Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο ζήτημα των κατευθυνόμενων από τη τουρκική κυβέρνηση παράνομων μεταναστευτικών ροών, που πλέον γίνονται και με την φανερή επίσημη τουρκική κρατική συμμετοχή τόσο στο επίπεδο της οργάνωσης όσο και στο επίπεδο της διακίνησης,
αν και μονάχα όσοι ήθελαν να εθελοτυφλούν δεν μπορούσαν να διακρίνουν και πριν αυτή τη συμμετοχή, επανέρχεται στο προσκήνιο από την πλευρά της Ελλάδας το ερώτημα πώς μπορεί η χώρα μας να προστατευθεί από ένα φαινόμενο, που η ιδεοληψία κάποιων (κυρίως νεοφιλελεύθερων και διεθνιστών) δεν τους επέτρεπε και δεν τους επιτρέπει να δουν πως ό,τι υποστηρίζουν δεν είναι παρά ένα καθαρό δουλεμπόριο στην υπηρεσία της Νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων, ένα όπλο εναντίον του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου στόχου τής προώθησης ενός σχεδίου περί ενός «παγκόσμιου χωριού», χωρίς σύνορα («εθνικά» όπως τα αποκαλεί), με μια παγκόσμια κυβέρνηση, όπου όλα θα βαίνουν σύμφωνα με τις ευχές των νεοφιλελεύθερων δογμάτων.
Στην επίτευξη αυτού του στόχου, έρχεται ως (εκών άκων) ιδεολογικός αρωγός και μια αριστερή ιδεοληψία που κι αυτή επιχειρεί τον ίδιο στόχο (την κατάργηση των «εθνικών συνόρων»), βεβαίως με μια άλλη επιχειρηματολογία και προοπτική, αυτή ενός παγκόσμιου προλεταριακού κράτους, ή, για να το πούμε με πιο σύγχρονη ορολογία, ενός παγκόσμιου κράτους των «εργαζόμενων», που όμως, παρά αυτή τη διαφοροποίηση, σημαντική σε επίπεδο θεωρίας, εν τούτοις, στο πραγματικό γίγνεσθαι, ουσιαστικά παίζει το παιχνίδι του νεοφιλελευθερισμού -και όχι προς μεγάλη του στεναχώρια. Και το να έχεις βέβαια, την όποια ιδεολογία, αυτό δεν είναι καθόλου μεμπτό, μάλιστα δε κι εγώ, ουδόλως αντιτίθεμαι στο όραμα μιας Ανθρωπότητας ενωμένης που να συμβιώνει ειρηνικά και με τις ενωμένες τις δυνάμεις της, να επιδίδεται στη δημιουργία τέτοιων επιπέδων ευημερίας, ώστε ουδείς να επιθυμεί την επιστροφή στη προηγούμενη κατάσταση των εθνικών και άλλων (ταξικών ας πούμε) διαιρέσεων.
Όμως, από του σημείου αυτού, μέχρι του σημείου να αγνοείς, πόσο καταστροφικό και εγκληματικό είναι να επιβάλλεις ένα όραμα και μάλιστα βιαίως, εν μέσω ανώριμων (ακόμα) συγκυριών, να αγνοείς, πως όταν οι καιροί δεν είναι ακόμα ώριμοι ώστε να αποδεχτούν αυτά τα οράματα, και πως όταν ένα σωστό όραμα επιβάλλεται με λάθος τρόπο και σε λάθος χρόνο, τότε, όχι απλά δεν βοηθάς στην επιτυχία του, μα βοηθάς στην απαξίωσή του, η απόσταση πράγματι μεταξύ του τι θέλω και τι μπορώ να κάνω, είναι τεράστια. Ένα τέτοιο όραμα, έτσι επιβαλλόμενο, δεν παράγει πλούτο (υλικό ή/ και πολιτισμικό), παράγει φτώχεια και δυστυχία (και έγκλημα).
