άν οι αναπτυσσόμενες χώρες αλλάξουν στρατηγικές για να επωφεληθούν από το επόμενο, τεχνολογικό, κύμα της παγκοσμιοποίησης, το εμπόριο μπορεί να συνεχίσει να απομακρύνει τους ανθρώπους από την φτώχεια και να τους βάζει στη μεσαία τάξη. Αλλά είναι οι ανεπτυγμένες χώρες που πρέπει να αλλάξουν ριζικά την στρατηγική τους.
Οι χώρες που κάποτε οδήγησαν τον κόσμο προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανοικτότητας υποχωρούν στον προστατευτισμό. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν την Trans-Pacific Partnership [1] και επέβαλαν δασμούς στον χάλυβα, το αλουμίνιο και σε ένα ευρύ φάσμα κινεζικών προϊόντων. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην διαδικασία αποχώρησης [2] από τη μεγαλύτερη περιοχή ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο. Και το ανερχόμενο εθνικιστικό αίσθημα [3] απειλεί να επαναλάβει αυτές τις αυτοκαταστροφικές πράξεις αλλού. Ο πλούσιος κόσμος γίνεται εσωστρεφής.
Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Ακόμη και όταν οι επικριτές του ελεύθερου εμπορίου κερδίζουν το πάνω χέρι, η παγκοσμιοποίηση [4], εξ ολοκλήρου από μόνη της, μεταβάλλεται υπέρ των πλουσίων χωρών. Η οικονομική ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο αυξάνει την ζήτηση για προϊόντα που παράγονται στον αναπτυγμένο κόσμο. Το εμπόριο υπηρεσιών ανεβαίνει. Οι εταιρείες μετακινούν την παραγωγή πιο κοντά στους πελάτες τους, ώστε να ανταποκρίνονται ταχύτερα στις μεταβολές της ζήτησης. Ο αυτοματισμός έχει επιβραδύνει την αδιάκοπη αναζήτηση ανθρώπων που να είναι πρόθυμοι να εργαστούν για χαμηλότερους μισθούς. Και η μεγαλύτερη πολυπλοκότητα των σύγχρονων αγαθών σημαίνει ότι η έρευνα, ο σχεδιασμός και η συντήρηση καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από όσο η παραγωγή.
Όλες αυτές οι τάσεις δίνουν το πλεονέκτημα στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου η εξειδικευμένη εργατική δύναμη, οι μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων, οι τεράστιες πελατειακές βάσεις και τα πυκνά συμπλέγματα εταιρειών υψηλής τεχνολογίας συνδυάζονται για να ενεργοδοτήσουν σύγχρονες οικονομίες. Οι χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπως η Κίνα και το Μεξικό, μπορούν επίσης να επωφεληθούν από την επόμενη εποχή της παγκοσμιοποίησης (αν και τα μεταβαλλόμενα εμπορικά και επενδυτικά μοτίβα μπορεί να αφήνουν πίσω τμήματα των εργατικών δυνάμεών τους, όπως και στις πλούσιες χώρες τις τελευταίες δύο δεκαετίες). Οι φτωχότερες χώρες, εν τω μεταξύ, θα δουν το βασικό τους πλεονέκτημα –την φθηνή εργασία- να χάνει την σημασία του όλο και περισσότερο.
Οι πλούσιες χώρες επέλεξαν μια εκπληκτικά κακή χρονική στιγμή για να αρχίσουν να αποκλείουν τον εαυτό τους [5] από το εμπόριο, τις επενδύσεις και τη μετανάστευση. Αντί να κλείνουν τις πύλες ακριβώς όταν τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης έχουν αρχίσει να επιστρέφουν προς τον ανεπτυγμένο κόσμο, θα πρέπει να βρουν το πώς να επωφεληθούν από αυτές τις μεταβαλλόμενες μορφές παγκοσμιοποίησης. Το να γίνει σίγουρο ότι όλοι, όχι μόνο οι ήδη επιτυχημένοι, θα ωφεληθούν, θα είναι ένα τρομακτικό έργο [6]. Αλλά ο μόνος τρόπος ώστε οι πλούσιες χώρες να εξασφαλίσουν ότι όλοι θα χάσουν είναι να απομακρυνθούν από τον ανοιχτό κόσμο ακριβώς καθώς γίνονται οι κυρίαρχοί του.
ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ…
Στην δεκαετία του 1990 και στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, η ανάπτυξη του εμπορίου αυξήθηκε, ιδίως στα μεταποιημένα αγαθά και τους φυσικούς πόρους. Το 2001, η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου συνέβαλε στην δημιουργία ενός τεράστιου νέου κέντρου μεταποίησης για προϊόντα υψηλής έντασης εργασίας. Η ψηφιακή επανάσταση επέτρεψε στις πολυεθνικές εταιρείες να εκτείνουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους σε όλο τον κόσμο. Αυτή η έξαψη της παγκοσμιοποίησης τροφοδοτήθηκε εν μέρει από το εμπόριο ενδιάμεσων αγαθών, όπως οι πρώτες ύλες και τα τσιπ των υπολογιστών, το οποίο τριπλασιάστηκε σε ονομαστική αξία από 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1995 σε 7,5 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2007. Κατά την περίοδο αυτή, η συνολική αξία των εμπορευομένων αγαθών κάθε χρόνο αυξανόταν με διπλάσιο ρυθμό από όσο το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Και τότε ήρθε η Μεγάλη Ύφεση [7]. Οι παγκόσμιες εμπορικές ροές κατέρρευσαν. Οι περισσότεροι αναλυτές θεώρησαν ότι μόλις η ανάκαμψη αποκτούσε ορμή, το εμπόριο θα βρυχάτο και πάλι. Έκαναν λάθος. Από το 2007 έως το 2017, οι εξαγωγές μειώθηκαν από 28% στο 23% της παγκόσμιας ακαθάριστης παραγωγής. Η πτώση ήταν πιο έντονη στα βαρέως εμπορευόμενα αγαθά με πολύπλοκες παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, όπως οι υπολογιστές, τα ηλεκτρονικά, τα οχήματα και τα χημικά. Μια δεκαετία μετά τη Μεγάλη ύφεση, είναι σαφές ότι το εμπόριο δεν επιστρέφει στους προηγούμενους ρυθμούς και μοτίβα ανάπτυξης.
Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία επανεξισορροπείται καθώς η Κίνα και άλλες χώρες με αναδυόμενες αγορές φτάνουν στο επόμενο στάδιο ανάπτυξης. Μετά από αρκετές δεκαετίες συμμετοχής στο παγκόσμιο εμπόριο κυρίως ως παραγωγοί, οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν γίνει οι σημαντικότεροι κινητήριοι μοχλοί της ζήτησης στον κόσμο. Το 2016, για παράδειγμα, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων πούλησαν 40% περισσότερα αυτοκίνητα στην Κίνα από όσα στην Ευρώπη. Αναμένεται ότι μέχρι το 2025, οι αναδυόμενες αγορές θα καταναλώνουν τα δύο τρίτα των μεταποιημένων προϊόντων του κόσμου και, έως το 2030, θα καταναλώνουν περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των αγαθών.
Η αυξανόμενη ζήτηση στην Κίνα σημαίνει ότι περισσότερα από αυτά που κατασκευάζονται στην Κίνα πωλούνται εκεί. Το 2007, η Κίνα εξήγαγε το 55% των καταναλωτικών ηλεκτρονικών αγαθών και το 37% των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων που παρήγαγε˙ το 2017, τα ποσοστά αυτά ήταν 29% και 17% αντίστοιχα. Άλλες αναδυόμενες οικονομίες ακολουθούν αναλόγως.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες επίσης τώρα βασίζονται λιγότερο στις ενδιάμεσες εισαγωγές. Η Κίνα πρωτοστάτησε στην παγκόσμια εμπορική σκηνή κατά την δεκαετία του 1990 εισάγοντας πρώτες ύλες και εξαρτήματα και κατόπιν συναρμολογώντας τα σε τελικά προϊόντα για εξαγωγή. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των ηλεκτρονικών ειδών, των οχημάτων και των μηχανημάτων, η Κίνα παράγει τώρα πολύ πιο εξελιγμένα εξαρτήματα, και ένα ευρύτερο φάσμα από αυτά από όσο έκανε πριν από δύο δεκαετίες.
