Η πρόωρη και αιφνιδιαστική παύση της θητείας των μελών της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού συνιστά παραβίαση του Ενωσιακού Δικαίου και των Συνταγματικών κανόνων.
Μεγάλο πρόβλημα έχει δημιουργηθεί στην Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Αυτό συνέβη εξ αιτίας της ψηθισθείσας διάταξης του αρθ. 101 Ν4623/2019 κατά το μέρος αυτής (αρθ. 7, εδαφ.δ & ε) το οποίο προβλέπει ότι τα νυν υπηρετούντα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα οποία εμπίπτουν στο ασυμβίβαστο, που θεσπίζεται με την εν λόγω διάταξη – εάν δηλαδή έχουν υπηρετήσει κατά το παρελθόν , πριν από το διορισμό τους με οποιαδήποτε σχέση σε γραφεία Υπουργών, σε βάθος χρόνου 5 ετών – εκπίπτουν άμεσα από τη θέση τους, χωρίς να προστεθεί και μεταβατική διάταξη, η οποία να προβλέπει την ολοκλήρωση της θητείας των εν ενεργεία μελών , όπως έχει κρίνει σε όμοια περίπτωση, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (adhoc C- 288/2012 σκέψη 54-55 και 61 και C-424/2015, σκ 47,50,52).
Η νεοεκλεγείσα (τον Ιούλιο 2019) Κυβέρνηση προχώρησε με ταχύτατες διαδικασίες, μέσα στις θερινές διακοπές του Αυγούστου, στην αποπομπή των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, εκδίδοντας σε χρόνο ρεκόρ τη σχετική Υπουργική απόφαση, την οποία τα έκπτωτα μέλη προσβάλανε αμέσως, ως παράνομη και άκυρη, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και ενώ στις 30 Αυγούστου 2019, εκδικαζόταν η αίτηση τους, για την αναστολή εκτέλεσης της Υπουργικής απόφασης, η Κυβέρνηση έσπευσε να εκκινήσει και να ολοκληρώσει τη διαδικασία διορισμού των νέων μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και 2 μέλη), θέλοντας έτσι, να προλάβει και να επηρεάσει την κρίση των Δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα μέλη της έκπτωτης διοίκησης προσβάλανε και τους νέους διορισμούς, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως παράνομους και άκυρους. Έτσι, η βιασύνη της Κυβέρνησης να διορίσει νέα Διοίκηση, όχι μόνον δεν έλυσε το πρόβλημα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά αντίθετα το επέτεινε, αφού τέθηκε αμέσως υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα των νέων διορισμών. Αυτά τα γεγονότα έχουν προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στο κύρος και στην αξιοπιστία της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού. Πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, για την έκφραση γνώμης, σχετικά με τον διορισμό των νέων προσώπων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, θετική ψήφο έδωσε μόνο το Κυβερνών Κόμμα, και κανένα από τα πέντε (5) κόμματα της Αντιπολίτευσης.
Επισημαίνεται ότι η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, η οποία αποτελείται από τρεις (3) Καθηγητές του Δικαίου και η οποία γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα των σχεδίων νόμων, πριν ψηφιστούν, γνωμοδότησε (από 6/8/19 γνωμοδότηση της) ότι η επίμαχη διάταξη νόμου είναι αντίθετη προς το Ενωσιακό Δίκαιο και προς το Σύνταγμα κατά το μέρος αυτής που προβλέπει την έκπτωση από τη θέση τους των υπηρετούντων μελών και την πρόωρη παύση της θητείας τους, και όμοια γνώμη εξέφρασε, με σχετική γνωμοδότηση του, (από 29/9/ 19 αριθμ. Πρωτοκ. 627) και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
Όλη αυτή η μεγάλη αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα είχε αποφευχθεί, εάν η κυβέρνηση είχε θελήσει να τηρήσει τη νομιμότητα, προσθέτοντας στο νέο νόμο, μεταβατική διάταξη, που θα προέβλεπε ότι τα νυν υπηρετούντα μέλη παραμένουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους, όπως έπραξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις σε όμοιες περιπτώσεις κατά το παρελθόν (Ν4364/2016, αρ. 282 παρ. 1β και Ν3959/2011 αρ.50 παρ. 3 βλ. κατωτέρω)
Η επίμαχη διάταξη του εδάφ. δ και ε της παρ. 7 του αριθ. 101 του Ν4623/2019, η οποία προβλέπει ότι το νεοθεσπιζόμενο ασυμβίβαστο καταλαμβάνει και τα νυν υπηρετούντα πρόσωπα και επιφέρει την άμεση έκπωση από τη θέση τους, πριν την ολοκλήρωση της θητείας τους είναι καταφανώς αντίθετη προς το Ενωσιακό Δίκαιο και προς τη νομολογία τουΔικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης, τα οποία επιβάλλουν όπως, σε περίπτωση νομοθετικής αλλαγής, τα πρόσωπα του Προεδρείου των Ανεξάρτητων Αρχών παραμένουν στη θέση τους, μέχρι την λήξη της θητείας τους, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών (adhoc απόφαση C-288/12 σκέψη 54-55,56,60 και 61-62 και C-424/15, σκ 47,50,52. Επίσης είναι αντίθετη με την Οδηγία 2019/1 ECN+ αρθ. 4 παρ. 3 και προοίμιο αρθ. 17, στην οποία αποτυπώνεται η ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ορίζεται ότι για την προστασία της ανεξαρτησίας των Ανεξάρτητων Αρχών Ανταγωνισμού, πρέπει να προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο εκ των προτέρων οι λόγοι παύσεως της θητείας τους και επίσης εκ των προτέρων οι προϋποθέσεις επιλογής, πρόσληψης και διορισμού αυτών.
