Ο Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ (1643 – 24 Φεβρουαρίου 1704) ήταν Γάλλος συνθέτης της εποχής μπαρόκ.
Η συνεισφορά του, κυρίως στην εκκλησιαστική μουσική, έτυχε μεγάλης αναγνώρισης την εποχή του και το πρελούδιο στο Te Deum του αποτελεί πλέον ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του -κυρίως μετά την εδραίωσή του ως μουσικό σήμα του διαγωνισμού της Eurovision.
.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=iwU37osOkQA&w=533&h=400]
.
Γεννημένος πιθανότατα στο Παρίσι, ο Σαρπαντιέ ήταν γιος γραφέα με πολύ καλές διασυνδέσεις στην τότε Βουλή των Παρισίων. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση και κλείνοντας τα δεκαοκτώ του γράφτηκε στη σχολή νομικής· αποσύρθηκε μετά το πρώτο μόλις εξάμηνο. Μεταξύ των 1667 και 1699 έμεινε στη Ρώμη, ως μαθητευόμενος πλάι στον Τζάκομο Καρίσιμι.
Με την επιστροφή του στη Γαλλία διορίστηκε αμέσως προσωπικός συνθέτης της Μαρίας της Λωρραίνης, δούκισσας της Γκιζ (Marie de Lorraine, duchesse de Guise), γνωστής και ως “Δεσποινίς ντε Γκιζ”. Για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια ο Σαρπαντιέ συνέθεσε για την εργοδότριά του μεγάλο όγκο μουσικής, κυρίως φωνητικά έργα πάνω σε θρησκευτικά κείμενα. Αξιοσημείωτο είναι ότι προτιμούσε τον λατινικό όρο canticum από το πιο διαδεδομένο ιταλικό ορατόριο. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα έργα γράφτηκαν για δύο γυναικείες φωνές και βαθύφωνο, με τη συνοδεία δύο υψίφωνων οργάνων (συνηθέστερα για βιολί) και συνεχές βάσιμο. Καθώς, κατά την παράδοση, στην εκκλησία τραγουδούσαν μόνο άρρενες, τα λειτουργικά του έργα τα έγραψε για κοντρα-τενόρο (πιθανώς τον εαυτό του), τενόρο και βαθύφωνο, συνοδευόμενους από τα παραπάνω όργανα.
Το 1680 η Δεσποινίς ντε Γκιζ εμπλούτισε το μουσικό της προσωπικό, φτάνοντας τους δεκατρείς μουσικούς καθώς και έναν δάσκαλο τραγουδιού. Ενόσω στην υπηρεσία της ως συνθέτης (και όχι ως διευθυντής του μουσικού συνόλου), ο Σαρπαντιέ έγραψε και έργα για την Κυρία ντε Γκιζ, πρώτη εξαδέλφη του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Χάρη στην Κυρία ντε Γκιζ και την προστασία που τους παρείχε, οι μουσικοί του εν λόγω συνόλου κατάφεραν να παίξουν όπερες δωματίου του Σαρπαντιέ, κάτι δύσκολο αν αναλογιστούμε ότι το μονοπώλιο όπερας ανήκε στον αυλικό συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις όπερες και τις ποιμενικές ωδές ήταν στη γαλλική γλώσσα και κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσαν παραγγελίες της Κυρίας ντε Γκιζ. Η εκτέλεση αυτών των έργων λάμβανε χώρα σε αυλικές αίθουσες, τους χειμερινούς μήνες· θεωρείται ωστόσο βέβαιο ότι η Κυρία ντε Γκιζ τα συμπεριελάμβανε και στις εβδομαδιαίες εκδηλώσεις στην έπαυλή της στο Παρίσι.
Στα δεκαεπτά αυτά χρόνια υπηρεσίας, ο Σαρπαντιέ έγραψε και ένα μεγάλο μέρος της μουσικής του λαμβάνοντας εξωτερικές παραγγελίες. Αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία του με τον Μολιέρο (ο οποίος μέχρι το 1672 συνεργαζόταν με τον Λυλύ), και μετά τον θάνατό του με τον Τομά Κορνέϊγ (Thomas Corneille) και τον Ζαν Ντονώ ντε Βιζέ (Donneau de Visé). Το 1685 η αίρεση του μονοπωλίου επί του μουσικού θεάτρου έφερε και το τέλος του Σαρπαντιέ ως συνθέτη γι’ αυτό το είδος.
Στα 1679 ο Σαρπαντιέ επιλέχθηκε να γράφει μουσική για τον υιό του Λουδοβίκου ΙΔ΄, τον επονομαζόμενο και δελφίνο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μουσικής γράφτηκε για τα ίδια μέσα που είχε στη διάθεσή του επί Δεσποινίδος ντε Γκιζ: τρεις φωνές με τη συνοδεία τριών οργάνων. Μάλιστα, με την άδειά της, πολλά απ’ αυτά τα έργα παιζόντουσαν και στο προσωπικό παρεκκλήσι του δελφίνου, αλλά με μουσικούς της αυλικής υπηρεσίας. Περί το 1683 ο Σαρπαντιέ συνταξιοδοτήθηκε· έκτοτε λάμβανε παραγγελίες για τον εορτασμό σπουδαίων αυλικών γεγονότων, όπως η Περιφορά του Επιταφίου.
