Του ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ
Σε ένα επικίνδυνο δίλημμα, «κατευνασμός και δορυφοροποίηση ή πόλεμος», προσπαθεί να εγκλωβίσει την Ελλάδα η Τουρκία, θέλοντας να κατοχυρώσει τα τετελεσμένα και να αποτρέψει τις άλλες επιλογές που έχει στη διάθεσή της η χώρα μας.
Γιατί, άλλες διαθέσιμες επιλογές δημιουργούν ανάχωμα στις διεκδικήσεις του Ταγίπ Ερντογάν, με τρόπο που στηρίζεται απολύτως στο Δίκαιο της Θάλασσας και τις Διεθνείς Συνθήκες και τον αφήνουν έξω από ένα πλαίσιο συμμαχιών και συνεργασιών που διαμορφώνουν μια διαφορετική και πολυσύνθετη αρχιτεκτονική ασφαλείας στην περιοχή.
Ο κατευνασμός και η υποταγή στις επιδιώξεις του Τ. Ερντογάν είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτά από καμιά ελληνική κυβέρνηση, αλλά είναι λανθασμένο να θεωρείται ότι οποιαδήποτε πρόκληση στην οποία προβαίνει η Τουρκία προκαλεί αυτομάτως παραχώρηση και απώλεια κυριαρχίας ή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Από την άλλη πλευρά, οι φωνές -ευτυχώς λίγες- που ακούγονται στο εσωτερικό, «βυθίσατε το… ”Yavuz”» σε ένα ριμέικ του «Βυθίσατε το ”Χόρα”», προφανώς θέλουν να αγνοούν τις σημαντικές αλλαγές από τη δεκαετία του ’70, και ακόμη περισσότερο δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται τι θα σήμαινε για την Ελλάδα μια έστω και μικρής κλίμακας στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία.
Ο Τ. Ερντογάν είναι προφανές ότι επιδιώκει μία από τις δύο αυτές επιλογές, από τις οποίες θεωρεί ότι η Τουρκία θα βγει κερδισμένη, καθώς φυσικά μια πολεμική εμπλοκή θα συσπειρώσει την τουρκική κοινή γνώμη γύρω από το πρόσωπό του, ενώ ακόμη και οι απώλειες που θα υπάρξουν είναι διαχειρίσιμες σε μια χώρα όπως η Τουρκία, σε αντίθεση με ό,τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα.
Η αποτρεπτική ισχύς των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στην προσπάθεια της Αθήνας να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο την τουρκική επιθετικότητα.
Η ανάπτυξη των συμμαχιών, πέραν των τριμερών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά ακόμη και των ευκαιριακών με τις χώρες που είναι εχθρικά διακείμενες προς την Τουρκία (Σ. Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία, τις δυνάμεις του Χαφτάρ στη Λιβύη κ.ά.), η διαμόρφωση μιας κοινής θέσης της Ε.Ε. που εκφράζει την αλληλεγγύη προς την Ελλάδα (παρά την αδυναμία της Ε.Ε. να στείλει πειστικά μηνύματα στην Άγκυρα), αλλά και οι όλο και πιο ρητές και ξεκάθαρες δηλώσεις της Ουάσινγκτον εναντίον των τουρκικών προκλητικών ενεργειών, είναι όπλα που αξιοποιεί η Ελλάδα. Και πάντως λειτουργούν και αυτά συμπληρωματικά στη διαμόρφωση ενός ισχυρού αποτρεπτικού πλαισίου.
Η παρέμβαση Τραμπ
Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες. Η παρέμβαση του Τραμπ προς τον Ερντογάν ήταν όχι για να σταματήσει την επιθετική πολιτική του, αλλά για να υπάρξει «διευθέτηση των διαφορών στην Ανατολική Μεσόγειο». Κανείς δεν πρόκειται να παρέμβει στην Κύπρο προκειμένου να εκδιώξει το τουρκικό γεωτρύπανο ή το ερευνητικό σκάφος που παράνομα διεξάγουν γεώτρηση ή έρευνες εντός της Κυπριακής ΑΟΖ και μάλιστα εντός οριοθετημένων Οικοπέδων που έχουν αδειοδοτηθεί στην κοινοπραξία Total/ENI.
Η κρίσιμη στιγμή θα είναι εάν η Τουρκία επιχειρήσει να παρεμποδίσει γεωτρύπανο που θα επιχειρεί γεώτρηση για λογαριασμό της γαλλοϊταλικής κοινοπραξίας σε οικόπεδο που αμφισβητεί και διεκδικεί ως τουρκικό (Οικόπεδα 6 ή 7) ή σε αδειοδοτημένο Οικόπεδο το οποίο θεωρεί ότι επικαλύπτεται με την «οριοθέτηση» που έχει κάνει το ψευδοκράτος, καλύπτοντας και περιοχές ακόμη και νότια της Κύπρου.
Εάν η Τουρκία επιχειρήσει κάτι τέτοιο (που είναι μάλλον απίθανο, καθώς προτιμά τα «σίγουρα παιχνίδια»), τότε είναι που θα κληθεί η Γαλλία να προστατεύσει τα συμφέροντα του γαλλικού πετρελαϊκού κολοσσού και τότε θα δοκιμαστεί και η αξιοπιστία των σημερινών θερμών λόγων συμπαράστασης.
Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι ούτε με τις γεωτρήσεις ούτε πολύ περισσότερο με τις έρευνες δημιουργείται «ανήκεστος βλάβη», καθώς η επανάληψη παρανομίας και της παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων, την οποία μάλιστα καταγγέλλει το κράτος που την υφίσταται και την αποδοκιμάζει σχεδόν ομόφωνα η διεθνής κοινότητα, δεν παράγει τετελεσμένα, δεν προσφέρει δικαιώματα, ούτε παράγει Δίκαιο.