Σκοπός του άρθρου αυτού, δεν είναι να τοποθετηθεί πάνω στο τι είναι αυτές οι μεταναστευτικές ροές, πώς παράγονται, με ποιες σκοπιμότητες και από ποιους υποθάλπονται. Το έχω κάνει σε πρόσφατα άρθρα μου.
Αυτό που εδώ θέλω να τονίσω, είναι μια άλλη πτυχή αυτών των (παράνομων) μεταναστευτικών ροών, που έχουν άμεση σχέση με τη χώρα μας και τις ελληνοτουρκικές διαφορές, όπως τουλάχιστον εγώ αντιλαμβάνομαι και κυρίως ερμηνεύω τα πράγματα.
Έτσι λοιπόν, θεωρώ πως είναι εμφανής η προσπάθεια της Άγκυρας, να «ενισχύσει» την εδώ μουσουλμανική μειονότητα (την οποία θεωρεί τουρκική -όχι χωρίς λόγο αν λάβουμε υπόψη μας κατά καιρούς δηλώσεις μελών αυτής της μειονότητας-) με (παράνομους) μουσουλμάνους μετανάστες, έτσι ώστε να αποκτήσει ένα μέσο (σε πρώτο στάδιο) ισχυρότερης πολιτικής πίεσης προς την Ελλάδα, μέσω ενός ευμεγέθους μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο προοπτικά, σε βάθος λίγων μόνο γενιών, μπορεί να καταστεί και πλειοψηφικό, ή, σε κάθε περίπτωση τέτοιου μεγέθους, ώστε να έχει διαβρώσει ουσιαστικά την υψηλού βαθμού εθνική (και πολιτισμική) ομοιογένεια της χώρας.
Μια τέτοια εξέλιξη, ουσιαστικά θα δυναμιτίσει την ίδια την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας, (π.χ., στη Θράκη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου) αφού, ένα μεγάλο τμήμα, όχι πλέον του (σε πολύ μεγάλο βαθμό) εθνικά ομογενούς ελληνικού λαού όπως είναι σήμερα, μα του λαού που θα έχει τεχνητά διαμορφωθεί με τη βίαιη προσθήκη και άλλων εθνοτήτων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία μουσουλμανικών, (ή και αμφισβητούμενων φιλικών διαθέσεων προς την Ελλάδα), που όχι μόνο δεν θα αισθάνονται κανέναν τουρκικό κίνδυνο, μα αντίθετα, θα επιδιώκουν την ακόμα μεγαλύτερη «συνεννόηση» μεταξύ των δύο χωρών, (προφανώς με βάση την τουρκική ατζέντα), ενώ, η Τουρκία θα αποτελεί γι’ αυτούς, (αναφέρομαι στους μουσουλμάνους) ή τουλάχιστον για τη μεγάλη τους πλειοψηφία, τον «εγγυητή» των εδώ μουσουλμανικών μειονοτήτων, η πολιτική βαρύτητα των οποίων θα γίνεται ολοένα και πιο φανερή, όσο θα αποκτούν ίσα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία και θα χρησιμοποιούν στη βάση των «οδηγιών» που θα τους παρέχονται (στα οποία «συμφέροντά» τους, καλό είναι να υπενθυμίζουμε πως για τους μουσουλμάνους, θρησκευτικά και πολιτικά δεν είναι πάντοτε διαχωρισμένα, με ό,τι αυτό σημαίνει, ή καλύτερα, θα σημαίνει κάποια στιγμή στο μέλλον).
