ΑΚΑΝΘΟΣ-ΕΡΙΣΣΟΣ-ΙΕΡΙΣΣΟΣ: ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΕΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ
Κείμενο: ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Γ. ΝΑΣΤΟΥ
Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας
Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού», σ. 14
Ο βυζαντινός οικισμός της Ιερισσού, γνωστός μέχρι πρότινος από τα έγγραφα των αθωνικών μονών, τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αναδεικνύεται και αρχαιολογικά, αν και η στάθμη αυτού του είδους της πληροφόρησης παραμένει χαμηλή, καθώς προέρχεται από μη επιστημονικές αναγκαιότητες, όπως σωστικές ανασκαφές για σύγχρονη δόμηση.
Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται στη συγκριτική μελέτη των κειμενικών αναφορών με τα αρχαιολογικά δεδομένα, προκειμένου να διερευνηθεί διαχρονικά ο χαρακτήρας και η λειτουργία του οικισμού και να διαπιστωθούν συστοιχίες ανάμεσα στην ορολογία και τις μεταβολές στη φυσιογνωμία του σε επίπεδο θεσμικής λειτουργίας, εσωτερικής οργάνωσης και πρόσληψης από τους ανθρώπους της εποχής.
Ο αστικός χαρακτήρας του αρχαίου οικισμού εκφράζεται τόσο με πολιτισμικούς όσο και με οικονομικούς όρους. Στην ανάπτυξη των αστικών λειτουργιών συντέλεσε η φυσική θέση του και η δυνατότητα εκμετάλλευσης διαφορετικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, διαμορφώνοντας τον, πρωτίστως εμπορικό, χαρακτήρα της πόλης. Σε σχέση με την ενδοχώρα της, η Άκανθος ήλεγχε ένα εκτεταμένο δίκτυο οικισμών μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας και δέσποζε ως συγκοινωνιακός κόμβος σε επίπεδο τοπικό, αλλά και περιφερειακό.
Η Άκανθος ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ. από Άνδριους αποίκους και κατελάμβανε τα υψίπεδα και τις πλαγιές των λόφων που βρίσκονται στα νοτιοανατολικά του σύγχρονου οικισμού της Ιερισσού.
Στο χωρικό επίπεδο, η αρχαία Άκανθος πληρούσε τα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της κλασικής και μετακλασικής πόλεως με την ύπαρξη ενός λειτουργικά οργανωμένου χώρου με Ιπποδάμεια χάραξη του πολεοδομικού σχεδίου και του οδικού δικτύου. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων που ανασκάφηκαν ανταποκρίνεται σε δημόσιες και ιδιωτικές χρήσεις του αστικού χώρου, ο οποίος περιβάλλεται από τείχος. Υπάρχει επίσης διακριτή οχυρή Ακρόπολη, όπου ενσωματώνεται και χώρος λατρείας, ενώ πρωταρχική σημασία έχει ο δημόσιος χώρος, με την Αγορά που αποτελεί το κοινωνικό και οικονομικό κέντρο και χωροθετείται σε κεντρικό σημείο. Σημαντική είναι η παρουσία χρήσεων αναψυχής και πολιτισμού καθώς και η εξάσκηση μιας πολιτικής θρησκείας με ιερά, βωμούς και ιερούς περιβόλους, αφιερωμένους στην προστάτιδα θεότητα της πόλης.[1]
Η πόλη όχι μόνο διατηρήθηκε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, αλλά ως ρωμαϊκή κοινότητα παρουσίασε εκ νέου ανάπτυξη σε οικονομικό και εμπορικό επίπεδο.
Η ρωμαϊκή Άκανθος αναφέρεται στις πηγές της περιόδου ως Civitas, που σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο προσδιορίζει έναν αυτόνομα οργανωμένο συνεταιρισμό πολιτών που διαθέτει μια ύπαιθρο χώρα προς εκμετάλλευση, ένα αστικό κέντρο με αναπτυγμένες τη διοικητική και εμπορική λειτουργία και με ισχυρή πολιτιστική ακτινοβολία.
