Γράφει ο ΑΡΚΟΛΕΩΝ
Ήρθε επιτέλους η ώρα που θα πρέπει να σας μιλήσω τώρα για την κατατρεγμένη μου πατρίδα, τη γλυκιά μου Ελλάδα! Δεν ντρέπομαι πλέον για αυτήν. Όχι! Όχι…, κείνες οι εποχές ευτυχώς πέρασαν, ανεπιστρεπτί, έτσι θέλω τουλάχιστον να πιστεύω. Ήταν τότε που αναφέραμε το όνομά της σιγανά, ψιθυριστά, για να μη μας ακούσουν και ντροπιαστούμε για την καταγωγή μας. Ήρθε λοιπόν η στιγμή για να σας πω με λίγα λόγια την ιστορία της καταστροφής της, γιατί για εκείνη την άλλη, την ιστορία της σωτηρίας της, έχω μύρια να σας εξιστορήσω. Για τούτη άλλωστε, τη δεύτερη, γράφω αυτές τις γραμμές και ξενυχτώ κάθε βράδυ.
Η Ελλάδα μου! Τα βιβλία την ήξεραν αλλιώς, η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Αυτή η γαλανομάτα νεαρά, η λευκοντυμένη περιστέρα, η αιώνια ευγνωμονούσα, κάποτε ήξερε ποια ήταν. Είχε μια συναίσθηση της ιστορικής της αξίας. Μπορεί πάντοτε να ήταν φτωχή αλλά ήταν πάντοτε τίμια, και γενναιόδωρη, με τα λιγοστά υπάρχοντά της. Πάντα ήταν με το σπαθί στο χέρι. Πάντα ήταν με το ντουφέκι στο καραούλι για να φυλάξει ό,τι ποιο μεγαλειώδες είχε. Τα άγια χώματά της και την γλυκιά τη λευτεριά της. Με αυτά μεγάλωνε, με αυτά μεγαλουργούσε. Πολέμαγε, και πολέμαγε, και πολέμαγε…!
Πολέμησε με τον Αχιλλέα στην Τροία για τιμή και ιδανικά. Πολέμησε στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, για την λευτεριά της, για την δημοκρατία της, για την ύπαρξή της, τα μύρια στίφη των τότε χρυσοστόλιστων βαρβάρων. Πολέμησε με εκείνον, τον ένα και μοναδικό, τον αιώνια νέο και ανδρείο Αλέξανδρο τον Φιλίππους, τον πρώτο και αληθινό Μέγα της ιστορίας, για τον άνθρωπο και για τον πολιτισμό. Πολέμησε πάνω στις πολεμίστρες, δίπλα στον Αθάνατο Αυτοκράτορα, τον κατατρεγμένο και άτυχο Κωνσταντίνο, το γιό και κείνον της Ελένης, πάνω στα απόρθητα τείχη, τα θεοφύλαχτα από της Παναγιάς το άγιο χέρι. Πολέμησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια απέναντι στους αιώνιους εχθρούς της, αλλά και στους εχθρούς όλων των ανθρώπων. Πολέμησε για την απελευθέρωση της Βορείου Ελλάδας στους Βαλκανικούς. Πολέμησε για τη μεγάλη ιδέα στη Μικρά Ασία. Όμως, εκεί προδόθηκε και ατιμώθηκε. Τι κι αν νόμιζαν ό,τι είχε φτάσει στην άκρη της διαδρομής της. Μπορεί να έσπασε τα μούτρα της αλλά δεν το έβαλε κάτω. Πολέμησε ξανά ηρωικά στο Καλπάκι, στην Πίνδο και στη Βόρεια Ήπειρο, αλλά και σε όλο το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιστάθηκε και θαυμάστηκε σθεναρά, από φίλους και εχθρούς. Εγέρθηκαν μνήμες που σύνδεσαν το παρόν με το λαμπρό παρελθόν της. Πολέμησε πάντα για τα δικά της παιδιά, θυσιάζοντας πάντοτε πρώτο το δικό τους αίμα, πολέμησε όμως και για τα παιδιά των άλλων, των δικαίων και αδίκων της πλάσης τούτης. Πολέμησε…, μα πάντοτε προδόθηκε!
