«Αυτός που κυριαρχεί επάνω σας, δεν έχει παρά δύο μάτια, δεν έχει παρά δύο χέρια, δεν έχει παρά ένα σώμα, και δεν έχει τίποτε περισσότερο από ό,τι έχει και ο πιο τελευταίος άνθρωπος από το μεγάλο, άπειρο, πλήθος των πόλεών μας.
Έχει όμως περισσότερο από όλους σας το πλεονέκτημα, που εσείς του δίνετε, να σας ξεκάνει. Από πού πήρε τόσα μάτια, με τα οποία σας κατασκοπεύει, αν δεν του τα δίνετε εσείς; Πώς έχει τόσα χέρια και σας κτυπά, αν δεν τα παίρνει από σας; Τα πόδια με τα οποία καταπατά τις πόλεις σας, από πού τα έχει, αν δεν είναι από τα δικά σας; Πώς έχει εξουσία επάνω σας, παρά από σας τους ίδιους;… Πάρτε την απόφαση να μη σκύβετε πια το κεφάλι, και να σας ελεύθεροι. Δεν θέλω να τους δώσετε σπρωξιές, ούτε να κοιτάξετε να τους ρίξετε. Μόνο να πάψετε να τον στηρίζετε. Και θα τον δείτε, σαν ένα ψηλό κολοσσό από τον οποίον τραβήξανε ξαφνικά τη βάση του, να παρασύρεται από το ίδιο του το βάρος, και να τσακίζεται».
[Étienne de] La Boétie εις : Maurice Marsal : Επιβολή και Ηγεσία, εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, σελ. 42.
Θα διατυπώσω εν προοιμίω, ό,τι λογικά θα έπρεπε να τεθεί στον επίλογο -ανάμεσα σε άλλα βεβαίως. Όμως, για μένα τουλάχιστον έχει τέτοια και τόση σημασία αυτή επισήμανση, ώστε θεώρησα πως πρέπει να διατυπωθεί σε τούτο το αρχικό σημείο.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Τόμος 1, σελ. 252-253), διατυπώνοντας έναν εκ των λόγων που κατά την άποψή του (σωστή -κατ’ εμέ) οδήγησαν στην παρακμή της αρχαίας κλασικής Ελλάδας, σημειώνει τη σημασία της συνοδοιπορίας «θεωρίας» και «πράξης» στον δημόσιο βίο και των συνεπειών της όταν αυτή απουσιάζει. Γράφει:
«Ομοίως δ’ εταυτίσθη η θεωρία και η πράξις εν τη αρχαία Ελλάδι, και ιδίως αν Αθήναις επί πολύν χρόνον. Ο Σόλων, όστις διετέλεσε ποιητής ενταυτώ και πολεμιστής, και νομοθέτης, υπήρξεν ο πρόδρομος του Αισχύλου, όστις δια μεν της μιας χειρός εμάχετο υπέρ της ελληνικής ελευθερίας εν Μαραθώνι, και περί Αρτεμίσιον, και εν Σαλαμίνι, και εν Πλαταιαίς, δια δε της άλλης εδημιούργει την δραματικήν ποίησιν· ο πρόδρομος του Σοφοκλέους, όστις άμα μεν μετείχε της επί την Σάμον στρατείας των Αθηναίων, άμα δε έγραφε τα αθάνατα αυτού δράματα· ο πρόδρομος του Θουκυδίδου και του Ξενοφώντος οίτινες υπήρξαν ου μόνον στρατηγοί αλλά και ιστορικοί έξοχοι· ο πρόδρομος ενί λόγω πλείστων άλλων τοιούτων ανδρών, οίτινες συνεπήγοντο τα έργα εις τους λόγους, και τους λόγους εις τα έργα. Ναι μεν προϊόντος του χρόνου, και ιδίως από των μέσων της πέμπτης προ Χριστού εκατονταετηρίδος, διεκρίθη και εις την Ελλάδα ο θεωρητικός από του πρακτικού βίου· αλλ’ η παιδεία επί πολύν έτι χρόνον σκοπόν είχε την μόρφωσιν ανδρών επιτηδείων να πράξωσι τα δημόσια, και εξηκολούθει, όθεν, τούτο ένεκα, παράγουσα πολίτας, οίτινες δεν ήσαν μεν εν ταυτώ πολιτικοί άνδρες, και φιλόσοφοι, ή ποιηταί, ή ιστορικοί, ήσαν όμως κυβερνήται των πραγμάτων και στρατηγοί εν πολέμοις δεξιώτατοι… Κατά δυστυχίαν, επί τέλους ο θεωρητικός βίος ου μόνον εχωρίσθη από του πρακτικού, αλλά και πολέμιος αυτού απέβη, και ιδίαν τινά αυτοτελή επεδίωξεν ύπαρξιν, ώστε ενώ η ρητορική σκοπόν