The bondholder
Δούλευα στην Νέα Υόρκη σε τράπεζα που διαχειρίζονταν τα λεφτά τον πλούσιων οικογενειών.
Μια μέρα ο διευθυντής με κάλεσε να πάω στο San Francisco για μια υπόθεση. Μου ζήτησαν να υπογράψω χαρτί ότι δεν θα αποκάλυπτα ποτέ το όνομα του ανθρώπου που θα έβλεπα. Ήταν κάτι σπάνιο στον χώρο αυτό.
Το άλλο βράδυ πήρα το αεροπλάνο για το san Francisco. Το ταξί που ήρθε να με πάρει δεν πήγε προς το κέντρο αλλά προς ένα από τους λόφους. Εκεί σε μια μικρή πεδιάδα ένας ηλικιωμένος κύριος ζωγράφιζε το τοπίο. Τον αναγνώρισα. Ήταν ένας μεγάλος επιχειρηματίας στον χώρο της πληροφορικής που είχε συνταξιοδοτηθεί από την εταιρεία που ίδρυσε και που είναι ακόμα και σήμερα παγκοσμίως γνωστή (δεν μπορώ να πω παραπάνω). Δεν ήταν ούτε ο Βill ούτε ο Στιβ.
Όταν έφτασα σταμάτησε να ζωγραφίζει και πήρε τον κλειστό
φάκελο που μου είχαν δώσει. Έπρεπε και εγώ να υπογράψω σαν μάρτυρας και έμμεινα με το στόμα ανοικτό όταν είδα τα ονόματα των foundations για το όποια υπόγραφε.
Επτά συνολικά γνωστά για το κοινωνικό έργο που προσφέρουν στην Αμερική και παγκοσμίως. Υποτροφίες σε άπορους μαθητές για να πάνε στα ακριβά πανεπιστήμια, χρηματοδότηση καινοτομικών ιδεών από παιδιά ηλικίας 22- 27 ετών, συσσίτια, δωρεές σε σχολεία για βιβλιοθήκες, έδρες για την Ελληνική Γλωσσά σε αρκετά Πανεπιστήμια, κτλ.. Έφυγα γεμάτος θαυμασμό για τον άνθρωπο αυτόν. Μπορώ να πω δέος.
Η συνάντηση αυτή ήταν μια από τις τρεις που σημάδεψαν την ζωή μου.
Γύρισα στην Νέα Υόρκη και πήγα στον διευθυντή μου με πολλές ερωτήσεις.
«Γνώρισες τον άνθρωπο που σημάδεψε και την δική μου την ζωή» μου είπε «και είσαι τυχερός που τον γνώρισες. Μια μέρα μπήκε στο γραφείο μου αυτός ο άνθρωπος, που τον ήξερα και προσωπικά, και που πολλά είχαν γράψει οι εφημερίδες πριν τρία χρόνια για την αποχώρηση του από την εταιρεία. Ήταν με τον δικηγόρο του. Μου έδωσε τη χειρόγραφη διαθήκη του που ήταν μια σελίδα. Στα παιδιά του έδινε από 500, 000 δολάρια που όπως είπε ήταν 100 φορές παραπάνω από ότι είχε αυτός στην ηλικία τους. Ζητούσε το trust να του πληρώνει το ενοίκιο σ’ ένα διαμέρισμα στον San Francisco. Τίποτα άλλο γι’ αυτόν και την οικογένεια του. Συμπλήρωνε την διαθήκη ως έξης.. Όλη την υπόλοιπη περιουσία μου (κοντά στα δυο δισεκατομμύρια δολάρια την εποχή εκείνη) θα πάνε σ’ ένα Foundation με πολλές θυγατρικές που θα προωθήσει δυο πράγματα που είναι η βάση για όλα.. την νεολαία και την Ελληνική γλώσσα. Φτιάξετε τα έτσι ώστε δίκαια και αξιοκρατικά να υποστηριχτούν αυτά τα δυο. Θα επιστρέψω σε δυο εβδομάδες να υπογράψω»
Ένας από τους τρεις πυλώνες του silicon valley ήταν οι δωρεές του δικού του foundation.
Ήθελα να μοιραστώ αυτή την εμπειρία, που σπάνια το κάνω, για δυο λόγους.
Διάβασα σήμερα στην Ελευθεροτυπία ότι μια κυρία από την Λάρισα η κυρία Χ.Α Τράντου δώρισε όλοι την περιουσία της σ’ ένα γηροκομείο που το κράτος είχε παρατήσει. Είναι ένα μήνυμα ελπίδας μέσα σ’ αυτά που ζούμε. Έτσι ξανά ένιωσα το ίδιο δέος.
Η δεύτερη αίτια είναι ότι ελπίζω ότι κάποιοι άνθρωποι που σήμερα αφήνουν τα λεφτά τους να λιμνάζουν στην Ελβετία ίσως ακολουθήσουν το παράδειγμα αυτού του ανθρώπου ακούγοντας την ιστορία αυτή.
Αλλιώς τίποτα δεν θα μείνει όρθιο στον κόσμο αν δεν το κάνουν. Σύντομα.