Του ΑΛΕΞΙΟΥ Χ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Η εν θέματι παρέμβασή μου αποπειράται, να αποτυπώσει τα διεθνή, διαρκή και απαράγραπτα εγκλήματα που διέπραξε η Τουρκία σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας του καλοκαίρι του 1974, να εξετάσει αδρομερώς το ζήτημα, γιατί ενόσω αυτά αποτελούν απορρυθμιστικούς παράγοντες των ιδρυτικών αρχών και του συστήματος συλλογικής ασφάλειας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) εξακολουθούν να τελούνται αδιάλειπτα και ανενόχλητα, τη στιγμή που σε άλλες περιπτώσεις τα Ηνωμένα Έθνη (Η.Ε.) αντέδρασαν αστραπιαία και ποια είναι επί των ανωτέρω η δική μας θέση ως Ελληνισμός.
Το Κυπριακό τυγχάνει πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής, έστω και υπό το πρίσμα επιγενόμενης παρανομίας μετά την αποκατάστασης της δημοκρατικής νομιμότητας στο νήσο, συνίσταται στη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας το καλοκαίρι του 1974, με απότοκο την κατάληψη του 37% του εδάφους, τη θανάτωση 4.000 περίπου ανθρώπων αλλά και μεγάλου αριθμού αγνοουμένων, τον ξεριζωμό 200.000 Ελλήνων της Κύπρου από τις εστίες τους, την καθημερινή σύληση και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη συνεχή μεταφορά εποίκων που πλέον υπερβαίνουν σε αριθμό τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους (Τ/Κ).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία έχει τελέσει, αλλά εξακολουθητικά έως και σήμερα να τελεί, πληθώρα διεθνών εγκλημάτων Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, κυριότερα δε των οποίων τυγχάνουν σε αδρές γραμμές τα εξής:
ΙΙ. Τα κατ’ ιδίαν εγκλήματα
Το Διεθνές έγκλημα της επιθέσεως
Το διεθνές έγκλημα της κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου
Το έγκλημα της βιαίας εκδίωξης πληθυσμού
Το διεθνές έγκλημα του εποικισμού
Το έγκλημα πολέμου των ανθρωποκτονιών
Το έγκλημα πολέμου των βασανιστηρίων
Το έγκλημα πολέμου των βιασμών
Το έγκλημα πολέμου της καταστροφής πολιτιστικής κληρονομιάς
III. Ο ρόλος των διεθνών εγκλημάτων της Τουρκίας στην απορρύθμιση των αρχών και του συστήματος ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) και η ανόμοια αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων
Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του Δ.Π.Δ. η δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου εκτείνεται στη διάγνωση, παραπομπή και εκδίκαση των αδικημάτων που ανάγονται στη δικαιοδοσία του και ειδικότερα των εγκλημάτων πολέμου, του εγκλήματος της επίθεσης, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ως επίσης και το έγκλημα της γενοκτονίας.
Συναφώς τονίζεται στο παρόν σημείο, ότι η εγκαλούμενη για τα αδικήματα αυτά τουρκική δημοκρατία (κατ’ επίφαση αλλά και από γενναιοδωρία επονομαζόμενη) έχει και στο παρελθόν, πριν το 1974 (ίδετε γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου – 1914 έως 1923 και γενοκτονία των Αρμενίων 1915 – 1917) κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση τελέσει το σύνολο των αδικημάτων που εμπεριέχονται στο ως άνω άρθρο 5.
Συνεπώς, υπάρχει μια διαρκής και αδιάλειπτη ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά διεθνώς, η οποία απάδει της διεθνούς έννομης τάξης και αντίκειται ευθέως στη συλλογιστική εγκαθίδρυσης του Ο.Η.Ε. αλλά και του συστήματος ασφαλείας αυτού.
Τυγχάνει δε πανθομολογούμενο ότι η Διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο για μια Διεθνή Οργάνωση (26η Ιουνίου 1945) έλαβε χώρα για τη δημιουργία ενός Διεθνούς Οργανισμού, ο οποίος φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει το αποτυχημένο μοντέλο της Κοινωνίας των Εθνών από ένα σύγχρονο διεθνή οργανισμό που να διέπεται από τους πολιτικούς στόχους που ενστερνίζονταν οι Σύμμαχοι και είχαν ήδη επικυρωθεί στη Διάσκεψη της Γιάλτας στις απαρχές του ιδίου έτους.
Βασικός στόχος ήταν η εκμηδένιση του γερμανικού εθνικισμού του μιλιταρισμού της Γερμανίας και η δημιουργία των απαιτούμενων συνθηκών, ούτως ώστε να μην απειληθεί ξανά η παγκόσμια ειρήνη.
