Ητανε κάποτε, αφηγείται ο παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ένας βασιλιάς που ήθελε να εντυπωσιάζει, να φοβίζει και να… αποκοιμίζει τους υπηκόους του με τα πλούσια φανταχτερά του ρούχα. Απαιτούσε λοιπόν, από τους αυλικούς και τους ράφτες του να φοράει κάθε μέρα καινούργια ρούχα.
Οι ράφτες και οι αυλικοί, χαμερπείς και συμφεροντολόγοι ταυτόχρονα, προκειμένου να έχουν την εύνοιά του, κατόρθωσαν να τον πείσουν ότι μπορούν να του φτιάξουν ρούχα από ένα σπάνιο ύφασμα που θα είχαν την ικανότητα να το δουν μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι.
Θεωρώντας ο βασιλιάς ότι έτσι θα μπορεί να καταλάβει ποιοι από τους υπηκόους του είναι οι έξυπνοι και ποιοι οι χαζοί, τους διέταξε να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά. Προσποιούμενοι οι ράφτες ότι ράβουν τα καινούργια του σπάνια ρούχα και οι παρατρεχάμενοι ότι τα βλέπουν, τον διαβεβαίωναν πως είναι πανέμορφα, μοναδικά.
Ήρθε η ώρα να τα φορέσει και να βγει στους δρόμους, για να τον καμαρώσουν οι υπήκοοι, παρόλο που και ο ίδιος δεν τα έβλεπε. Ε, δεν μπορεί να λάθευε το επιτελείο… Και τι επιτελείο!!
Εδώ κατόρθωσε να κοροϊδέψει και να πείσει έναν ολόκληρο λαό πως μόνο όσοι είναι έξυπνοι μπορούν να τα δούνε.
Άρχισαν τότε να επευφημούν το βασιλιά και «ζήτω του» και «μπράβο του» και «τι ωραία ρούχα του»!!
Μόνο ένα παιδάκι τόλμησε να φωνάξει την αλήθεια: «Κοιτάξτε!! Κοιτάξτε!! Ο βασιλιάς είναι γυμνός!!» Τότε, όλοι μαζί, σπάζοντας φόβο και ενοχές, είδαν την πραγματικότητα και τη φωνάξανε με θάρρος: «Ο βασιλιάς μας είναι γυμνός!!»