Όμως κάποτε ο πόλεμος τέλειωσε και άρχισε ο ξεπεσμός της. Αυτής, της ανδρείας και παντοτινής νικήτριας. Τα τυφλωμένα τέκνα της φόρεσαν κείνα τα ανόητα ταμπελάκια του αριστερού και του δεξιού και ρίχτηκαν υπνωτισμένα και ξεγελασμένα ο ένας στο κυνήγι της κεφαλής του άλλου. Ένας γελοίος εμφύλιος μεταξύ αδελφιών που σφάζονταν με τα κονσερβοκούτια πάνω στην «ποδιά» της «Αυτοκρατορίας που ο ήλιος δεν δύει ποτέ!».
«Πού ακούστηκε βρε Έλληνας να ντουφεκά Έλληνα;»
Κάποτε όμως πίστεψαν ό,τι ο αλληλοσπαραγμός πέρασε. Ξεκίνησε τότε όμως ένας άλλος σπαραγμός. Κείνος της ανελέητης καταστροφής της φυσικής και μυθικής ομορφιάς της. Μια άνευ όρων ανοικοδόμηση πλημύρισε την Αθήνα με γκρίζες και απαίσιες πολυκατοικίες. Έτσι, το όνειρο κάποιων πραγματοποιήθηκε. Μετέτρεψαν την πιο όμορφη, στην πιο άσχημη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Και τότε ήρθε να σφραγίσει, για μια ακόμη φορά την μοίρα της, εκείνος ο αδαής, ο απόγονος του Βασιλιά Χριστιανού, ο ξενόφερτος Βασιλεύ των Ελλήνων.
Η ανικανότητα των διορισμένων βασιλέων «όλων των Ελλήνων» ήταν γνωστή από τα πρώτα δειλά βήματα του νεοσυσταθέν ελληνικού κράτους, μια υπό κηδεμονία εικονική ανεξαρτησία. Ένα φιάσκο. Ανδρείκελα που είχαν μια και μοναδική αποστολή. Έπρεπε να κρατήσουν πνευματικά και νοητικά υπόδουλους τους απόγονους εκείνων των πνευματικών θηρίων του αρχαίου, αλλά και του μεγαλειώδους μεσαιωνικού ελληνισμού. Οι «βασιλείς μας», που αμφιβάλλω αν αισθάνθηκαν έστω και για μια στιγμή ως τέτοιοι, είχαν μια και μόνη αποστολή, και την έφεραν επιτυχώς εις πέρας. Έπρεπε να δίνουν πλήρη αναφορά στα αφεντικά τους, είτε αυτά ήταν στο Λονδίνο, είτε στο Βερολίνο, είτε στην Ουάσιγκτόν, λίγο πιο μετά, για ό,τι συνέβαινε στη χώρα μας. Ήταν η αιτία τόσων και τόσων δεινών και καταστροφών. Τελευταίο τρανό ιστορικό παράδειγμα η επτάχρονη στυγνή δικτατορία των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου του περασμένου αιώνα. Οι βουλές του βασιλιά και των υποχείριών του αδαών πολιτικών έβαλαν την χώρα στο γύψο και σε μια περιπετειώδη και βασανιστική επταετία μιας αδυσώπητης στρατιωτικής Χούντας!