Και ακόμη και στην ακραία περίπτωση που η Τουρκία κατορθώσει (αν και μέχρι τώρα έδειξε ότι δεν έχει τη δυνατότητα για πραγματοποίηση κανονικών γεωτρήσεων) να εντοπίσει ένα κοίτασμα, π.χ. στο Οικόπεδο 8, δεν είναι σε θέση να προχωρήσει στην αξιοποίησή του, καθώς υπό κανονικές συνθήκες και χωρίς να υπάρχει αντίδραση, όπως θα συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα χρειαστεί πάνω από 8-10 χρόνια και επένδυση αρκετών δισεκατομμυρίων. Απλώς ελπίζει ότι έτσι θα έχει ένα πιο ισχυρό χαρτί σε μια διαπραγμάτευση.
Το ελληνικό «οπλοστάσιο»
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αν ο κ. Ερντογάν επιχειρήσει να στείλει ερευνητικό σκάφος στην περιοχή που «οροθετήθηκε» ως τουρκική υφαλοκρηπίδα με το μνημόνιο Ερντογάν – Αλ Σάρατζ, τότε υπάρχουν επιχειρησιακά σχέδια για την παρεμπόδιση αυτής της παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων, που και πάλι όμως, όσο κι αν επαναλαμβάνεται, δεν δημιουργεί Δίκαιο, ούτε εμπεδώνει δικαιώματα της Τουρκίας στην περιοχή.
Όλα δείχνουν πάντως ότι ο «κόμπος πλησιάζει στο χτένι» και η Ελλάδα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μια μάχη που δεν θα κριθεί σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά σε πολιτικό – διπλωματικό.
Πρέπει άμεσα να κινηθούν όλες οι διαδικασίες, ώστε να γίνει κλιμακωτά:
– Το κλείσιμο Κόλπων (με άνοιγμα ως 24 ν.μ.), η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης (η Τουρκία τα έχει κάνει από το 1964), η επέκταση χωρικών υδάτων σε όλες τις περιοχές που δεν απαιτείται συμφωνία με γειτονικά κράτη και με τρόπο που να διασφαλίζεται η ελευθερία της ναυσιπλοΐας.
– Η θέσπιση Συνορεύουσας Ζώνης ως τα 24 ν.μ. όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας.
– Η κατάθεση συντεταγμένων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στον ΟΗΕ.
– Η ανακήρυξη ΑΟΖ και η πρόσκληση προς όλα τα γειτονικά κράτη να προσέλθουν σε συνομιλίες για οριοθέτηση.
– Η άμεση διαπραγμάτευση με την Κυπριακή Δημοκρατία και υπογραφή συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.
«Πρόκληση»
Για μια τέτοια κίνηση ο αντίλογος είναι ότι πιθανόν θα θεωρηθεί ως «πρόκληση» από την Τουρκία, κάτι που βεβαίως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα αναμενόμενα «αντίποινα» έχουν ήδη και… προκαταβολικώς επιβληθεί από την Άγκυρα μέσω του τουρκο-λυβικού μνημονίου. Ισχυρότερο αντεπιχείρημα ίσως είναι ότι καμιά πολιτική ηγεσία δεν θα ήθελε να θεσπίσει χώρο κυριαρχικών δικαιωμάτων, ο οποίος σε επόμενη φάση, είτε μέσω διαπραγμάτευσης είτε μέσω του Δ.Δ. της Χάγης, θα επιδικασθεί (έστω και μικρό τμήμα του) στην άλλη πλευρά. Και έτσι θα ενοχοποιηθεί και θα ακυρωθεί κάθε προσπάθεια συμβιβασμού και επίλυσης της διαφοράς της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία.
Όμως μετά τα όσα συνέβησαν με το τουρκο-λυβικό μνημόνιο ίσως είναι αναγκαία η προβολή μαξιμαλιστικών θέσεων και από την Ελλάδα, όπως θα εκφράζονταν με μια συμφωνία οριοθέτησης με την Κυπριακή Δημοκρατία, που θα εφάρμοζε τυπικά και ανελαστικά τις διατάξεις του Δικαίου της Θάλασσας, έχοντας επίγνωση όμως ότι αυτό είναι κάτι που θα αλλάξει σε μια τελική ρύθμιση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης εάν δεν κινηθούν άμεσα όλες οι προαναφερθείσες ενέργειες, τότε η Αθήνα δεν θα έχει δυνατότητα άσκησης των αποτελεσματικών σε μεγάλο βαθμό μέτρων που έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία, με την έκδοση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης και άσκηση διώξεων για εταιρείες και πληρώματα που συμμετέχουν σε παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις, καθώς δεν υπάρχει νομοθετική κήρυξη της υφαλοκρηπίδας, ούτε ανακήρυξη ΑΟΖ, ώστε να εφαρμοστεί η εσωτερική νομοθεσία για όσους παραβιάζουν τον συγκεκριμένο εσωτερικό νόμο.
Οι κινήσεις αυτές θα ενισχύσουν το ελληνικό «οπλοστάσιο» στην περίπτωση που οι εξελίξεις οδηγήσουν σε διαπραγμάτευση για τις θαλάσσιες ζώνες, ως αποτέλεσμα παρέμβασης και μεσολάβησης τρίτων για την αποκλιμάκωση της έντασης.
Διότι δεν θα πρέπει να ξεφεύγει της προσοχής ότι όλες οι δηλώσεις και τοποθετήσεις του διεθνούς παράγοντα αποδοκιμάζουν μεν τις κινήσεις της Άγκυρας, αλλά συγχρόνως καλούν όλα τα μέρη σε ειρηνική επίλυση των διαφορών τους…
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 1ης Φεβρουαρίου