Αναμφίβολα, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες μεταβολής των αρχαίων πόλεων ήταν η διαδικασία εκχριστιανισμού τόσο λόγω της φύσης των παρεμβάσεων, που άλλαξαν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του οικιστικού τοπίου, όσο και –κυρίως- μέσω του όλο και αποφασιστικότερου ρόλου που αναγνωρίζεται στους επισκόπους ως προς τη μέριμνα για τα αστικά κέντρα και την οργάνωσή τους.[2]
Η Άκανθος, μια αντιπροσωπευτική περίπτωση αρχαίου άστεως με διοικητική, δημοσιονομική υπόσταση και κατεξοχήν παγανιστικό χαρακτήρα εκχριστιανίστηκε καθολικά και άμεσα, όπως γίνεται φανερό από τη μαζική ανέγερση ναών και από πρώιμες αναφορές σε ύπαρξη Επισκοπής, γεγονός που πιθανώς σχετίζεται με τη μεταβολή της οικιστικής οργάνωσης ήδη κατά την αυτοκρατορική περίοδο με τη δημιουργία της αποικίας της Ακάνθου με προνομιακό καθεστώς. Η οργάνωση αυτή είχε ως συνέπεια ο οικισμός να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο και μάλιστα από μια αρκετά πρώιμη φάση στα τέλη του 3ου αιώνα ή στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., επαληθεύοντας τη θεωρία που συνδέει τις περιοχές που επιδεικνύουν κάποια ευημερία και εξέλιξη κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους με τη θέση τους στο ρωμαϊκό σύστημα.[3]
Ειδικότερα, η ανέγερση της πολυτελούς βασιλικής στην Άκανθο, αλλά και άλλων ναών στην ύπαιθρο του οικισμού, πιθανώς, συνδέεται με αυτοκρατορική πολιτική πρωτοβουλία, καθώς για την αγορά της γης προκειμένου να ανεγερθεί ένας ναός, αλλά και για την κατασκευή και διακόσμησή του απαιτούνταν μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία δεν μπορεί να ήταν διαθέσιμα στις περιορισμένες ακόμα χριστιανικές κοινότητες μιας πόλης μεσαίου μεγέθους, όπως η Άκανθος.
Η διάδοση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, κατά την εποχή αυτή, είτε υποκινείται από τον αυτοκράτορα είτε όχι, αναμφίβολα είναι ενδεικτική μιας μεταβολής στο οικιστικό πλέγμα, όπου φαίνεται η νέα θρησκεία να αποκτά προβάδισμα σταδιακά σε σχέση με τα παγανιστικά ιερά που είναι ακόμα σε χρήση.
Κατά τα άλλα, η Άκανθος εξακολουθεί να απολαμβάνει το καθεστώς της civitas και διατηρεί ενεργή την επισκοπική έδρα, σύμφωνα με τον κατάλογο του Ιεροκλή.[4] Τα, έως τώρα, αρχαιολογικά δεδομένα είναι ενδεικτικά μιας κοινωνίας σε ευμάρεια με δυνατότητα προμήθειας και διακίνησης πολύτιμου χρήματος.[5]
Βασικές προϋποθέσεις για να βρίσκεται ένας οικισμός κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους σε καθεστώς πόλης (πόλεως σχήμα), σύμφωνα με τον Προκόπιο, θεωρούνται, η δομημένη επιφάνεια (μέγεθος), ο πληθυσμός (πολυανθρωπία), η οικονομική δραστηριότητα (πλούτος και ευδαιμονία) και η ομορφιά του φυσικού και κτισμένου περιβάλλοντος (κάλλος).[6]Κατά συνέπεια, η Άκανθος επιβεβαιώνει, ιστορικά και αρχαιολογικά, τη διατήρηση της ιδιότητας της πόλεως, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα.
Οι αλλαγές ήταν τεράστιες για την αυτοκρατορία τον 7ο αιώνα. Είναι πολυσυζητημένη η εξέλιξη της πόλης κατά την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο. Τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το μοτίβο της αλλαγής είναι η απομάκρυνση από τη μνημειακότητα, η καθιέρωση των τειχών ως ενδεικτικό στοιχείο του αστικού χαρακτήρα και η συστολή του δημόσιου χώρου.
Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι την περίοδο αυτή οι πόλεις ήταν σε παρακμή και κινδύνευαν με αφανισμό, αλλά ότι η αντίληψη για τον αστικό χώρο επαναπροσδιορίζεται, αφού μια μεταβολή της αστικής φυσιογνωμίας είχε αρχίσει ήδη από τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.[7]
Ειδικότερα, μετά τον 7ο αιώνα, η πόλις έχασε την αρχαία σημασιολογία της ως κράτος και δημόσιος βίος και, συνακόλουθα, μέρος της θεσμικής και οικονομικής της αυτονομίας. Ένας θεσμός της υστερορωμαϊκής εποχής που επιβιώνει τώρα είναι η επισκοπή, η οποία σε κάποιο βαθμό υποκαθιστά την άλλοτε θεσμική υπόσταση της πόλεως, και σε κάθε περίπτωση συνιστά ένα από τα βασικά κριτήρια προσδιορισμού της βυζαντινής πόλης στη σύγχρονη έρευνα. Ένα δεύτερο κριτήριο αποτελεί η υπαγωγή ενός οικισμού στο νέο πρότυπο της απόρθητης πόλης.[8]
Στην περίπτωση της Ακάνθου, μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα, σημειώνεται μια δημογραφική συρρίκνωση, η οποία πιθανώς προκάλεσε και την αραίωση της ενδοαστικής οικιστικής ζώνης, αλλά και ένας περιορισμός ορισμένων λειτουργιών που μέχρι τότε αναπτυσσόταν στην πόλη.
Ωστόσο, η μελέτη των οδών επικοινωνίας του 7ου και του 8ου αιώνα δείχνουν την εξέλιξη της Ιερισσού σε σημαντικό κέντρο λόγω της προτίμησης της εποχής για τις θαλάσσιες οδούς σε σχέση με τις επισφαλείς χερσαίες, ενώ ο οικισμός δέσποζε και στο τοπικό χερσαίο δίκτυο ως σημαντικός κόμβος.
Η Άκανθος επανέρχεται στο ιστορικό κάδρο ως τοῦ Ερισου (sic) ἡ ἐνορία το 883 σε σιγίλιο του Βασιλείου Α’[9] και από το 942, ως κάστρο και επισκοπική έδρα[10].
Η «ενορία» έχει την έννοια της φορολογικής περιφέρειας. Πρόκειται, δηλαδή, για φοροτεχνικό όρο που δεν σχετίζεται με τη μορφή και το μέγεθος του οικισμού, αν και, εμμέσως, δηλώνει την υπεροχή του σε σχέση με την περιφέρεια στην οποία ανήκει ως κέντρο της δημοσιονομικής απογραφής.
Ο όρος «κάστρο» έχει τεθεί προς ανάλυση από τους περισσότερους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με τους βυζαντινούς οικισμούς.[11]Για το κάστρο της Ιερισσού διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες από τα αθωνικά έγγραφα σχετικά με την κοινωνική του σύσταση και τις μεταβολές του κοινωνικού status των κατοίκων του, τη χρήση της γης και τις αστικές δομές που αναπτύχθηκαν, τις οικονομικές σχέσεις με τις μονές και τις νομικές διαφορές τους και, εντέλει, τη διαδικασία της αστικής εξέλιξης από τον 10ο ως τουλάχιστον τον 14ο αιώνα.
Το κάστρο ήταν οχυρωμένο στον λόφο που βρίσκεται στις νότιες παρυφές του σύγχρονου οικισμού στη θέση του αρχαίου κάστρου της Ακάνθου, τα τείχη της οποίας ήταν ακόμα σε χρήση με επισκευές. Ο τειχισμένος χώρος κατοικούνταν μόνιμα από αξιωματικούς του στρατού, της εκκλησίας, της διοίκησης, ενώ υπάρχουν πληροφορίες και για επιτόπιους δικαστές. Για σημαντικές υποθέσεις κρατικού ενδιαφέροντος, όπως ο σχεδιασμός της οριογραμμής Ιερισσού –Άθω, δικαστικοί λειτουργοί από τη Θεσσαλονίκη ή και την Κωνσταντινούπολη προσέρχονταν για αυτοψία στο κάστρο όπου λειτουργούσε «κάθισμα» για τη φιλοξενία τους.[12] Η οχυρωμένη ακρόπολη απαντά στις νέες αυξημένες αμυντικές ανάγκες, αποτελώντας όχι το ύστερο καταφύγιο των κατοίκων, αλλά αναπόσπαστο μέρος της πόλης και διακριτό κέντρο συγκέντρωσης της διοικητικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής εξουσίας.