Συνεπώς, το ζήτημα των παράνομων μεταναστευτικών ροών, όχι μονάχα δεν μπορεί κανείς να το προσεγγίζει αγνοώντας ή κάνοντας ότι αγνοεί την παραπάνω πολύ σημαντική πτυχή του φαινομένου, μα θα πρέπει και τα όποια οικονομικά οφέλη επικαλούνται κάποιοι από την παρουσία αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων ανειδίκευτων εργατικών χεριών (κυρίως για την ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων), να κάνουν τον κόπο να συνυπολογίζουν και τα οικονομικά κόστη ακριβώς από την χαμηλής ποιότητας και ανάλογης αποδοτικότητας και παραγωγικότητας προσφερόμενης από τους ανθρώπους αυτούς εργασία, για το αν αυτής της ποιότητας, αποδοτικότητας και παραγωγικότητας εργασία έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία, και τέλος, να συνυπολογίσουν και το οικονομικό κόστος από τις τυχόν (πλην καθόλου απίθανες) κοινωνικές αναταραχές που θα προκύψουν από την υποχρέωση βίαιης συνύπαρξης μεταξύ πολιτισμικά ασύμβατων εθνοτήτων (ακόμα και μεταξύ αυτών των αλλοεθνών).
Το ζήτημα εδώ, δεν είναι το «τι θα συνέβαινε αν», μα τι με μεγάλη πιθανότητα μπορεί να συμβεί, με βάση την πλούσια εμπειρία που μας παρέχει η ίδια η Ευρώπη, ιστορία όχι παλιά μα πολύ πρόσφατη, που έχει να κάνει όχι με το πώς πέτυχαν οι πολυπολιτισμικές χώρες να διατηρήσουν την συνοχή των διαφορετικών τους εθνοτήτων, όταν συγκροτούνταν βιαίως σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, (όλες οι πρώην πολυπολιτισμικές χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια), μα ακριβώς πώς «πέτυχαν» να διαλυθούν, και μάλιστα με βαρύ φόρο αίματος, στα εξ ων συνετέθησαν, ενώ και στην ίδια την Δυτική Ευρώπη (Ισπανία, Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο), δεν χρειάζεται παρά ένα «κάτι τις» ώστε κι εκεί να δούμε εξελίξεις ακόμα χειρότερες από αυτές που πρόσφατα είδαμε στην Καταλονία.
Έχω την αίσθηση, πώς αυτή η μονοδιάσταση (ισλαμογενής) πολυπολιτισμικότητα (κατ’ ουσίαν : διπολιτισμικότητα) που προωθείται στην Ελλάδα, οι σπόροι της, συγκροτούνται από πολύ εύφλεκτο υλικό και κυρίως, πρόκειται για σπόρους που ανήκουν σε πολύ διακεκριμένα και ανόμοια μεταξύ τους «είδη», που δεν είναι σε θέση να γονιμοποιήσει το ένα τον άλλο, ακριβώς όπως ένας αετός δεν μπορεί να γονιμοποιήσει μα ούτε και να γονιμοποιηθεί από ένα λιοντάρι, όπως ένας ελέφαντας δεν μπορεί να γονιμοποιήσει μα ούτε και να γονιμοποιηθεί από ένα πρόβατο.
Γενικώς, τα ισχύοντα (εκ των πλέον σημαντικών από άποψη «πιστών») πολιτισμικά πρότυπα, δεν βρίσκονται στο καλύτερο σημείο ώστε να μπορεί το καθένα να γονιμοποιήσει το άλλο. Οι «πολιτισμικές ενσωματώσεις», ιδίως ισχυρών πολιτισμικών προτύπων, δεν αποτελούν την κυρίαρχη πραγματικότητα. Αν αυτό ισχύει, δεν βλέπω κανένα λόγο, γιατί θα έπρεπε να ασπαστώ εκείνες τις απόψεις που ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο πλην ανιστόρητο επιχείρημα, και που με μαθηματική βεβαιότητα, οδηγούν στη σύγκρουση. Προς τι αυτός ο εκβιασμός των εξελίξεων; Απάντηση βεβαίως υπάρχει και ήδη περιγραμματικά δόθηκε παραπάνω.
