Ως Πραξικόπημα της Πιτζάμας έμεινε στην ιστορία η συνωμοτική κίνηση ομάδας αξιωματικών για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή, που αποκαλύφθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1975.
Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδίδεται στον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, επειδή οι επίδοξοι πραξικοπηματίες συνελήφθησαν κοιμώμενοι στα σπίτια τους. Αρχηγός της συνωμοσίας ήταν ο προφυλακισμένος τότε στον Κορυδαλλό τέως δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης.
Επτά μήνες μετά τη μεταπολίτευση της 23ης Ιουλίου 1974, το δημοκρατικό καθεστώς είχε αρχίσει να παγιώνεται. Το Πολιτειακό είχε λυθεί υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και η χώρα μας είχε αποκτήσει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όμως, τα «σταγονίδια», όπως αποκαλούσε ο Αβέρωφ τα κατάλοιπα της χούντας μέσα στο στράτευμα, βυσσοδομούσαν κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στις 17 Ιανουαρίου του 1975 η Βουλή ενέκρινε το περίφημο Δ’ Ψήφισμα, με το οποίο διαδήλωνε ότι «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», χαρακτήριζε ως πραξικόπημα την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 (όχι ως επανάσταση που δημιουργεί δίκαιο) κι έτσι άνοιγε τον δρόμο και για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων της δικτατορίας. Αμέσως μετά την έκδοση του ψηφίσματος, προφυλακίστηκαν τα ηγετικά στελέχη της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Δημήτριος Ιωαννίδης, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Ιωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος.
Ίσως αυτή να ήταν η αφορμή για μια ομάδα πιστών στον Ιωαννίδη αξιωματικών να κινηθούν κατά της νομίμως εκλεγμένης κυβέρνησης. Η συνωμοτική κίνηση έγινε γνωστή το απόγευμα της 24ης Φεβρουαρίου του 1975 με κυβερνητική ανακοίνωση, αφού οι φήμες είχαν φουντώσει από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας.
Σε πρώτη φάση συνελήφθησαν 37 αξιωματικοί, οι οποίοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ενώ σε σύντομο χρονικό διάστημα αποστρατεύθηκαν άλλοι 200 ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί. Η συνωμοσία των Ιωαννιδικών αξιωματικών αποκαλύφθηκε από ένα δίκτυο νομιμοφρόνων αξιωματικών, που είχε αναπτύξει μέσα στο στράτευμα ο Αβέρωφ, αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Η ευκολία με την οποία εξαρθρώθηκε το κίνημα και η ανάμιξη ενός περιορισμένου αριθμού αξιωματικών, δείχνει ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης επί του κρατικού μηχανισμού και του στρατεύματος έτεινε να παγιωθεί.
Το ποινικό σκέλος της υπόθεσης ανέλαβε η Στρατιωτική Δικαιοσύνη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης διαπιστώθηκε ότι στόχος των κινηματιών δεν ήταν η ανατροπή του Καραμανλή, αλλά η άσκηση πίεσης στην κυβέρνησή του να παύσει τη δίωξη εθνικοφρόνων πολιτών, να μειώσει τη δραστηριότητας του ΚΚΕ, να επαναφέρει την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ και να αποφυλακίσει τους προφυλακισθέντες πρωταιτίους του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Επρόκειτο δηλαδή για ένα είδος προνουντσιαμέντου και όχι για ένα τυπικό πραξικόπημα.
Τα κυριότερα μέσα που θα χρησιμοποιούσαν οι κινηματίες ήταν η κατάληψη του ΚΕΤ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων), η απομόνωση αεροπορικού στρατηγείου της Λάρισας (28 ΑΤΑΔ), η κατάληψη του στρατηγείου της Στρατιάς στη Λάρισα και ο παραμερισμός των διοικητών ορισμένων νευραλγικών στρατιωτικών μονάδων. Ως χρόνο δράσεως οι κατηγορούμενοι είχαν προσδιορίσει το διάστημα μεταξύ 23 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου του 1975.
Τελικά, σε δίκη ενώπιον του Στρατοδικείου Αθηνών, με τη βασική κατηγορία της ένωσης προς στάση, παραπέμφθηκαν οι 21 από τους 37 συλληφθέντες. Η δίκη ξεκίνησε στις 21 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της απόφασης στις 10 Αυγούστου του 1975. 14 καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από 4 έως 12 χρόνια, ενώ οι 7 αθωώθηκαν. Οι ποινές θεωρήθηκαν επιεικείς από τον Τύπο, δεδομένου ότι για το αδίκημα της ένωσης προς στάση προβλεπόταν τότε ακόμη και η ποινή του θανάτου.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε και η κατ’ έφεση δίκη ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών (12 – 22 Ιανουαρίου 1976) και στους 14 καταδικασθέντες πρωτόδικα επιβλήθηκαν μειωμένες ποινές. Η δίκη είχε διαχωρισθεί για τους εν αποστρατεία αξιωματικούς Δημήτριο Ιωαννίδη και Δημήτριο Παπαποστόλου, οι οποίοι δικάσθηκαν από πολιτικό δικαστήριο και καταδικάσθηκαν σε κάθειρξη 14 και 10 ετών αντίστοιχα.
Η αυλαία της οπερετικού «πραξικοπήματος της πυτζάμας» έπεσε στις 27 Απριλίου του 1977, όταν πέντε από τους επίδοξους πραξικοπηματίες (Λαμπούσης, Ρετζέπης, Μπόλαρης, Αντωνόπουλος και Θανόπουλος) αποβλήθηκαν από το σώμα των αξιωματικών και μετέπεσαν στην τάξη του απλού στρατιώτη. Οι υπόλοιποι είχαν αποστρατευτεί από καιρό.
Οι 37 Συλληφθέντες
Υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης
Ταξίαρχος Νικόλαος Ντερτιλής
Ταξίαρχος Γεώργιος Λαμπούσης
Ταξίαρχος Ιωάννης Μανιάτης
Ταξίαρχος Σπυρίδων Ηλιόπουλος
Συνταγματάρχης Ιωάννης Αντωνόπουλος
Δημήτριος Παπαποστόλου (Συνταγματάρχης ε.α.)
Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Στειακάκης
Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μανουσακάκης
Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Τσουλιάς
Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Παπαγιάννης
Αντισυνταγματάρχης Θεόκλητος Παπαγεωργίου
Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Σουλελές
Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Στοφόρος
Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Πανταζόπουλος
Αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Θωμάς
Αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ρετζέπης
Ταγματάρχης Άγγελος Μπαλάρας
Ταγματάρχης Νικόλαος Δαουλάκος
Ταγματάρχης Αθανάσιος Περδίκης
Ταγματάρχης Αριστείδης Παλαίνης
Ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης
Ταγματάρχης Κυριάκος Γιαννακόπουλος
Ταγματάρχης Δημήτριος Κρητικός
Ταγματάρχης Σπυρίδων Σταθάκης
Ταγματάρχης Αθανάσιος Γερακίνης
Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Κοντώσης
Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Παπανδρέου
Ταγματάρχης Ιωάννης Τσαγκαράκης
Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ξανθάκος
Ταγματάρχης Γεώργιος Σταύρου
Ταγματάρχης Σπυρίδων Τριάντος
Ίλαρχος Ιωάννης Αλμπάνης
Ίλαρχος Κωνσταντίνος Κώτσαρης
Ίλαρχος Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
Λοχαγός Ανδρέας Θανόπουλος
Υπολοχαγός Ευάγγελος Παϊπάης
sansimera