Εκτός από τους αξιωματούχους, στο Κάστρο κατοικούσαν οι οἰκήτορες[13] ή ἰδιῶται και χωρι(η)άται[14] ή οἰκοδεσπόται[15], όπως καταγράφονται συλλογικά στα αθωνικά έγγραφα. Στα αρχεία των αθωνικών μονών υπάρχουν πληροφορίες για οἰκοστάσια με λουτρά, αποθήκες και βαγεναρία, για μύλους, για σπίτια, εργαστήρια, ζευγηλατεία, εξοπλισμό για την παραγωγή οίνου. Μαθαίνουμε, επίσης, ότι εντός του κάστρου υπήρχαν δύο σημαντικά μοναστικά συγκροτήματα: το μετόχι της Κολοβού με τα εξαρτήματά του και η μονή του Κυρ Ιωάννου, αφιερωμένη στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μεγάλος αριθμός εκκλησιών εντός και εκτός των τειχών, οι οποίες αρκετά συχνά αναφέρεται ότι είναι διακοσμημένες με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά ή έχουν ωραίους τρούλους. Η επισκοπή Ιερισσού φαίνεται να είναι ισχυρή και δραστήρια, αφού διαθέτει και διαχειρίζεται πολυάριθμους κληρικούς.
Η Ιερισσός δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν περιορισμένη εντός του περίκλειστου χώρου της οχύρωσης. Αντιθέτως, εκτεινόταν στις παρυφές του λόφου και στην περιοχή του λιμανιού σε μια έκταση αρκετών εκταρίων. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι αντιπροσωπευτικά της εικόνας που δίνουν οι πηγές. Στο τμήμα αυτό του οικισμού οι οικιστικές φάσεις αλληλοκαλύπτονται από την αρχαιότητα μέχρι και τον 12ο αιώνα αποδεικνύοντας ότι υπήρχε συνεχής κατοίκηση, με χαρακτηριστική εντατική εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού.
Η εξαφάνιση της Ακάνθου από τις πηγές τον 6ο αιώνα και η επανεμφάνισή της ως Ερισσού και, κατόπιν, Ιερισσού έχει προκαλέσει προβληματισμούς ως προς την ιστορική συνέχεια στην διαδοχή των φάσεων του οικισμού, αλλά και ως προς τον χαρακτήρα και τη μορφολογία του.
Το φαινόμενο της απουσίας ενός οικισμού από τις πηγές κατά τη διάρκεια των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων και της επανεμφάνισης του με διαφορετικό όνομα εντοπίζεται και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.[16]
Προκύπτει έτσι το ερώτημα για το αν η ζωή σε αυτές τις πόλεις ήταν απλά μια επιβίωση τόπων, κτιρίων διοικητικών και οικονομικών μοντέλων που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν ή αν το κλασικό ιδεώδες της πόλεως ή πόλης -που με τον δεσμό μεταξύ civitas και civilitas ένωνε την πόλη με τον αστικό πολιτισμό- συνέχιζε να είναι ένα σημαντικό και απαραίτητο στοιχείο του πολιτισμού των ανθρώπων που ζούσαν στους βυζαντινούς οικισμούς.[17]
Για τους κατοίκους της βυζαντινής Ιερισσού, όπως διαφαίνεται από τις πηγές και από την έως τώρα αρχαιολογική εικόνα, πιο σημαντική από τη μνήμη της αρχαιότητάς τους, που δεν αντιστοιχούσε πλέον σε καμία συγκροτημένη δομή εξουσίας, ήταν η καθημερινότητά τους, όπως διαμορφωνόταν από τη συνύπαρξη με τους σλαβικούς πληθυσμούς, τους εποίκους κοντινότερης ή μακρινότερης γεωγραφικής προέλευσης και τους μοναχούς, αρχικά των μονών της υπαίθρου και, κατόπιν, των αθωνικών καθιδρυμάτων. Στο πλαίσιο αυτό προσπάθησαν και πέτυχαν να δημιουργήσουν, κατά τους μέσους χρόνους, έναν αστικού προσανατολισμού οικισμό με διοικητική συγκρότηση, οικονομική ενότητα και δημογραφική ευρωστία.