είχε την μόρφωσιν πρακτικών ανδρών λογίων, η λεγομένη διαλεκτική, κατ’ αντίθεσιν αυτής ηγωνίζετο να σχηματίση άνδρας δεξιούς περί το θεωρητικόν απλώς λόγον και κατόρθωσεν ούτω να πληρώση την Ελλάδα ανθρώπων κατατριβόντων τον χρόνον αυτών περί αγόνους και ατελευτήτους λογομαχίας· τούτο δε υπήρξεν έν των κυριωτάτων συμπτωμάτων της πρώτης της πατρίδος ημών παρακμής. Διότι απαραίτητον μεν δεν υπάρχει να ήναι οι πολιτικοί άνδρες και φιλόσοφοι, ή ποιηταί ή ιστορικοί, απαραίτητον όμως είναι ο μεν ενεργητικός βίος να αντλεί αδιαλείπτως ηθικάς και διανοητικάς δυνάμεις εκ του θεωρητικού, ο δε θεωρητικός να πορίζηται ακαταπαύστως πρακτικάς δυνάμεις εκ του ενεργητικού· άλλως, οι μεν πολιτικοί άνδρες αποβαίνουσιν αμαθείς και ανίκανοι, οι δε λόγιοι, σχολαστικοί και εις την πολιτείαν άχρηστοι, αν όχι επιζήμιοι…»
Ό,τι λοιπόν συνέβη στο ζήτημα της παρακμής της αρχαίας Ελλάδας -με εστίαση στον παραπάνω αναφερόμενο λόγο-, το ίδιο συμβαίνει και στην καθ’ ημάς ευρωπαϊκή πραγματικότητα, το ίδιο συνέβη σε ό,τι αφορά την κατάληξη του Ευρωπαϊκού Οράματος, που ήταν η πολιτική Ένωση της Ευρώπης σε ένα ενιαίο Κράτος, και όχι να καταντήσει ένα είδος αρχαίας θρησκευτικής μάλλον Αμφικτιονίας, όπου, οι σύγχρονοι πλέον Ευρωπαίοι «αμφικτύονες», συνέρχονται, όταν συνέρχονται προς τούτο, απλώς για να θεωρητικολογήσουν και εξυμνήσουν νεκρά ως προς την ουσία τους «ιερά κείμενα» που αναφέρονται στις Ιδρυτικές Αξίες αυτού που σήμερα αποκαλείται «Ευρωπαϊκή Ένωση». Πολύ θεωρία πλέον περί των Αξιών αυτών, πολύ θεωρία για την «αλληλεγγύη» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ θεωρία για τη «ισοτιμία» των «εταίρων» στην «Ένωση», πολύ θεωρία για το «μέλλον της Ευρώπης», με ελάχιστη ουσία.
Δεν πρόκειται περί μιας εξελίξεως που έχει μια κάποια σημασία. Είναι μια πραγματικότητα που έχει στρατηγικές συνέπειες, διότι εκεί όπου πλέον έχει γίνει κοινό κτήμα το να μιλάμε γενικώς για πολύ σημαντικά πράγματα (όχι μόνο για το ζήτημα που εδώ εστιάζουμε μα γενικότερα : για τη δημοκρατία, το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, κ.λπ.) γνωρίζοντας οι πάντες πως μιλάμε για κάτι το ανύπαρκτο, και παρόλα αυτά, να επιμένουμε να μετέχουμε σ’ αυτό το ψέμα, να επιμένουμε να μετέχουμε σ’ αυτή την τελετουργία εξύμνησης του Κενού, εκεί βρίσκεται και η Δύναμη της Αθλιότητας. Κι όπου οι Αξίες εξυμνούνται πολύ στα λόγια αλλά είναι παρατημένες στη τύχη τους όταν δεν είναι και επισήμως καταργημένες ως πρακτική εκδήλωσή τους, τότε, βρισκόμαστε στο γήπεδο της Αθλιότητας, η οποία μάλιστα, δεν αποκλείεται και να παίζει τον ρόλο του πρώτου υμνωδού στις ανωτέρω συνάξεις των Μεγάλων Κενών Πρακτικής Ουσίας Ύμνων.
Μετά λοιπόν τις παραπάνω προοιμιακές διευκρινήσεις, ας έρθουμε στο ζήτημα που προκάλεσε το παρόν άρθρο.
Αφορμή κάποια ρεπορτάζ, που αποπνέουν «απορίες» για το πώς και γίνεται να μην υπάρχει «αλληλεγγύη» στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το πολύ σημαντικό ζήτημα του πώς θα αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις στις χώρες εκείνες της Ένωσης τις οποίες έπληξε περισσότερο η πανδημία του κοροναϊού.