Επίσης σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης, τα Κράτη-μέλη και κατά την διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, πρέπει να απέχουν από την θέσπιση μέτρων, που θέτουν σε κίνδυνο, την υλοποίηση των σκοπών που αυτή (εν προκειμένω η 1/2019 ECN+) επιδιώκει (αποφάσεις C-129/96 σκ 50, C14/02 σκ 58, C–439/16 σκ 31-32, C–27/15 σκ 32, C–599/12 σκ 35 και C–212/04 σκ 121,122,123).
Η σημαντικότερη εγγύηση της ανεξαρτησίας των μελών του Προεδρείου των Ανεξαρτήτων Αρχών είναι η ολοκλήρωση της θητείας τους, διότι διαφορετικά, θα μπορεί η κάθε Κυβέρνηση να «κατασκευάζει» εκ των υστέρων, δηλαδή μετά το διορισμό τους, κάποιο ασυμβίβαστο και να διακόπτει πρόωρα τη θητείαοποιουδήποτε προσώπου μη αρεστού σε αυτήν, καταλύοντας έτσι την ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών, όπως ακριβώς συνέβη στην προκειμένη περίπτωση (σχετική και η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ στην C-288/12 σκ 71,72).
Σε όμοιες περιπτώσεις κατά το παρελθόν (2016 και 2011) μετά και από παρέμβαση της Ευρωπαίας Επιτρόπου, η Ελληνική Κυβέρνηση( του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα) τήρησαν τη νομιμότητα και μάλιστα σε χρόνο, κατά τον οποίο δεν υπήρχε καν η Οδηγία 2019/1 ECN+. Συγκεκριμένα, επειδή η νομοθετική μεταβολή, με το Ν 4364/2016 αρθ 282 προέβλεπε όριο ηλικίας των 73 ετών, το οποίο κατελάμβανε τον τότε Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προστέθηκε μεταβατική διάταξη, η οποία προέβλεπε ότι τα νυν υπηρετούντα μέλη παραμένουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Όσον αφορά τον τότε Αντιπρόεδρο, τον οποίο καταλάμβανε το θεσμοτηθέν με τον ίδιο νόμο (4364/2016) ασυμβίβαστο, λόγω της ιδιότητάς του, ως συζύγου βουλευτή, μετά από παρέμβαση – σύσταση της Ευρωπαίας Επιτρόπου Ανταγωνισμού Vestager προς τον αρμόδιο Υπουργό Γ.Σταθάκη (η σύσταση αυτή αναγράφεται και στην Εκθεση αξιολόγησης του ΟΟΣΑ του 2018) ο Υπουργός δεν εξέδωσε τη σχετική διαπιστωτική πράξη (όπως, αντίθετα, με ιδιαίτερη βιασύνη έγινε στην προκειμένη περίπτωση από τον αρμόδιο Υπουργό) και έτσι ο τότε Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος παρέμειναν στις θέσεις τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Ομοίως, στη νομοθετική μεταβολή του νόμου περί προστασίας του Ανταγωνισμού Ν3059/2011, μετά και από έντονες αντιδράσεις του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας ως Αξιωματικής Αντιπολίτευσης (βλ. πρακτικά της Βουλής, συνεδρ. 6ης Απριλίου 2011) η οποία επίσης έντονα αντέδρασε και στην αμέσως προηγούμενη περίπτωση, κατά το έτος 2016, προστέθηκε μεταβατική διάταξη (αρθ.50 παρ.3 Ν3959/2011) που προβλέπει ότι τα εν ενέργεια μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού παραμένουν στη θέση τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Είναι η πρώτη φορά, στη διάρκεια του πολιτικού βίου της Ελληνικής Δημοκρατίας που η Ελληνική Κυβέρνηση προβαίνει σε βίαιη, αιφνιδιαστική και άμεση διακοπή της θητείας των μελών Ανεξάρτητης Αρχής, επωφελούμενη και από την μέχρι τώρα αδράνεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, ενήργησε κατά δυσμενή διακριτική μεταχείριση, σε σχέση με τις όμοιες περιπτώσεις που προαναφέρθηκανκαι στις οποίες είχε αντιδράσει άμεσα.