Τους επόμενους αιώνες (11ο-12ο), η κοινότητα της Ιερισσού διαγράφει φθίνουσα πορεία. Οι αθωνικές μονές, που έχουν πληθύνει και έχουν ισχυροποιηθεί θεσμικά, προβαίνουν σε αναδιοργάνωση της περιουσίας τους, ενώ επεκτείνονται συνεχώς στα εδάφη της κοινότητας με αγοραπωλησίες, καταπατήσεις, διεκδικήσεις, παραχωρήσεις από τους αυτοκράτορες, αλλά και από πιστούς ή μέσω εξαναγκασμών των φτωχών χωρικών για ξεπούλημα της περιουσίας τους. Στα χρόνια που έπονται, αποκτούν τον πλήρη έλεγχο του κάστρου και των παραγωγικών δραστηριοτήτων του χωριού.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την εικόνα αυτή. Από τον 11ο αιώνα, ενώ οι βασικές αρχές λειτουργίας των παραγωγικών χώρων διατηρούνται, δεν συναντούμε με την ίδια συχνότητα και πυκνότητα τα προϊόντα πολυτελείας του προηγούμενου αιώνα, ενώ διαφαίνεται μια σταδιακή αλλαγή των παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η δεύτερη τομή, που είναι και η καθοριστικότερη, αφού σηματοδοτεί το πέρασμα στο κοινωνικό status του χωριού και της εξαρτημένης εργασίας, σημειώνεται τον 12ο αιώνα. Στρώματα καταστροφής εντοπίζονται σε πολλά οικόπεδα, που ερευνώνται ανασκαφικά και δίνουν οριστικό τέλος στις παραδοσιακές λειτουργίες των περιοχών, αφού σε αρκετές περιπτώσεις γίνονται ταφές ανάμεσα στα οικοδομήματα που ήταν σε διαρκή χρήση μέχρι τότε.
Ο οικισμός συρρικνώνεται και περιορίζεται στο κάστρο και σε ορισμένα βοηθητικά κτίρια στο λιμάνι, ενώ δεν αλλάζει η φορολογική περιφέρεια, η οποία όμως διαμοιράζεται.
Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, η κοινότητα της Ιερισσού διατηρεί τις διοικητικές και θρησκευτικές λειτουργίες της και η τοπική ελίτ εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα στα έγγραφα, ενδείξεις ότι ο οικισμός διατηρεί αστικές λειτουργίες, ανεξάρτητα από την πληθυσμιακή υποβάθμιση και την πολεοδομική συρρίκνωση. Την ίδια περίοδο, οι αθωνίτες επιδιώκουν να οριοθετήσουν και να επικυρώσουν τα δικαιώματά τους επί της ακίνητης περιουσίας τους στην ανατολική Χαλκιδική με συνεχή αιτήματα για απογραφές και επικυρώσεις από αυτοκράτορες και ανώτερους αξιωματούχους.
Από τον 14ο αιώνα, οι αθωνικές μονές διαθέτουν μεγάλο αριθμό παροίκων στην Ιερισσό που αναφέρεται πια ως «χωρίον». Ο χαρακτηρισμός συνιστά φοροτεχνική ορολογία, εφόσον χρησιμοποιείται για τη μικρότερη φορολογική περιφέρεια, τον πυρήνα της φορολογικής διοικητικής διαίρεσης της υπαίθρου.
Η ονοματοδοσία του οικισμού για τους αιώνες αυτούς επιβεβαιώνει την υποβάθμιση και, εντέλει, τη συρρίκνωσή του. Από τον 12ο αιώνα εμφανίζεται ένας πλουραλισμός και μια πολυσημία σε σχέση με την αναφορά του στις πηγές. Συγκεκριμένα, ο οικισμός αναφέρεται ως ενορία[18], κάστρον[19], παλαιόκαστρον[20], χώρα[21], χωρίον[22], κατεπανίκιον[23], πολίχνη[24] και πόλις.[25] Μια τελευταία αναφορά της Ιερισσού ως «κάστρον» το 1340, υπαινίσσεται ενδεχομένως ότι τα τείχη της επισκευάστηκαν και ο οικισμός επανοχυρώθηκε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανέκτησε τον αστικό χαρακτήρα του.
Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον 14ο αιώνα δείχνουν περαιτέρω δημογραφική μείωση που αποδίδεται στη δράση της Καταλανικής Εταιρείας, στον εμφύλιο πόλεμο των Ανδρόνικων και την σερβική κατάκτηση στην περιοχή.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, η υπόσχεση που απέσπασαν οι αθωνίτες από τον Στέφανο Δουσάν να μην τοποθετηθεί στην Ιερισσό νέος κυβερνήτης ούτως ώστε ο οικισμός να παραμείνει υπό την δεσποτεία της επισκοπής και του Άθω, προκειμένου οι Ιερισσιώτες να μην στερηθούν τον παραγωγικό τους χώρο.[26] Φαίνεται πως η σερβική κυριαρχία ενίσχυσε και τη θέση ενός ιεράρχη στην περιοχή, που είχε ιδιαίτερη σημασία για την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ 1342 και 1345 ο επίσκοπος Ιερισσού Ιάκωβος (1334-1365) προήχθη σε μητροπολίτη, μάλλον με στόχο να αντισταθμιστεί η σερβική επιρροή στον Άθω. Επρόκειτο για μια προσωποπαγή μητρόπολη, επομένως, ο διάδοχος του Ιακώβου φέρει πάλι τον τίτλο του επισκόπου. Παρόλ’ αυτά, η Ιερισσός για μικρό έστω χρονικό διάστημα ανέκτησε τη σημασία της. Ο οικισμός αναφέρεται σε σχέση με την οχύρωσή του τελευταία φορά το 1425 σε επιστολή ενός Βενετού πλοιάρχου, όπου αναφέρεται πως μόλις ο βενετικός στόλος προσέγγισε τον οικισμό, οι κάτοικοι τον εγκατέλειψαν αφήνοντας τους Βενετούς να τον δηώσουν.[27]
Συμπερασματικά, η οικιστική ορολογία και τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται διαχρονικά στον οικισμό της Ιερισσού στις πηγές συνεξεταζόμενα με τα αρχαιολογικά τεκμήρια δείχνουν ότι ο οικισμός πληρούσε κάποια διαχρονικά, κοινωνιολογικού και ιστορικού χαρακτήρα, κριτήρια, όπως η παρουσία κρατικών και εκκλησιαστικών αρχών, η μόνιμη διαμονή εκπροσώπων του ανώτερου κοινωνικού στρώματος και η συχνή αναφορά στις αρχαίες και μεσαιωνικές πηγές με όρους που προσιδιάζουν σε ό,τι χαρακτηρίζουμε ως «πόλη». Εξάλλου, η μεγαλύτερη πληθυσμιακή του πυκνότητα, σε σχέση με τους γειτονικούς οικισμούς, τον αναδεικνύει σε κέντρο της ευρύτερης περιοχής.
Όσον αφορά στη σχέση της Ιερισσού με την ύπαιθρό της, φαίνεται ότι ο μέγιστος οικονομικός ρόλος της πόλης για την περιφέρειά της ήταν αυτός ως κέντρο αγοράς, εντούτοις με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, η κυριαρχία ήταν πολύ παλαιότερη. Η πολιτική ηγεμονία του οικισμού συνδέεται στενά με την ιδεολογική ηγεμονία των επισκόπων του, καθώς στην Ιερισσό το επισκοπικό αξίωμα μονοπωλούσε επιμακρόν η αστική αριστοκρατία. Επιπλέον, η πολιτική δομή της Ιερισσού διέθετε σταθερό χαρακτήρα και συνοχή από νωρίς, όπως φαίνεται από τα πρωιμότερα αθωνικά έγγραφα, που δεν διασπάστηκε ποτέ· ακόμα και κατά την περίοδο της χαμηλότερης πολιτικής επιρροής, μετά τον 12ο αιώνα, ο οικισμός εξακολουθούσε να είναι ένα μείζον κέντρο της περιοχής, κυρίως ως αποτέλεσμα των μοτίβων ιδιοκτησίας ανάμεσα σε αθωνικά ιδρύματα και στην τοπική αριστοκρατία.
Κατά συνέπεια, η φυσιογνωμία του οικιστικού αναπτύγματος και ο πολιτισμικός ρόλος της Ιερισσού συνδέονται και προκύπτουν από συγκεκριμένες μεταβλητές σε σχέση και αναφορά με την ιστορική συγκυρία και τη θέση του οικισμού εντός ενός ευρύτερου συστημικού πλαισίου.
