Αποκάλυψη τώρα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

…***(και έχουσιν ουράς ομοίας σκορπίοις καί κέντρα ,καί έν ταίς ουραίς αυτών εξουσίαν έχουσι τού αδικήσας τούς ανθρώπους μήνας πέντε ….) 9.10.

Ξάφνου ολόγυρα ίσκιοι κι ανθρώποι πού τρύπωναν ανάμεσο στίς μύριες χαραμάδες,χάνονταν.
Εν πρώτοις αρχίνησε σα κακό ονείρατο.
Στή σειρά μιά αρίφνητη κι αλφαδιασμένη παράταξη από λαβωμένα ανθρώπινα σώματα.Γδυμνά.Νά κείτονται απάνω σέ μουχλιασμένα πλατανόφυλλα .
Τά κεφάλια τους γερμένα τρυφερά ,σάν τό απαλό φύσημα τού Σιρόκου , απάνω Σ ένα ορθογωνιασμένο αγκωνάρι.Από φρέσκια λαξευμένη πέτρα .Φερμένη απόνα εγκαταλελειμένο νταμάρι.Τόμαθε κι αυτό από τούς παππούδες .Σάν αρχινήσει ο Μέγας πρωτομάστορας πουρνό πουρνό θά βγάνει ολόφρεσκα αγκωνάρια.Γύρω του η μυρωδιά από τά χτυπήματα του κοπιδιού στόν αέρα.Ανάμιχτη σά από μπαρούτι μαύρο.Σά από νοτισμένο αγριολούλουδο. Μά ποιός να τό φαντάζονταν ότι κι άψυχη πέτρα ανασαίνει .
Η απόσταση από τ άγνωστα κορμιά ,κοντά στό ενάμιση μέτρο.Από παντού κυλάει τό αίμα .Ποτάμια φουσκωμένα τό κατήφορο.Ωστόσο καμμιά ορατή λαβωματιά.
Κανείς δε μιλά.Τά μάτια αγκιστρωμένα ,κάπου ψηλά στόν ορίζοντα.Κάτι αντίκρισαν .Ένα σημάδι .Μιά ξεχασμένη προφητεία.Ωστόσο δέν τήν μολογάνε.
Ο εχτρός ξεφύτρωσε από παντού.Αόρατος .Μιλάνε κάποιες μάντισσες καί χαρτορίχτρες πώς τάχα μου μιά λυσσασμένη Νυχτερίδα ,από τά βάθη τής Ανατολής,χιλιάδες μίλια μακρυά,ξέρασε τήν οργή της .Ορκίστηκε στούς δικούς της θεούς να εκδικηθεί όσους τήν πρόγκιξαν νά έγκατα βιώνει μ όλη της τή φαμίλια σέ σκοτεινές σπηλιές κι αραχνιασμένα μονοπάτια .Στό απόλυτο έρεβος.
Όσο γιά τούς άλλους πού στέκονται ακόμα ολόρθοι ,ωσότου έρθει κι η δικιά τους σειρά ,ενδεδυμένοι μέ φαρδιές κακό ραμμένες φορεσιές ,σέ ρίγες παράλληλες μπλε σκούρο καί γκρί παραλλαγής ,σκούφο κατάμαυρο μέ ένα αχνό γραμμένο νούμερο .Φέρνει στά αυλάκια τού μυαλού σου στρατόπεδα του Γκέλτεν,τού Μαουτχάουζεν.Ένας αλλοιώτικος πόλεμος κι εμείς τά θύματα του .
Η ματιά αγκιστρωμένη στά πληγιασμένα σώματα.Άγνωστα ,όμως ξεχωρίζουν καί κάποιους από τή δικιά τους ξεκληρισμένη φαμίλια .
Ένα υπόκωφο βουητό .Είναι τό αίμα τών ξένων ,μά καί τό δικό τους .
Από μακρυά ,στό διπλανό χωριό ,ο Παπασεραφείμ έριξε ξανά τήν τριχιά στο γλωσσίδι τής καμπάνας .Ντίν Ντάν. Ντίν Ντάν.Σέ μιά λυπητερή συγχορδία .
Μά ποιός νά τό φαντάζονταν.Πώς ακόμα κι οι καμπάνες κλαίνε.Γι αυτό κι εσύ ποτέ σου μην ρωτήσεις γιά ποιόν χτυπάει η καμπάνα.Χτυπάει γιά σένα καί γιά μένα.
Μά νάτανε μονάχα αυτό τό κακό που Μάς βρήκε.