Την στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες, βλέπω στη τηλεόραση την προσπάθεια εισβολής (αυτός είναι ο σωστός όρος), παράνομων μεταναστών, στην συντριπτική τους πλειοψηφία σε ηλικίες που στις χώρες τους άλλοι κάνουν την στρατιωτική τους θητεία ή και την έχουν ήδη εκπληρώσει, με άριστη φυσική κατάσταση, με το χαμόγελο στα χείλη και ηθικό ως φαίνεται ακμαίο ώστε να μην απογοητεύσουν την τουρκική κυβέρνηση η οποία και τους κάλεσε να επιχειρήσουν αυτή την εισβολή στην Ελλάδα, και μάλιστα, πριν καν εισβάλλουν, να ρίχνουν και χημικά (από το τουρκικό έδαφος) εναντίον των ελληνικών αστυνομικών δυνάμεων.
Πλέον η εικόνα του παρελθόντος που εδώ και πολύ καιρό έπαψε να ισχύει ως πραγματικότητα, δηλαδή, ανθρώπων «ταλαιπωρημένων» και «κατατρυγμένων» να αναζητούν «καλύτερη μοίρα» στην Ευρώπη, δίνει πλέον τη θέση της σε μια άλλη πραγματικότητα, αυτή της ανοιχτής συνεργασίας αυτών των ανθρώπων με τις τουρκικές αρχές. Και μονάχα αυτό το γεγονός, πρέπει να κάνει ακόμα και τους πλέον ιδεοληπτικούς (πράγμα που το βρίσκω φοβερά δύσκολο), επί τέλους, αντιληφθούν το προφανές, όπως π.χ., ότι αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται «παράτυπη» μετανάστευση είναι μια καθαρή δουλεμπορία, που πλέον εξελίσσεται και σε καθαρή συνεργασία δήθεν «μεταναστών» (εδώ πια δεν έχει θέση ούτε το «παράτυπος» ούτε το «παράνομος») και κρατικών υπηρεσιών χωρών, (της Τουρκίας εν προκειμένω -αλλά όχι μονάχα της Τουρκίας), με προφανή στόχο την ίδια την αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας άλλων χωρών, όπως εν προκειμένω της Ελλάδας.
Και ασφαλώς, από την δική μας πλευρά, θα πρέπει να πάψει κι αυτό το τροπάρι περί «ευρωπαϊκών συνόρων» όταν αναφερόμαστε στα ελληνικά σύνορα, διότι αποτελεί Ύβρη έναντι της νοημοσύνης μας. Τα σύνορά μας, τα ελληνικά σύνορα, θα είναι και ευρωπαϊκά, τότε και μόνο τότε, όταν, η Ελλάδα, αν δεχτεί επίθεση από την οποιαδήποτε μη ευρωπαϊκή χώρα, μαζί με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και την ελληνική νεολαία που θα επιστρατευθεί για να υπερασπίσει την χώρα, στην στη πρώτη γραμμή του πυρός (σε ξηρά, αέρα και θάλασσα) θα συμπολεμούν και στρατεύματα από την λοιπή Ευρώπη θυσιαζόμενα υπέρ της Κοινής Ευρωπαϊκής Πατρίδας, και επίσης θα επιστρατευθούν και οι αναγκαίες πρόσθετες στρατιωτικές δυνάμεις, στις άλλες χώρες της Ευρώπης, επίσης για την υπεράσπιση της Κοινής Ευρωπαϊκής Πατρίδας. Τ