Ενκατακλείδι, αποδεικνύεται ότι οι μεταβολές στην οικιστική ορολογία αντανακλούν τη δυναμική της αστικής εξέλιξης μακροπρόθεσμα· επομένως, η σημασιολογία των όρων της οικιστικής ιεραρχίας στις πηγές αντιπροσωπευόταν όχι μόνο γλωσσολογικά, αλλά και χωρικά. _
[1] Δ. Δρακούλης, Ιστορικο-γεωγραφικές αναφορές και χαρτογραφικές σημάνσεις της Θεσσαλονίκης στην ύστερη αρχαιότητα, Βυζαντιακά 30 (2012-2013),11-44,29
[2] Ε. Κόντσινα,, Η Βυζαντινή Πόλη, μεταφρ. Κ. Δασκαλάκη, Αθήνα (2009), 83
[3]B. Ward-Perkins, “The Cities”, Cambridge Ancient History 13: The Late Empire, A.D. 337-425, Cambridge (1998), 405
[4] Hieroclis Synecdemus et Notitiae Graecae Episcopatuum accedunt Nili Doxapatrii Notitia, Patriarchatuum et locorum nomina immutata, in aedibus Friderici Nicolai (G. Parthey), Berolini (1866), 640. 5, 8
[5] Ι. Αθ. Παπάγγελος-Κλ. Δούκας, «Η παλαιοχριστιανική βασιλική της Ιερισσού», Κύτταρο Ιερισσού τ.6 (2011), 4-6, Αικ. Τσανανά–Δ. Μπιτζικόπουλος-Π. Ευγενικός, «Σωστικές ανασκαφικές έρευνες στη Χαλκιδική το 2010», ΑΕΜΘ 24 (2010), Θεσσαλονίκη (2014), 411-420, Αικ. Τσανανά – Π. Ευγενικός, «Στα ίχνη της βυζαντινής Ιερισσού», ΑΕΜΘ (2013) (υπό δημοσίευση)
[6] Προκόπιος, Περί Πολέμων, στο G. Wirth (J. Haury) (έκδ.), Procopii Caesariensis opera omnia, τ. 1, De bellis, Leipzig 1962, De bello Persico, 2.8.23.5-8: «… πόλιν ἑλεῖν ἀρχαίαν τε καὶ λόγου ἀξίαν καὶ πρώτην ῾Ρωμαίοις οὖσαν τῶν κατὰ τὴν ἕω πασῶν πόλεων, πλούτῳ τε καὶ μεγέθει καὶ πολυανθρωπίᾳ καὶ κάλλει καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδαιμονίᾳ …». Για την ταύτιση κάλλους – φυσικού και κτισμένου αστικού περιβάλλοντος βλ. H. Saradi, «The Kallos of the Byzantine City: The Development of a Rhetorical Topos and Historical Reality», Gesta 34.1 (1995) 37-56.
[7] G. Ostrogorsky, “Byzantine cities in the early middle ages”, DOP 13 (1959), 47-66, 47, 65
[8] L. Brubaker, «Topography and the creation of public space in early medieval Constantinople”, M. De Jong – F. Theuws – C. Van Rhijn, Topographies of Powers in Early Middle Ages, Brill – Leiden- Boston- Koln (2001), 31-43, 31-32, 34
[9] Prôtaton, έγγρ. 1 (883)
[10] Σε έγγραφα από τον 10ο μέχρι τον 12ο αιώνα: πρώτη μνεία στο Prôtaton, έγγρ. 4 (942) και κατόπιν στα έγγραφα της Iviron I: 2 (975), 4 (982), 5 (982), 7 (985), 8 (995), 12 (1001), 13 (1007), 15 (1008), 16 (1010), 29 (1047) Iviron II: 31 (1056), 41 (1079), 50 (1101), 52 (1104) ̇̇ Lavra I, έγγρ. 6 (974), 8 (989), 18 (1014) ως «θεόσωστον κάστρον», 39 (1079), 40 (1080), 60 (1115) , Xéropotamou έγγρ. 1 (956), 7 (1085)
[11]Ενδεικτικά: M. Veikou, “Byzantine Histories, Settlement Stories: Kastra, “Isles of Refuge”, and “Unspecified Settlements” as In-between or Third Spaces.”, Τ. Κιουσοπούλου (επιμ.), Οι βυζαντινές πόλεις, 8ος-15ος αιώνας, Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνετικές προσεγγίσεις, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2012, 159-205 ̇ J. Durliat, “La Peste du VIe Siècle. Pour un nouvel examen des sources byzantines”, Hommes et richesses dans l’Empire byzantin (IVe – VIIe Siècle), t. I, Paris (1989), 107-119̇ J. F. Haldon, Byzantium in the seventh century, Cambridge 1997 (rev. ed.) ̇ W. Liebeschuetz, “The end of the ancient city”, The city in Late Antiquity, (ed.) J. Ridge (1992), 1-32 ̇ J. M. Spieser, “L’évolution de la ville byzantine de l’époque paléochrétienne á l’iconoclasm”, P. Zech (Hrsg), Hommes et richesses dans l’ empire byzantine, vol. 1, 4e -7e siècle, Paris (1989), 97-106̇ L. Brubaker–J. Haldon, Byzantium in the Iconoclast Era, c. 680-850. A History, (2011)
[12] R. Morris, “Communal Legal Activity in the Athos Region in the Tenth Century”, A. Rio(ed.), Law, Custom and Justice in Late Antiquity and the Early Middle Ages, Centre for Hellenic Studies, King’s College London (2011). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σπαθαροκανδιδάτου Ιωάννη, κριτή Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης, που αναφέρεται και ως δικαστής, ο οποίος τον Ιούνιο του 1042 κλήθηκε να εκδικάσει μια υπόθεση που αφορούσε σε διαμάχη μεταξύ των μονών Ιβήρων και Μεγίστης Λαύρας για κάποια εδάφη στη Δεβελίκεια κοντά στην Ιερισσό και, σύμφωνα με το έγγραφο «χρονοτριβούσε» στο κάστρο της Ιερισσού περιμένοντας τους μοναχούς της Λαύρας στους οποίους είχε δώσει την νόμιμη πενθήμερη προθεσμία να επιστρέψουν με τους τίτλους ιδιοκτησίας, επί ματαίω, όπως αποδείχτηκε.