«Απορούν», είναι απίστευτο αλλά αληθινό, ακόμα κάποιοι (με αφορμή τη συζήτηση στο Eurogroup -και όχι μόνο- για το ευρωομόλογο ή κορωνομόλογο) με την έλλειψη «αλληλεγγύης» στην «Αγία» «Ευρωπαϊκή» «Οικογένειά» μας. «Βορράς εναντίον Νότου», για ακόμα μια φορά, είναι οι πηχυαίοι τίτλοι -ανάμεσα σε άλλους- διαφόρων ρεπορτάζ.
Ας πω εξ αρχής, το τι αισθάνομαι πριν διατυπώσω την οποιαδήποτε άλλη σκέψη μου: Δεν αισθάνομαι θυμό, δεν αισθάνομαι ντροπή, δεν αισθάνομαι απογοήτευση (αυτά ήδη τα αισθάνθηκα όταν μου δόθηκαν οι πρώτες αφορμές γι’ αυτό χωρίς έκτοτε να λείψουν, άρα μιλώ για πάρα πολλά χρόνια πίσω): αισθάνομαι αηδία (ένα αίσθημα που γιγαντώθηκε την περίοδο των Μνημονίων) για όλον αυτόν τον εσμό των πραματευτάδων ανθρωπίνων ψυχών, των κοστολόγων της ανθρώπινης ζωής, που κάθονται σαν σαράφηδες άλλων εποχών, να προτάσσουν τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις του κόστους μιας πανδημίας προκειμένου να διαπιστώσουν το πόσο θα πρέπει να ζυγίζει και άρα κοστίζει η «αλληλεγγύη» τους. Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που το πράττουν.
Κι αυτό ίσως να είχε κάποια σημασία, και ασφαλώς θα είχε, αν δεν μιλάγαμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι όχι μονάχα μια παγκόσμια οικονομική δύναμη (αθροιστικά λαμβανόμενη η Ευρωπαϊκή Ένωση), μα και η κοιτίδα ενός παγκόσμιας εμβέλειας πολιτισμού που θέλει να υπερηφανεύεται για τις Ανθρώπινες Αξίες που δίνουν ένα περιεχόμενο στην Ζωή άξιο λόγου για να λέγεται Ανθρώπινο. Κανονικά, αν διέπονταν μονάχα από ένα μικρό ποσοστό των Αξιών που κάποτε φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν το αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο λειτουργίας της Ένωσης, δεν θα πρεπε καν ένα τέτοιο ζήτημα να τίθεται με τον τρόπο που τίθεται και όχι να πλανάται στην ατμόσφαιρα η καθόλου παράλογη υποψία πως μια έκτακτη σημαντική αρνητική οικονομική εξέλιξη, μπορεί να αποτελέσει μια θαυμάσια ευκαιρία για Κράτη που θέλουν να αποκαλούνται «Κράτη Δικαίου», να αντλήσουν όποια οφέλη εκ του λόγου αυτού.
Αυτή καθ’ αυτή η (άνω) «απορία» περί «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» όλων εκείνων που την διατυπώνουν έχει ένα άκρως υπαρξιακό περιεχόμενο. Καταδεικνύει το περιεχόμενο της σκέψης αλλά και τον τρόπο σκέψης ανθρωπίνων όντων, εξ ου και το υπαρξιακό της περιεχόμενο. Το να «απορούν» ακόμη για το ζήτημα της «αλληλεγγύης» των «Ευρωπαίων», είναι ως εάν είτε μόλις προσφάτως να προσγειώθηκαν στον πλανήτη Γη προερχόμενοι από κάποιον άλλο πλανήτη στον οποίο αγνοούσαν εντελώς την γήινη κατάσταση πραγμάτων, είτε, ειδικώς αν η «απορία» αυτή προέρχεται από κατοίκους της Ευρώπης που διαβιούν στη χώρα εκείνη που καλείται «Ελλάδα», η οποία έχει πολύ πρόσφατες τις εξαιρετικά επώδυνες βιωματικές της εμπειρίες από το τι σημαίνει «ευρωπαϊκή» «αλληλεγγύη», τότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η «απορία» γίνεται εξαιρετικά προβληματική.