Περαιτέρω, η επίμαχη διάταξη του νόμου, η οποία καταλαμβάνει και τα νυν υπηρετούντα πρόσωπα και σύμφωνα με την οποία διακόπτεται αιφνιδιαστικά, πρόωρα και βίαια η θητεία αυτών, παραβιάζει το Σύνταγμα και τις αρχές του Εθνικού Δικαίου, διότι επιφέρει σοβαρό πλήγμα α) στην αρχή της συνέχειας της Ελληνικής Αρχής Ανταγωνισμού β) στην αρχή της ανεξαρτησίας αυτής, η οποία εμπεριέχει και την προστασία της θητείας των μελών της, διότι αυτή συνάπτεται με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία αυτών και γ) στην αρχή της αποτελεσματικότητας αυτής και επιπλέον στις αρχές της προβλεψιμότητας , της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης δικαιοσύνης.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για καθαρά φωτογραφική ατομική διάταξη νόμου, η οποία κατά το μέρος του εδάφ. δ, που καταλαμβάνει και τα νυνυπηρετούντα πρόσωπα, αφορά αποκλειστικά και μόνο τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα, δηλαδή τα εν ενεργεία πρόσωπα του Προεδρείου της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα οποία είναι γνωστά στον Εθνικό νομοθέτη, κατά το χρονικό σημείο της ψήφισης της συγκεκριμένης διάταξης, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν διοριστεί σε προγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο δεν ίσχυε το νεοθεσπιζόμενο ασυμβίβαστο. Εν τούτοις, ο εθνικός νομοθέτης, με την επίμαχη διάταξηπροβλέπει εκ των υστέρων νεοθεσπιζόμενοασυμβίβαστο, ως κώλυμα διορισμού και προσδίδει σ’ αυτό αναδρομική ισχύ, κατά παράβαση των κανόνωνδικαίου εκ της νομολογίας (ΣτΕ 546/2019, σκ. 7 πλειοψ. ,Ολ. ΣτΕ 95/2017 σκ. 19, Ολ. ΣτΕ 2586/2017, σκ. 12 πλειοψ., ΣτΕ1919/2017 σκ.5)
Σημειωτέων ότι το ασυμβίβαστο αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ελληνική Αρχή Ανταγωνισμού και καμία άλλη από τις είκοσι δύο (22) συνολικά λειτουργούσες στην Ελλάδα Ανεξάρτητες Αρχές και Αρχές Ελέγχου, επιβάλλοντας έτσι δυσμενή – διακριτική μεταχείριση σε βάρος της και παραβιάζοντας τις συνταγματικές αρχές της ίσης μεταχείρισης (του αρθ. 4 του Συντάγματος), της αναλογικότητας (του αρθ. 25) και του αρθ. 101Α, για τις Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, που εφαρμόζεται αναλογικά, κατά τη ρητή πρόβλεψη του αρθ. 12 παρ. 3 Ν3959/2011. Μάλιστα, η Κυβέρνηση, μετά την ψήφιση της επίμαχης διάταξης, απέρριψε την πρόταση κόμματος της Αντιπολίτευσης (ΚΙΝΑΛ) να επεκταθεί το ασυμβίβαστο αυτό και σε άλλες ανεξάρτητες αρχές και επί πλέον, στη συνέχεια (Σεπτέμβριος 2019), διόρισε ως πρόεδρο, στην Αρχή Κεφαλαιαγοράς, πρόσωπο με καθαρή κομματική ιδιότητα, το οποίο ήταν υποψήφια Ευρωβουλευτής του Κυβερνώντος Κόμματος, στις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019. Επίσης η Κυβέρνηση διατηρεί στη θέση του, τον Πρόεδρο της Αρχής Προστασίας του Καταναλωτή, ο οποίος, κατά το παρελθόν, κατείχε υψηλή κομματική θέση στο Κυβερνών Κόμμα. Όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι η επικαλούμενη, για την επίμαχη διάταξη, αιτιολογία της αποφυγής πολιτικής επιρροής, για τα πρόσωπα των Διοικήσεων των Ανεξάρτητων Αρχών, είναι προσχηματική και ότι «ο στόχος» ήταν αποκλειστικά και μόνο τα συγκεκριμένα εν ενεργεία πρόσωπα της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Υπογραμμίζεται