[13] Iviron Ι, έγγρ. 1 (927), στ. 1, έγγρ. 4 (982), στ. 19, 25, 26, έγγρ. 5 (982), στ. 14, κ.α.
[14] Prôtaton, έγγρ. 1 (883), στ. 14, έγγρ. 4 (942), στ. 8, 10 και έγγρ. 5 (942/3), στ. 3, 5
[15] Iviron Ι, έγγρ. 4 (982), στ. 4-6
[16]W. Brandes, “Byzantine Cities in the Seventh and the Eighth Centuries-Different Sources, Different Histories? Some methodological Observations on the Relationship between Written, Numismatic, Sigillographic and Archaeological Sources Used in Research into Byzantine Urbanism in the Seventh and Eighth Centuries”, G. P. Brogiolo- B. Ward-Perkins, The Idea and Ideal of the Town Between Late Antiquity and the Early Middle Ages, The Transformation of the Roman World 4, Leiden-Boston-Koln (1999), 21-57, 25-27 ̇ W. Brandes-J. Haldon, “Towns, tax and transformation: state, cities and their hinterlands in the east roman world, c. 500-800”, Towns and their territories between late antiquity and the early Middle Ages, G. P. Brogiolo, N. Gauthier, N. Christie (ed.), The Transformation of the Roman world, vol. 9, Leiden, Brill (2000), 141 – 172 ̇ Durliat 1990, 590-594
[17] E. Zanini, The Urban Ideal and Urban Planning in Byzantine new cities of the sixth century A.D.”, L. Lavan and W. Bowden (ed.) Theory and Practice in Late Antique Archaeology, Late Antique Archaeology 1, Leiden (2003), 196-223, 197
[18] Prôtaton, έγγρ. 1 (883), στ. 15, 2 (908), στ. 8, 50, 3 (934), στ. 10, 5 (943), στ. 24 ̇̇ Iviron I, 29 (1047), στ. 4, 5, 9, 71 ̇̇ Lavra I, έγγρ. 39 (1079), στ. 4-5.
[19] Σε έγγραφα από τον 10ο μέχρι τον 12ο αιώνα: πρώτη μνεία στο Prôtaton, έγγρ. 4 (942) και κατόπιν στα έγγραφα της Iviron I: 2 (975), 4 (982), 5 (982), 7 (985), 8 (995), 12 (1001), 13 (1007), 15 (1008), 16 (1010), 29 (1047) ̇̇Iviron II: 31 (1056), 41 (1079), 50 (1101), 52 (1104) ̇̇ Lavra I, έγγρ. 6 (974), 8 (989), 18 (1014) ωσ «θεόσωστον κάστρον», 39 (1079), 40 (1080), 60 (1115) ̇̇, Xéropotamou έγγρ. 1 (956), 7 (1085)
[20] Xéropotamou έγγρ. 4 (1032)
[21] Zografou, έγγρ. V (1142), VII (1267)
[22]Αποκλειστικά από το 1300 και εξής: π.χ. Lavra II, έγγρ. 90 (1300), 108 (1321) ̇̇ Zografou XV (1300), XVII (1320)
[23]Xéropotamou έγγρ. 10 (1275) ̇̇, Lavra II, έγγρ. 90 (1300)
[24]Vatopedi I, έγγρ. 14 (1239/ 1240), στ. 14 ως «πολίχνη» και στο ίδιο ως «πόλις» στ. 6
[25] Vatopedi I, έγγρ. 14 (1239/ 1240), στ. 14 ως «πολίχνη» και στο ίδιο ως «πόλις» στ. 6
[26] Vatopédi II(1340) έγγρ. 92.
[27]Κ. Δ. Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη (2007), 25