Ύστερα ήρθε, και καλά, η «λύτρωση»! Η μεταπολίτευση, η «Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία»! Η τόσο χρεωμένη και, τελικά, μια παντελώς οικονομικά και πάνω απ’ όλα ηθικά χρεοκοπημένη εποχή. Ό,τι δεν κατάφεραν οι σπάθες, τα μουσκέτα, τα καριοφίλια, τα κανόνια και τα πυροβόλα, το κατάφερε στο τέλος το άφθονο «ευρωπαϊκό» χρήμα. Αφού δεν μπορούσαν να μας κατακτήσουν, να μας αφομοιώσουν, να μας εξαφανίσουν, όπως πάντα ήθελαν, στο τέλος… μας εξαγόρασαν. Η ειρωνεία ήταν πως τούτο ήταν εν τέλει πιο εύκολο, πιο ανέξοδο, λιγότερο αιματηρό, και, ουσιαστικά, καλοδεχούμενο από τα υποτακτικά «υποζύγια», τους πειθήνιους και «ευρωπαϊστές» καναπεδάνθρωπους και πολυθρονάνθρωπους νεοέλληνες του δειλινού του 20ου και της χαραυγής του 21ου αιώνα. Εκείνο το αξέχαστο «Ανήκομεν εις την Δύσιν!», έγινε επιτέλους από θεωρία, μια ψυχρή πραγματικότητα.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνα τα φαεινά συνθήματα των λαοπρόβλητων εθναρχών της δεκαετίας του ’80. Ο Ανδρέας της «Αλλαγής», το ΠΑΣΟΚ και οι παμπόνηροι εργατοπατέρες, οι στυγνοί πρασινοφρουροί απατεωνίσκοι, έγραψαν τη δική τους ιστορία πάνω στα ξεσκισμένα αποφόρια της καταρρακωμένης Ελλάδας μου, σ’ ό,τι καλό δηλαδή άφησε πίσω του εκείνος, ό έτερος «μεγάλος» ηγέτης, ο «Εθνάρχης» Κωνσταντίνος. Τι να πρωτοθυμηθώ, με τι να πρωτολυπηθώ! Εκείνο το περίφημο «Ο λαός στην εξουσία», ή, το αξέχαστο, «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα!», το σημαδιακό «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά», η τα τόσα και τόσα άλλα «λαϊκά» και αριστερίζοντα επικοινωνιακά, απλώς, συνθήματα. Η λαίλαπα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ήρθε η εποχή του Κοσκωτά, ο Μητσοτάκης, άλλος εθνοπατέρας, οι κοριοί και ο Μαυρίκης. Μετά ξημέρωσε η μέρα της νέας εποχής και της «ευρωπαϊκής προοπτικής». Ανέτειλε το άστρο του Σημίτη και η προετοιμασία για το μέγα γεγονός των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Όμως μέχρι αυτό είχαμε λίγο καιρό για ένα ενδιάμεσο φαγοπότι και μια καλή ρεμούλα. Η κομπίνα τού χρηματιστηρίου το ’99. Το οικονομικό παρακράτος, τα Ίμια, ο Οτσαλάν, τα εξοπλιστικά, τα υποβρύχια που έγερναν και τόσα άλλα. Πόσοι έπρεπε θεέ μου να πάνε φυλακή και τελικά κανείς δεν πήγε. «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει!», όπως έλεγε και ο συγχωρεμένος ο γέρος μου. Τελικά μας έμειναν οι λιμουζίνες και τα μπουζούκια, σε μια χώρα που δεν παρήγαγε τίποτα. Μονάχα δανειζόταν συνεχώς για να τα ρίξει στην εικονική καλοπέραση και στη χλιδάτη χρεοκοπημένη κατανάλωση και όχι στην… ανάπτυξη! Δανεικά και στρατιές καταβολεμένων και αχρήστων ημέτερων πράσινων και γαλάζιων δημοσίων υπαλλήλων.
Η «Λαϊκή» εξουσία της ανικανότητας σε όλο της το μεγαλείο. Πολύχρωμοι λαϊκιστές, πράσινοι, μπλε, κόκκινοι και διάφοροι ψευτοσυνεργαζόμενοι, διόρισαν, έχωσαν, έφαγαν, ξέσκισαν φίλοι μου τα ιμάτια της πατρίδος μου. Εκείνοι, οι συνδικαλιστές και οι εργατοπατέρες, παρέα με τους Λαιστρυγόνες και άψυχους λήσταρχους τραπεζίτες. Συμπαραστάτες τους πάντα όλοι εκείνοι οι ανεγκέφαλοι και βέβηλοι χουλιγκάνοι, ή κείνοι οι δειλοί κουκουλοφόροι που λουφάζουν πάντα πίσω από τους κοινοβουλευτικούς αριστερούς ψευτοαναρχικούς υποστηρικτές τους, όλοι τους ψευτοκουλτουριάρηδες, άνανδροι και παλιοτεμπέληδες της πλάκας. Πιόνια όλοι τους, πάνω στη μεγάλη σκακιέρα της ρεμούλας, που κατευθυνόταν από τα διάφορα υπουργικά γραφεία.
