την εισαγωγή ενός ενιαίου μοντέλου παροχής υπηρεσιών υγείας (integrated health care), ενώ οι δομές του δικτύου θα στελεχώνονται όχι μόνο από γιατρούς του δημοσίου, αλλά και από ιδιώτες γιατρούς. Παράλληλα, και στο χώρο της πρωτοβάθμιας αναμένεται να υπάρξουν συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), όπως θα γίνει και με τα νοσοκομεία, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε μονάδας.
Σημειώνεται πως το επόμενο διάστημα θα γίνει πιλοτική εφαρμογή των ΣΔΙΤ σε τρία νοσοκομεία του ΕΣΥ. Η πιλοτική εφαρμογή θα ξεκινήσει από δύο νοσοκομεία της Αττικής, ένα μικρό και ένα μεγάλο, και ένα νοσοκομείο της Περιφέρειας, και θα σχετίζεται με ακριβό ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, χωρίς να επιβαρύνονται οικονομικά οι πολίτες.
Στα νοσοκομεία ετοιμάζεται ακόμη η οργάνωση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών, με γνώμονα τη δημιουργία σχεδίου διαλογής των ασθενών που θα μειώσει τις αναμονές και θα αντιμετωπίσει τα πραγματικά έκτακτα περιστατικά των εφημεριών και των τμημάτων ακτινοθεραπείας.
Η μετεξέλιξη των τοπικών μονάδων
Η δημιουργία των Τοπικών Μονάδων Υγείας, που θα στελεχώνονταν από οικογενειακούς γιατρούς (ο οποίος θα ήταν υποχρεωτικός για κάθε πολίτη) και θα αποτελούσαν το πρώτο βήμα πριν την παραπομπή σε ειδικό γιατρό αν κρινόταν απαραίτητο, αποτελούσε μέρος της μεταρρύθμισης επί ΣΥΡΙΖΑ και είχε ξεκινήσει να υλοποιείται από το 2016. Για τα τέσσερα πρώτα χρόνια η χρηματοδότηση του συστήματος θα γινόταν μέσω ΕΣΠΑ και μετά το 2021 από εθνικούς πόρους.
Ενώ όμως αρχικά είχε προβλεφθεί να ανοίξουν 237 ΤΟΜΥ, μόλις 127 μονάδες κατάφεραν να λειτουργήσουν και αυτές με κενά. Με βάση επίσης τον αρχικό σχεδιασμό, κάθε οικογενειακός γιατρός θα είχε πληθυσμό ευθύνης 2.250 ενήλικες και 1.500 παιδιά οι παιδίατροι.
Τελικά 1.100 γιατροί περίπου εντάχθηκαν στις μονάδες, όταν όπως αναφέρουν οι γιατροί, το όριο ασφαλείας για τον πληθυσμό των 11 εκατ. κατοίκων είναι 5.000. Χαμηλά ήταν και τα ποσοστά εγγραφής πολιτών σε κατά τόπους οικογενειακούς γιατρούς, με το σύστημα να έχει ουσιαστικά “παγώσει” πριν καν ξεκινήσει.
Βίκυ Κουρλιμπίνη
capital.gr