Ο θάνατος της Δεσποινίδος ντε Γκιζ το 1688 ήταν καθοριστικός· ήδη από τον προηγούμενο χρόνο ο Σαρπαντιέ τέθηκε στην υπηρεσία των Ιησουιτών ως μουσικός διευθυντής (maître de musique). Αποστολή του πλέον δεν ήταν να γράφει ορατόρια, αλλά να μελοποιεί ψαλμούς και άλλα λειτουργικά κείμενα, όπως λιτανείες, μοτέτα κλπ. Τη θέση αυτή κράτησε μέχρι το 1698, οπόταν και διορίστηκε μουσικός διευθυντής της Χορωδίας του Βασιλικού Παρεκκλησίου των Παρισίων (Sainte-Chapelle)· εκεί διηύθυνε τη χορωδία και έγραφε θρησκευτική μουσική μέχρι τον θάνατό του το 1704. Τα περισσότερα έργα που έγραψε για τη θητεία του εκεί αγνοούνται· κατά το συνήθειο, με τον θάνατο του μουσικού διευθυντή, τα έργα του κατασχέθηκαν. Ο Σαρπαντιέ πέθανε στη Sainte-Chapelle και ετάφη σε ένα μικρό κοιμητήριο (πλέον ανύπαρκτο) πίσω από το κλίτος της χορωδίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1727, οι κληρονόμοι του συνθέτη πούλησαν τα χειρόγραφά του στην τότε Βασιλική Βιβλιοθήκη, τη σημερινή Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Πρόκειται για 28 τόμους χωρισμένους σε δύο σειρές τευχών (αριθμημένες με αραβικούς και ρωμαϊκούς αριθμούς αντίστοιχα), ενώ σε κάθε τεύχος αναγράφεται η χρονολογία. Τα χειρόγραφα αυτά, με τα τεχνικά τους στοιχεία (υδατογραφήματα, γραφικός χαρακτήρας κλπ) έχουν επιτρέψει την ακριβή χρονολόγηση των έργων του, καθώς και τον καθορισμό του γεγονότος για το οποίο γράφτηκαν πολλά απ’ αυτά.
Μουσική και υφολογικά στοιχεία
Η εργογραφία του Σαρπαντιέ περιλαμβάνει ορατόρια, όπερες, λειτουργίες και αρκετά μικρότερα κομμάτια που δεν εμπίπτουν σε κάποια κατηγορία. Κάποια απ’ αυτά, γραμμένα για μία ή δύο φωνές και μικρό οργανικό σύνολο, είναι παρόμοια με ιταλικές καντάτες της εποχής· αν και παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία ο Σαρπαντιέ τα ονομάζει air sérieux ή air à boire όταν το κείμενο είναι γαλλικό, και “καντάτες” όταν το κείμενο είναι στα ιταλικά.
Τα έργα του γράφτηκαν σε μια μεταβατική περίοδο για τη μουσική: όπως και στον Κλάουντιο Μοντεβέρντι, οι τρόποι αντικαθίστανται σταδιακά από τις τονικότητες και εδραιώνεται η αρμονία. Η ασάφεια αυτού του δυισμού, όπου το ένα ύφος δανείζει στοιχεία στο άλλο, δεν μπορεί παρά να είναι εμφανής και χαρακτηριστική στα περισσότερα έργα του.
Πέρα από την ιδιότητα του συνθέτη, ο Σαρπαντιέ φέρεται να αποτελεί εξίσου ικανό θεωρητικό της μουσικής· σε χειρόγραφο του 1680 κάνει αρμονική ανάλυσή μιας λειτουργίας του Ιταλού συνθέτη Φραντσέσκο Μπερέττα, ενώ το 1691 γράφει ένα εγχειρίδιο μουσικής εκπαίδευσης για τον Φίλιππο της Ορλεάνης.
Μια επαύξηση του εγχειριδίου γράφεται τρία χρόνια αργότερα και οι δύο εκδοχές σώζονται από τον συνάδελφό του Ετιέν Λουλιέ, ο οποίος τις τιτλοφορεί “Κανόνες Σύνθεσης υπό Κου Σαρπαντιέ” (Règles de Composition par Monsieur Charpentier) και “Επαυξήσεις επί του πρωτότυπου εκ του Δούκα της Σαρτρ” (Augmentations tirées de l’original de Mr le duc de Chartres). Σε μια κενή σελίδα ο Λουλιέ αναφέρει κάποιες παρατηρήσεις του Σαρπαντιέ, οι οποίες ανήκουν σ’ ένα άλλο έργο του Σαρπαντιέ με τίτλο “Κανόνες Συνοδείας υπό Κου Σαρπαντιέ” (Règles de l’accompagnement de Mr Charpentier). Έτσι, προκύπτουν τρία μεγάλα θεωρητικά έργα, για να συμπληρωθούν από μια τέταρτη -ιδιόχειρη- διατριβή, που ανακαλύπτεται το 2009 στο Πανεπιστήμιο της Ινδιάνας. Γραμμένη το 1698 και με αύξοντα αριθμό “XLI” (41), αποδεικνύει ότι ο Σαρπαντιέ έγραψε όχι μόνο μουσική, αλλά μια ολόκληρη σειρά θεωρητικών έργων, κάτι που τον κατατάσσει στους σημαντικούς θεωρητικούς της εποχής του.
Για την Εργογραφία του ΕΔΩ