Τούτο δε δύνατο να επιτευχθεί μέσω της υιοθέτησης νομικών κανόνων, όπως άλλωστε μεταξύ άλλων και του Κ.Χ. του Ο.Η.Ε. αλλά και της υιοθέτησης του συστήματος συλλογικής ασφάλειας για την αποτροπή οποιουδήποτε θα επιθυμούσε στο μέλλον να την εκτρέψει, θεωρώντας μάλιστα την έννοια αυτή ως μια εκ των σημαντικότερων μορφών ή επιτευγμάτων του Ο.Η.Ε..
Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται πέρα από σαφές ότι η αδιάλειπτα εγκληματική συμπεριφορά της Τουρκίας θέτει σε έκδηλη διακινδύνευση το σύστημα συλλογικής ασφάλειας (collective security) του Ο.Η.Ε., ο οποίος όμως, εκτός από την υιοθέτηση ψηφισμάτων καταδίκης του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνελεύσεως, ουδέν έχει πράξει προς την κατεύθυνση της καταστολής, δηλαδή του εκτελεστικού βραχίονα του συστήματος ασφαλείας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ο.Η.Ε. ουδέποτε ενεργοποίησε τον εκτελεστικό βραχίονα του συστήματος ασφαλείας σε βάρος της Τουρκίας, παρά τη συνεχιζόμενη έως και σήμερα εκτροπή της νομιμότητας, όπως μετά περισσής ευκολίας έπραξε σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στον πόλεμο του Κόλπου (1991) που έλαβε χώρα κατ’ εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. και την επίνευση των στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Η.Π.Α.) αλλά και τον πόλεμο της Βοσνίας (1992 – 1995).
Συνεπώς, απορίας άξια είναι η αιτιολογία διάκρισης της εν λόγω συμπεριφοράς σε δυο τουλάχιστον όμοιες περιπτώσεις (εισβολή της Τουρκίας στη Κύπρο – 1974, εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ – 1991) και ειδικότερα η μη εν τοις πράγμασιν επέμβαση στην πρώτη και η αυτόθροη στρατιωτική επέμβαση στη δεύτερη.
ΙV. Η αποτροπή των εν λόγω εγκλημάτων
Αναντίρρητον παραμένει το γεγονός ότι η Τουρκία παραβατεί, εγκληματεί αλλά κατ’ ουσίαν καρκινοβατεί μεταξύ της σύγκρουσης, της πολιτικής και διπλωματικής μεθόδευσης μέσω του μεταναστευτικού, λάθρο-εποικιστικού, των μνημονίων συνεργασίας (Τουρκίας – Λιβύης) και οριοθέτησης ΑΟΖ, των fail states αλλά επίσης και των απειλών και παραβιάσεων των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδος – Κύπρου, το δε κρίσιμο ερώτημα είναι εμείς ως Ελληνισμός τι κάνουμε.
Δοθέντων της υπερίσχυσης των κρατοκεντρικών προσεγγίσεων περί της «άναρχης δομής» των Διεθνών Σχέσεων ως απορρυθμιστικού λόγου της «συλλογικής ασφάλειας» και δικαιολογητικού λόγου «ανόμοιας μεταχείρισης ομοίων περιπτώσεων», εμείς θα πρέπει να εμμείνουμε στην άποψη μας ότι η υπερφαλάγγιση του παράγοντα «Δίκαιο» συντελεί στο «πριόνισμα της κλαδιού» όπου κάθεται η Διεθνής Κοινότητα, ότι ως ζήτημα αρχής οι πράξεις της ιμπεριαλιστικής Τουρκίας αποκλείεται να γίνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανεκτές ή αποδεκτές, επαγρυπνώντας παράλληλα ως Μητροπολιτικός – Κυπριακός και απανταχού Ελληνισμός, αποδυόμενοι σε έναν διπλωματικό μαραθώνιο.
Έχουμε δε ως προκεχωρημένη διεθνολογική και νομική θέση ότι το Κυπριακό πρόβλημα είναι ζήτημα κατ’ εξοχήν εισβολής και κατοχής τρίτης χώρας σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο κράτος – μέλος του Ο.Η.Ε. και του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι καθημερινώς τελούνται και διαιωνίζονται στην Κύπρο απαράγραπτα και διαρκή εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και σε τελική ανάλυση ότι ουδείς δύναται και πρέπει να μας πείσει ή να μας ψέξει «γιατί δεν αγαπάμε τον βιαστή της μητέρας μας».