Το εμπόριο γίνεται όλο και περισσότερο συγκεντρωμένο σε συγκεκριμένες περιοχές [8], ιδίως στην Ευρώπη και την Ασία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης από τις χώρες των αναδυόμενων αγορών, αλλά καθοδηγείται επίσης από την αυξανόμενη σημασία της ταχύτητας. Η εγγύτητα προς τους καταναλωτές επιτρέπει στις εταιρείες να ανταποκρίνονται πιο γρήγορα στη μεταβαλλόμενη ζήτηση και στις νέες τάσεις. Πολλές εταιρείες δημιουργούν περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού κοντά σε όλες τις μεγάλες αγορές τους. Η Adidas, για παράδειγμα, έχει κατασκευάσει πλήρως αυτοματοποιημένα «Speedfactories» [«ταχυ-εργοστάσια»] για να παράγει νέα παπούτσια στην Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες αντί να τα κατασκευάζει στις παραδοσιακές της τοποθεσίες στην Ινδονησία. Η Zara έχει πρωτοπορήσει στην βιομηχανία «γρήγορης μόδας» [«fast fashion»], ανανεώνοντας τα εμπορεύματά της δύο φορές την εβδομάδα. Περισσότεροι από τους μισούς από τους χιλιάδες προμηθευτές της εταιρείας συγκεντρώνονται στο Μαρόκο, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Τουρκία, όπου μπορούν να εξυπηρετήσουν τις αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Η Zara μπορεί να έχει ρούχα με νέα σχέδια, από το σχεδιαστήριο μέχρι σε ένα κατάστημα στο Μανχάταν, σε μόλις 25 ημέρες.
Η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως η συνδεσιμότητα στο Διαδίκτυο και η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence, AI), αλλάζουν επίσης τα εμπορικά πρότυπα. Από το 2005 έως το 2017, ο όγκος των δεδομένων που διασχίζουν τα σύνορα κάθε δευτερόλεπτο αυξήθηκε με συντελεστή 148. Η διαθεσιμότητα φθηνών και γρήγορων ψηφιακών επικοινωνιών ενίσχυσε το εμπόριο. Οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου επιτρέπουν στους αγοραστές και τους πωλητές να βρίσκουν πιο εύκολα ο ένας τον άλλο. Το Διαδίκτυο των πραγμάτων -καθημερινά προϊόντα με συνδέσεις στο Internet- επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παρακολουθούν αποστολές φορτίων σε όλο τον κόσμο και να παρακολουθούν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Ωστόσο, δεν οδηγούν όλες οι νέες τεχνολογίες σε περισσότερες συναλλαγές. Μερικές, όπως η ρομποτική, η αυτοματοποίηση, η AI και η εκτύπωση 3D, αλλάζουν την φύση των εμπορικών ροών, αλλά δεν αυξάνουν το συνολικό ποσό των συναλλαγών. Τα εργοστάσια έχουν χρησιμοποιήσει ρομπότ εδώ και δεκαετίες, αλλά μόνο για εργασίες ρουτίνας. Τώρα, οι τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η όραση με τεχνολογία AI, η κατανόηση της γλώσσας, και οι λεπτές κινητικές δεξιότητες, επιτρέπουν στα κατασκευαστικά ρομπότ να εκτελούν καθήκοντα που ήταν κάποτε ήταν εκτός των δυνατοτήτων τους. Μπορούν να συναρμολογήσουν περίπλοκα εξαρτήματα και αρχίζουν να δουλεύουν με ευαίσθητα υλικά, όπως τα υφάσματα.