ότι αντίστοιχη διάταξη, που είχετεθεί στο Νομοσχέδιο για το Επιτελικό Κράτος (αρθ. 36) και προέβλεπε όμοιο ασυμβίβαστο, με αναδρομική ισχύ, αναφορικά με τους Υπηρεσιακούς Γραμματείς, αποσύρθηκε τον Ιούλιο 2019, από τον αρμόδιο Υπουργό (Επικρατείας), κατόπιν αντιδράσεων της Αντιπολίτευσης. Όπως, επίσης, αποσύρθηκε αντίστοιχη διάταξη (αρθ 8)του Νομοσχεδίου περί Αθλητικών Σωματείων,”Kύρωσηςτης Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων και την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό” που προέβλεπε, αναδρομική εφαρμογή, για τις προϋποθέσεις συμμετοχής στη Διοίκηση Αθλητικής Ομοσπονδίας, μετά από αντιδράσεις της Αντιπολίτευσης (σχετική γνωμοδότηση από 14/9/2019 του Καθηγητή Νικ. Αλιβιζάτου, περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης για την αναδρομικότητα). Το γεγονός της απόσυρσης όλων των λοιπών συναφών διατάξεων, που προέβλεπαν ασυμβίβαστα με αναδρομικότητα και η εμμονή τηςΚυβέρνησης στην ψήφιση και την άμεση εφαρμογή της επίμαχης διάταξης αποκλειστικά και μόνο για τα εν ενεργεία πρόσωπα της Διοίκησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθιστά καταφανή τον χαρακτήρα της διάταξης αυτής ως «φωτογραφικής» και τη στοχοποίηση των συγκεκριμένων προσώπων.
Τέλος, ενώ, όπως επιβάλλεται στο Κράτος Δικαίου και στη χρηστή Διοίκηση, θα έπρεπε η ίδια η Κυβέρνηση, ως διάδικός, να επιδείξει ενδιαφέρον, για την ταχύτερη περάτωση της δικαστικής διαφοράς, της οποίας η εκκρεμότητα διατηρεί τη μεγάλη αναστάτωση και τη δυσλειτουργία της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, αντ’ αυτού, ο αρμόδιος Υπουργός (Ανάπτυξης & Επενδύσεων) υπέβαλε αίτημα, την 11-11-2019, ενώπιοντου ΣτΕ και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης των αιτήσεων ακυρώσεως, που έχουν ασκήσει εναντίον του, από τον Αύγουστο του 2019, τα έκπτωτα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία είχε προσδιορισθεί για την 6η Δεκεμβρίου 2019 και η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την 7 – 2 – 2020. Στο αίτημά του αυτό,προσπαθώντας, προφανώς, να καθυστερήσει την έκδοση της σχετικής απόφασης, δήλωσε ότι δεν θα καταθέσει τις απόψεις του, για την δικάσιμο αυτή, λόγω φόρτου εργασίας της νομικής υπηρεσίας του Υπουργείου του και επίσης λόγω του ότι εκκρεμεί η διαδικασία για την ενσωμάτωση της Οδηγίας, ενώ γνωρίζει ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα Κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά την διάρκεια της προθεσμίας ενσωμάτωσης, να απέχουν από τη θέσπιση νόμων, που θέτουν σοβαρά σε κίνδυνο τον σκοπό της οδηγίας.
Σημειωτέων, ότι στην μόλις προ ολίγων ημερών συγκροτηθείσα Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή , για την ενσωμάτωση της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία, ο Υπουργός Ανάπτυξης όρισε ως Πρόεδρο και ως αναπληρωτή αυτού , τους νεοδιορισθέντες Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού , των οποίων ,όπως προαναφέρθηκε αμφισβητείται η νομιμότητα του διορισμού αυτού και οι οποίοι είναι αντίδικοι των έκπτωτων μελών στη δική ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και έχουν ασκήσει παρέμβαση εναντίον των τελευταίων και υπέρ του Υπουργού , παραβιάζοντας έτσι κάθε κανόνα θεμιτού και δεοντολογίας.