Η ολοσχερής άρση αυτών, δια της επιτακτικής εφαρμογής των ψηφισμάτων του Σ.Α. των Η.Ε. και των αποφάσεων διακρατικών προσφυγών και των προσφυγών ιδιωτών στο Ε.Δ.Α.Δ., αλλά και παράλειψη τους στο μέλλον αποτελεί την ακρογωνιαία λίθο και τη στερεή βάση για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος, η οποία πρέπει να είναι λειτουργική για να είναι βιώσιμη και για να είναι βιώσιμη θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το Δίκαιο ή έστω να μην ευρίσκεται σε οξεία αντίθεση με αυτό. Έτσι μόνον η λύση δύναται να ταχθεί υπέρ του μακρόπνοου συμφέροντος της ολότητας, ήτοι των συμβαλλομένων, της Διεθνούς Κοινότητας αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων που την απαρτίζουν.
Ταυτόχρονα, έως ότου η Τουρκία πειστεί ότι πρέπει να «αφουγκραστεί δημοκρατικές λύσεις στα Διεθνή ζητήματα», γεγονός το οποίο δυστυχώς δεν επιρρωνύεται έως σήμερα με τις τρέχουσες εξελίξεις, τυγχάνει αδήριτη ανάγκη η αδιάλειπτη υλοποίηση του ενεργειακού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ολοκλήρωση του ενεργειακού σχεδιασμού της Ελληνικής Δημοκρατίας με ανακήρυξη ταχέως ΑΟΖ και αξιοποίησης των υπογραφών για τον αγωγό East-med ως έργου ενεργειακής πνοής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα, θα πρέπει άμεσα να υπάρξει διεύρυνση των τριμερών – τετραμερών κλπ. συνεργασιών αλλά και η εμβάθυνση τους από τον τομέα της ενέργειας σε αυτόν αμυντικής συνεργασίας, της συμμαχίας και κοινής αποτροπής, γεγονός που ως πρόκριμα επιτάσσει αφενός μεν την απεμπόληση του καταστρεπτικού δόγματος του «κατευνασμού και εξημέρωσης του θηρίου» και του φοβικού «δε διεκδικώ τίποτα» και αφετέρου προϋποθέτει την ισχυροποίηση της αποτρεπτικής δύναμης της Ελλάδος με την ανανέωση και άμεσο εμπλουτισμό του αμυντικού εξοπλισμού, απαλλαγμένης της διαδικασίας από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, ενώ πλήρως πρέπει να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή πολιτική και διπλωματική περίσταση που δημιουργεί η υιοθέτηση του νόμου «Ρούμπιο – Μενέντεζ» στην Αμερικανική Γερουσία η Κυπριακή Δημοκρατία για να ενισχυθεί άμεσα η Εθνική Φρουρά και να ζωντανέψει το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδος – Κύπρου, αποδεικνύοντας ότι ο Ελληνισμός ευρίσκεται επί αιώνες στα χώματα αυτά, γιατί αποτελεσματικά διαφυλάττει τις «Θερμοπύλες» των πανανθρώπινων ιδεωδών του Δικαίου, της νομιμότητας αλλά και της συλλογικής ασφάλειας υπό το απαρέγκλιτο δόγμα της εθνικής ακεραιότητος.
Κλείνοντας την παρέμβαση μου αυτή θα ήθελα από καρδιάς να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο της ΣΕΥΑΕΚ κ. Ευάγγελο Κουρή, συνάδελφο Δικηγόρο, για την πρόσκληση αλλά το σύνολο των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής και την επίσης συνάδελφο και συντονίστρια της εκδήλωσης κ. Αθανασία Φωτιάδη για τη χορήγηση του φιλόξενου βήματος της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων για την παρουσίαση των απόψεών μου.
Εισήγηση – παρέμβαση Αλέξιου Χ. Κωνσταντίνου την 17η Ιανουαρίου 2020 στην Παλαιά Βουλή των Ελλήνων κατά την εκδήλωση – ημερίδα της Συντονιστικής Υπεράσπισης Αγώνα για Ελεύθερη Κύπρο (Σ.Ε.Υ.Α.Ε.Κ.) με τίτλο: «Τα διαρκή και απαράγραπτα εγκλήματα της Τουρκίας κατά του Ελληνισμού, ο ρόλος τους στην απορρύθμιση του Διεθνούς Συστήματος Ασφάλειας και η αποτροπή τους»
Αλέξιος Χ. Κωνσταντίνου, PhD
Δικηγόρος Παρ΄Αρείω Πάγω
Διδάσκων Καθηγητής – Συντονιστής
Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου και
Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας
Γενικός Γραμματέας Ενώσεως Κυπρίων Ελλάδος
Φωτογραφία: Επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών κατά την τουρκική εισβολή του 1974 τελέστηκε στο στρατιωτικό κοιμητήριο στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
apopseis