Η άνοδος του αυτοματισμού [9] σημαίνει ότι οι εταιρείες δεν χρειάζεται να ανησυχούν τόσο πολύ για το κόστος της εργασίας όταν επιλέγουν το πού θα επενδύσουν. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι επιχειρήσεις είχαν αναζητήσει χαμηλόμισθους εργαζομένους, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την οικοδόμηση μακρών, περίπλοκων αλυσίδων εφοδιασμού. Αυτό δεν είναι πλέον το κυρίαρχο μοντέλο: Σήμερα, μόνο το 18% του συνολικού εμπορίου αγαθών περιλαμβάνει εξαγωγές από μια χώρα χαμηλών μισθών σε μια χώρα υψηλών μισθών. Άλλοι παράγοντες, όπως η πρόσβαση στους πόρους, η ταχύτητα με την οποία οι επιχειρήσεις μπορούν να πάνε τα προϊόντα τους στους καταναλωτές, και οι διαθέσιμες δεξιότητες στο εργατικό δυναμικό, είναι πιο σημαντικοί. Οι εταιρείες κατασκευάζουν πλήρως αυτοματοποιημένα εργοστάσια για να φτιάξουν κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ενδύματα, υποδήματα και παιχνίδια –τα υψηλής έντασης εργασίας προϊόντα που έδωσαν στην Κίνα και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες την εκκίνησή τους στην παγκόσμια παραγωγή. Οι εξαγωγές από χώρες χαμηλών μισθών σε χώρες υψηλών μισθών μειώθηκαν από το 55% του συνόλου των εξαγωγών αυτών των φθηνών προϊόντων υψηλής έντασης εργασίας το 2007 στο 43% το 2017.
…ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ
Το εμπόριο αγαθών μπορεί να επιβραδύνεται σε σχέση με την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αλλά το εμπόριο υπηρεσιών όχι. Από το 2007, το παγκόσμιο εμπόριο υπηρεσιών αυξήθηκε περισσότερο από 60% ταχύτερα από το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών. Το εμπόριο σε ορισμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τηλεπικοινωνιών, της τεχνολογίας της πληροφορίας, των υπηρεσιών των επιχειρήσεων, και της πνευματικής ιδιοκτησίας, αυξάνεται τώρα δύο έως τρεις φορές γρηγορότερα από όσο το εμπόριο αγαθών. Το 2017, το παγκόσμιο εμπόριο υπηρεσιών ανήλθε συνολικά σε 5,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, [επίπεδο] που είναι ακόμα πολύ μικρότερο από τα 17,3 τρισεκατομμύρια δολάρια αγαθών που διαπραγματεύονται παγκοσμίως. Αλλά αυτοί οι αριθμοί υποτιμούν το μέγεθος του εμπορίου υπηρεσιών. Οι εθνικοί λογαριασμοί δεν διαχωρίζουν, για παράδειγμα, την Ε&Α [Έρευνα και Ανάπτυξη], τον σχεδιασμό, τις πωλήσεις και το μάρκετινγκ, και τις υπηρεσίες back-office, από την φυσική παραγωγή αγαθών. Υπολογίστε και τα στοιχεία αυτά, και οι υπηρεσίες θα αποτελούν σχεδόν το ένα τρίτο της αξίας του εμπορίου των μεταποιημένων αγαθών. Και οι εταιρείες στρέφονται όλο και περισσότερο σε ξένους παρόχους για τις υπηρεσίες αυτές. Αν και οι άμεσα μετρούμενες υπηρεσίες αποτελούν μόνο το 23% του συνόλου των συναλλαγών, οι υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν πλέον το 45% της προστιθέμενης αξίας των εμπορεύσιμων αγαθών.