ώρα, το ότι ακόμα και όσοι ομιλούν περί «κοινών» ελληνικών και ευρωπαϊκών συνόρων, στο άκουσμα (το διάβασμα) των παραπάνω, δεν θα μπορέσουν ούτε οι ίδιοι να συγκρατήσουν το ειρωνικό τους χαμόγελο, πιστοποιεί το γκοτέσκο των δηλώσεων εκείνων που μιλάνε για «κοινά» σύνορα, ενός ανύπαρκτου Κράτους (της Ευρωπαϊκής Ένωσης), μιας ανύπαρκτης «Κοινής Πατρίδας», ενός «πράγματος» που το μόνο που ενέχει ως πραγματικότητα, είναι ένα κοινό νόμισμα και μια κοινή αγορά, εν ονόματι των οποίων, θα πρέπει να θυσιαστεί ο Έλληνας στρατιώτης, όταν του δηλώνεται ότι φυλάσσει «κοινά» σύνορα Ελλάδος και Ευρώπης! Βλέποντας όμως, ότι τα φυλάσσει μόνος, ευλόγως μπορεί να ερωτήσει, «τελικώς», του ζητείται ακόμη και το αίμα του, για να υπερασπιστεί ποια «πατρίδα», ποιο «κράτος» και με ποιους «συμπολεμιστές»;
Τέλος, κάτι ακόμα, αν και φαινομενικά μη σχετικό με ό,τι θέσαμε ως θέμα προσέγγισης στο παρόν άρθρο, που όμως, έχει σχέση. Αναφέρομαι σε αυτό που ακούγεται πολύ συχνά, αναφορικά με την «πραγματική επιθυμία» των παράνομων μεταναστών: πως η πλειοψηφία τους, θέλει «απλώς» να διέλθει από τη χώρα μας και να κατευθυνθεί προς άλλες χώρες της Ευρώπης.
Προσωπικά, αυτή την αντίληψη δεν τη συμμερίζομαι διόλου, τουλάχιστον ως προς τον εφησυχασμό που επιχειρεί να διασπείρει στον ελληνικό λαό.
Και ναι μεν είναι αληθές, πως υπάρχει μια «μεγάλη» μερίδα παράνομων μεταναστών που επιθυμούν να προωθηθούν σε άλλες χώρες της Ευρώπης (κυρίως της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης), όμως, τι γίνεται με τη «μικρή μερίδα» που επιθυμεί να παραμένει εδώ στην Ελλάδα;
Και πρώτα απ’ όλα πόσο «μικρή» είναι αυτή η μερίδα; Διότι ασφαλώς, είναι άλλο πράγμα το να αναφέρεσαι σε μικρή μερίδα (π.χ., ένα 10% να πούμε;) σε ένα σύνολο 10.000 ανθρώπων, και άλλο όταν αναφέρεσαι σε ένα σύνολο 100.000 ή 1.000.000 ή 2.000.000 ανθρώπων. Και βεβαίως, σ’ αυτό το «μικρό ποσοστό», υπάρχει και ένα άλλο, που θα προκύψει από εκείνους που ναι μεν θέλουν να μεταβούν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όμως, τελικώς, δεν θα το κατορθώσουν και θα παραμείνουν εδώ.
Συνεπώς, το παραπάνω επιχείρημα της ιδεοληψίας που επιχειρεί να χρυσώσει το χάπι για τις συνέπειες της παράνομης μετανάστευσης, δεν λέει απολύτως τίποτα. Στο κάτω – κάτω, η Τουρκία μπορεί ανέτως να διοχετεύσει και από άλλες οδούς τις παράνομες μεταναστευτικές ροές, όπως π.χ., μέσω Βουλγαρίας, κάτι όμως που δεν τολμά να το κάνει, διότι, ως φαίνεται, εκεί, όσοι διαχειρίζονται το ζήτημα, δεν διέπεται η αντίληψή τους από τέτοιες ιδεοληψίες, όπως εδώ, που οι εκάστοτε αρμόδιοι, το μόνο που κάνουν τα τελευταία δέκα χρόνια (για να μη πάμε πιο πίσω), είναι να ναρκοθετούν το μέλλον του έθνους, άλλοτε με τα Μνημόνια, άλλοτε με συμφωνίες τύπου Πρεσπών, άλλοτε με εντελώς ανεύθυνες και ανόητες πολιτικές στο ζήτημα των παράνομων μεταναστευτικών ροών, με την ιδεοληψία επίσης παρούσα κατά περίπτωση και περίσταση.