Το θέμα εδώ είναι, ότι η Γερμανία, είναι η μόνη που δρα άκρως ρεαλιστικά με βάση το τι ισχύει (π.χ., από άποψη ελλείμματος ηγεσίας σχεδόν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση -πλην αυτής) και το τι μπορεί και όχι το τι θα έπρεπε να ισχύει και τι θα μπορούσε να πράξει. Είναι η κατεξοχήν χώρα, της οποίας η πολιτική ηγεσία δεν έχει αυταπάτες τουλάχιστον σε ζητήματα ορατά και ζητήματα επιβεβαιωμένα στην πράξη, ως άλλες ηγεσίες, που ονειρεύονται πραγματικότητες αποκαθαρμένες από τα δυσμενή τους πλην πραγματικά στοιχεία και ενδεδυμένες με ωραίες θεωρητικές αφαιρέσεις, ως λ.χ., το να είσαι πρωθυπουργός και να στηρίζεις την πολιτική σου σε ιδεοληψίες του τύπου πως δεν νοείται να μην υπερισχύει το δίκαιο όταν π.χ., συζητάς με το ΔΝΤ ή το Βερολίνο ζητήματα στήριξης της οικονομίας και του λαού σου. Ως έχει το πράγμα στο ζήτημα που μόλις πριν ως παράδειγμα αναφέραμε, το ζήτημα του ελλείμματος πολιτικής ηγεσίας στην Ευρώπη, η Γερμανία κάνει αυτό που οι περιστάσεις της το επιτρέπουν, δηλαδή, συστηματικά στύβει τη υπόλοιπη Ευρώπη που έχει μεταβληθεί από ένα σύνολο ψιλώ ονόματι «ισοτίμων» «εταίρων», σε ζωτικό χώρο της Νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο η τελευταία απομυζά μεθοδικά.
Για πόσο όμως ακόμα;
Λοιπόν εδώ έχουμε δύο εκδοχές:
Η μία είναι μέχρις ότου η υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση -πλην Γερμανίας και πέντε-έξη πιστών της δορυφόρων εκεί στο Βορρά- αποκτήσει ηγεσίες του αυτού τουλάχιστον ειδικού βάρους με αυτή της Γερμανίας, και επιβάλλει την ισοτιμία και αλληλεγγύη ως καθολικό ευρωπαϊκό καθεστώς, και δια της (πολιτικής) πυγμής αν κάποιοι δεν παίρνουν από λόγια, έστω και αν αυτό θα απαιτήσει την αποβολή εκείνων των Κρατών – Μελών της Ένωσης που αρνούνται να συμμετέχουν σε αυτή την Ένωση με βάση τις θεμελιώδεις καταστατικές αξίες της Ένωσης.
Η άλλη εκδοχή είναι, κι αυτό ήδη εδώ και πολλά χρόνια άρχισε να συμβαίνει και θα ολοκληρωθεί κάποια στιγμή νομοτελειακά αν δεν προηγηθεί χρονικά η άνω πρώτη εκδοχή, δηλαδή, η Γερμανία, όταν θα έχει στύψει τα «εταιρικά» «λεμόνια» τόσο που δεν θα έχει μείνει ούτε σταγόνα άλλου χυμού, θα τα πετάξει κυριολεκτικώς στα σκουπίδια. Άλλωστε αυτή είναι και η από πολλού διακηρυγμένη θέση στα πλαίσια του δόγματος της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων, όσο και αν κάποιοι επιμένουν να κάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται την σημασία αυτού του δόγματος και εξακολουθούν να παίζουν (αλλά με παιδική αφέλεια) τον ρόλο του «ισότιμου» «εταίρου» σε μια «Ένωση», στην οποία δεν ισχύει επί της ουσίας ούτε το «ισότιμο», ούτε το «εταίροι» είναι όσοι μετέχουν στην «Ένωση», (είναι απλώς ανταγωνιστές σε μια εξίσου ανταγωνιστική ευρωπαϊκή αγορά), και συνεπώς ούτε «Ένωση» είναι αυτή η «Ένωση» με βάση τις καταστατικές της Αξίες και για τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε (που είναι η πολιτική Ένωση σε ενιαία κρατική οντότητα, που πλέον ούτε καν ως ψίθυρος δεν διατυπώνεται).
Μπορώ με αρκετή δόση βεβαιότητας όχι να προβλέψω, μα να διατυπώσω το αυτονόητο: η τύχη των «στυμμένων εταίρων», θα είναι οικτρά: ή θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν σε αυτή την «Ένωση», ως άθλια ενεργούμενα του Βερολίνου, εξακολουθώντας να παίζουν τον ρόλο του «ισότιμου» «εταίρου», (κι εδώ δεν ξέρω αν πιο άθλιο είναι η υποταγή στη δύναμη που σε υποχρεώνει σε ένα τέτοιο ρόλο ή ίδια η εξαναγκάζουσα δύναμη), ή θα αποβληθούν έστω και βίαια από την «Ένωση», δυστυχώς όμως ως «στυμμένα λεμόνια». Και το δυστύχημα εδώ, είναι πως την πραγματική δύναμη του Βερολίνο την αντλεί από τα ίδια του τα θύματα. (Δες το παράθεμα ακριβώς κάτω από τον τίτλο του άρθρου)