Το εμπόριο υπηρεσιών θα αναλάβει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς οι μεταποιητές και οι έμποροι λιανικής εισάγουν νέους τρόπους παροχής υπηρεσιών, και όχι μόνο αγαθών, προς τους καταναλωτές. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων και φορτηγών, για παράδειγμα, ξεκινούν συνεργασίες με εταιρείες που αναπτύσσουν αυτόνομες τεχνολογίες οδήγησης, εκμίσθωσης οχημάτων, ή παροχής υπηρεσιών δρομολογίων, καθώς προβλέπουν μια μετατόπιση μακριά από το παραδοσιακό μοντέλο της εφάπαξ αγοράς οχημάτων. Το cloud computing έχει κάνει δημοφιλή τα μοντέλα pay-as-you-go και συνδρομής για αποθήκευση και λογισμικό, απελευθερώνοντας τους χρήστες από το να πραγματοποιούν μεγάλες επενδύσεις για δικό τους hardware. Τα υπερταχέα ασύρματα δίκτυα 5G [10] θα δώσουν στις επιχειρήσεις νέους τρόπους παροχής υπηρεσιών, όπως μια χειρουργική επέμβαση που θα πραγματοποιείται μέσω τηλεχειριζόμενων ρομπότ και η ελεγχόμενη από απόσταση συντήρηση υποδομής που καθίσταται δυνατή με εικονικές αναδημιουργίες του υπό κρίσιν τόπου.
Για δεκαετίες, οι κατασκευαστικές εταιρείες έκαναν φυσικά πράγματα. Σήμερα, αυτό δεν είναι πλέον δεδομένο. Ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Apple και πολλών κατασκευαστών φαρμακευτικών προϊόντων, έχουν μετατραπεί σε «εικονικούς κατασκευαστές» (virtual manufacturers) -εταιρείες που σχεδιάζουν, εμπορεύονται και διανέμουν, αλλά βασίζονται σε εργολάβους για να παραγάγουν το πραγματικό προϊόν.
Η αλλαγή αυτή αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στροφή προς άυλα αγαθά. Σε πολλές βιομηχανίες, η Ε&Α, το μάρκετινγκ, η διανομή και οι υπηρεσίες μετά την πώληση, δημιουργούν πλέον περισσότερη αξία από τα ίδια τα φυσικά αγαθά, και αναπτύσσονται όλο και πιο γρήγορα. Η οικονομολόγος Carol Corrado έδειξε ότι οι ετήσιες επενδύσεις των επιχειρήσεων σε άυλα περιουσιακά στοιχεία όπως το λογισμικό, τα εμπορικά σήματα, και η πνευματική ιδιοκτησία, υπερβαίνουν τις επενδύσεις τους σε κτίρια, εξοπλισμό και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα προϊόντα έχουν γίνει πιο περίπλοκα. Το λογισμικό (software) αντιπροσωπεύει πλέον το 10% της αξίας των καινούργιων αυτοκινήτων και η McKinsey αναμένει ότι το μερίδιο αυτό θα αυξηθεί στο 30% μέχρι το 2030.
Τα αγαθά εξακολουθούν να έχουν σημασία. Οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να πρέπει να μεταφέρουν τα αγαθά πέρα από τα σύνορα, ακόμη και όταν οι υπηρεσίες έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή τους. Οι δασμοί επί των εμπορευμάτων διαταράσσουν και στρεβλώνουν αυτές τις ροές και μειώνουν την παραγωγικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ενεργούν επίσης ως δασμοί στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Οι δασμοί στα ενδιάμεσα προϊόντα αυξάνουν το κόστος για τους κατασκευαστές και οδηγούν σε ένα είδος διπλής φορολογίας για τις τελικές εξαγωγές. Με λίγα λόγια, το επιχείρημα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου [11] είναι εξίσου ισχυρό σήμερα όπως και πριν από τρεις δεκαετίες.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ
Η SUSAN LUND είναι εταίρος στην McKinsey & Company και μια ηγέτις στο McKinsey Global Institute.
Ο JAMES MANYIKA είναι ανώτερος εταίρος στην McKinsey & Company και επικεφαλής του McKinsey Global Institute.
Ο MICHAEL SPENCE είναι καθηγητής Οικονομίας και Επιχειρήσεων στην έδρα William R. Berkley στο New York University. Έχει λάβει το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά το 2001.