Εκείνοι πού στέκονται ακόμα ολόρθοι ,περιμένοντας τό καταδικό τους ορθογωνιασμένο αγκωνάρι ,κουβαλάνε μιά σκουριασμένη άγκυρα .Μέ Κολλημένα χιλιάδες πολύχρωμα όστρακα στά διχάλια της.Ζωσμένοι μέ τήν δικιά τους αλυσίδα .Ωστόσο τήν κάμουν ότι θελήσει ο καθένας τους.Τήν κρεμάνε σά πολυελαιο στό ταβάνι .Αλλοι ζώνουνε τά κλειδιά από τίς ορθάνοιχτες ακατοίκητες κάμαρες .Οπου κανείς δέν κατοικεί πιά.
Μονάχα ένας πού ξέφυγε ,καθώς αποβραδίς σάλεψε ο Νούς του .Παραφυλάει στό μισάνοιχτο παντζούρι.Ξύλινο βαμμένο μέ λαδομπογιά ,πρίν χρόνια από τό πατέρα του .Σέ πράσινο λαδί ,γιομάτο ρόζους καί σαρακιασμένες τρύπες.Ασάλευτος ,μήδε ψωμί , μήδε νερό.
Θά περάσουν μονολογεί .Τόδε τ όνειρο ολοφάνερο.Ορκίζεται κιόλας σ ότι ιερό κι όσιο μας απόμεινε ετούτες τις μέρες τής κρίσης.Θά περάσει η μεγάλη τών ανθρώπων η πομπή.
Από μακρυά αφουγκράζεται τό ρυθμικό μονότονο ήχο από το νταούλι .Τόχει αγκαλιασμένο ένας ψηλός κοκαλιάρης γέροντας μέ μακρυά άσπρη γενειάδα.Κρατεί στο αριστερό του χέρι μιά χοντρή ροζιασμένη ράβδο.Από καναπίτσα τού δάσους περασμένη σέ δυνατή φωτιά .Ήταν φαίνεται σιδηρουργός στά νιάτα του .Ξέρει αυτός από φωτιά .Παραδίπλα ακολουθάνε πλανόδιοι μουσικοί .Με τρομπέτες ,σαξόφωνο μά κι ένα βιολί χωρίς χορδές.Μιά σκελετωμένη όμορφη κοπελιά ,μέ προτεταμένa ζυγωματικά σούρνει ένα ατέλειωτο μοιρολόι .Τραβώντας μ όση δύναμη τής απόμεινε τά σγουρά κατάμαυρα μαλλιά της .
Η πομπή δέν πέρασε ,μά εκείνος τά βλέπει όλα .Χαρτί καί καλαμάρι.Ειναι ο ξωτάρης
από τό διπλανό χωριό. Κανείς δέν τόν λογαριάζει πιά.
Τό ραδιόφωνο μονότονα κι αδιάκοπα τά ίδια καί τά ίδια.Μή καί ξεμυτίσει κανείς στούς ερημωμένους έτσι κι αλλοιώς δρόμους .
Μιά αόρατη απειλή .Ποιός θά κερδίσει καί ποιός θά χάσει .Η ίδια ιστορία χρόνια τώρα .
Ο κόσμος έχασε την ευωδιά τού πεύκου ,τή μυρωδιά από τό φρέσκο ζυμωτό ψωμί στό πλίθινο φούρνο τής μητέρας ,με τα κατακόκκινα πυρότουβλα.Η λάσπη φερμένη από τό αντικρυστό βουναλάκι ,πάνω από τό νταμάρι μέ τά ολολφρεσκα αγκωνάρια .
Σά μέ ρωτήσεις τί βλέπω .Τίποτες πιότερο από τό ρυθμικό ήχο τού πρωτομάστορα ;πού λαξεύει ακούραστος τά δικά μας ,ορθογωνιασμένα αγκωνάρια.
Νάχουνε ,έτσι κι αλλοιώς κάπου ν ακουμπήσουν τό σαλεμένο τους μυαλό .Επειδή ποτές δέν θά νοιώσουν τή δροσιά από τίς πρωινές δροσοσταλίδες ,στά κόκκινα τριαντάφυλλα της πατρικής αυλής.
Ο αόρατος εχτρός εμφιλοχωρεί στα ανοιχτά μας ρουθούνια ,αγκαλιάζεται μέ τα ερυθρά καί λευκά μας κύτταρα .Ολίγοι εξ ημών θά από μείνουμε .
Ένα ψηλό πλατάνι θά κρατήσει στά πλατύφυλλα του όλα τά μυνήματα πού δέν προκάναμε νά στείλουμε .
Οι καιροί ,ού Μενετοί.
(…Η ουαί η μία απήλθεν.Ιδού έρχονται έτι δύο ουαί μετά ταύτα…9.12….
…από τών τριών πληγών απεκτάνθησαν τό τρίτον τών ανθρώπων ..9.18
Καινή Διαθήκη Αποκάλυψη τού Ιωάννη 96 μ.χ Πάτμος )
Τάσος Βούτσας
Ζυρίχη
27 Μάρτη του 2020

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