Μετά ήρθε η «Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση»! Το κοινό νόμισμα, το βλογημένο «Ευρώ», που να ‘ταν καταραμένη η ώρα Θεέ μου που το βάλαμε στα χέρια μας. Θάψαμε, έτσι απλά, δυόμιση χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Πουληθήκαμε, κρυμμένοι πίσω από το δάκτυλό μας. Τι περιμέναμε όμως; Αφού εμείς δεν ήμασταν άξιοι να βάλουμε τάξη στα του οίκου μας, πιστέψαμε ό,τι θα ερχόταν οι ξένοι να μας νοικοκυρέψουν; Ποιοι… η SIEMENS, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή; Όνειρα θερινής νυκτός! Όλα ήταν κομμάτι από ένα τραγικό ψυχορράγημα ενός κράτους που καθημερινώς σου δινόταν η εντύπωση πως κάποιοι ήθελαν να σκοτώσουν, ενός λαού που ήθελε τόσο να αυτοκτονήσει, αλλά απλά δεν ήξερε πως! Και πάνω όλα αυτά πλανιόταν ένα μεγάλο «γιατί;». Επειδή μάλλον κάποιους δεν τους βόλευε ακουστικά εκείνο το περίφημο γνωμικό που ανέφερε, σχετικά με την πατρίδα μου και τον λαό της, ό,τι: «Ποτέ άλλοτε στην ιστορία, ένας τόσο μικρός λαός, δεν κατάφερε να δώσει τόσα πολλά στην ανθρωπότητα»!
Πέρασαν πολλά χρόνια δυστυχώς μέχρι να καταλάβουμε ό,τι απλά κάποιοι επιθυμούσαν να μας εξαφανίσουν, γιατί ουσιαστικά αισθανόντουσαν ιστορικά ταπεινωμένοι και αδικημένοι. Ήταν και καλά ντροπή, για όλους εκείνους που σμίλευσαν τη σύγχρονη εποχή της υψηλής και διαστημικής τεχνολογίας, να θεωρείται ό,τι τα θεμέλια των επιτευγμάτων τους τέθηκαν από έναν τόσο επαίτη, σήμερα, λαό. Έτσι, έστησαν τα χρυσοκέντητα και ευρώπλεκτα δίχτυα τους και ψάρεψαν δεκάδες εθνομειοδότες εθελοντές. Όλα αυτά φυσικά κάτω από τη μύτη της «ανεξάρτητης» και ανεπηρέαστης δικαιοσύνης. Οι εισαγγελείς κοιμόντουσαν τον ήσυχο κομματικό τους ύπνο, λες και δεν ξέραμε όλοι ό,τι ήταν φανατικά κρυφοκομματόσκυλα!
Η γαρνιτούρα της μεγαλειώδους εξαπάτησης μας ήταν τα αντιτρομοκρατικά επιτεύγματα. Οι ουσιαστικοί τρομοκράτες έπιασαν τους άλλους, τους εικονικούς, τη 17 Νοέμβρη δηλαδή και τους «Πυρήνες της Φωτιάς»! που ήταν, τραγικά, λιγότερο τρομοκράτες από ένα σύστημα που τρομοκρατούσε και διέσυρε τους πάντες και τα πάντα στο όνομα της οικονομικής ευταξίας και της πάταξης της φοροδιαφυγής.
Η πατρίδα μου… μία βιασμένη αριστοκράτισσα, που έλαβε την χαριστική βολή κατάστηθα με εκείνη την «κρίση»…, την κρίση τους. Κανείς μας δεν μπορεί να ξεχάσει πλέον, κανείς! Ήταν τότε, την άνοιξη του 2010, που κλωτσούσαν τα ελληνικά ομόλογα λες και ήταν ακυρωμένα δελτία στοιχήματος. Άχρηστα σκουπίδια σε ένα αιμοσταγές και απρόσωπο τζογαδόρικο οικονομικό σύστημα που δεν έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από το ψυχρό ανεβοκατέβασμα του χρηματιστηριακού δείκτη, και ό,τι αυτός συνεπάγονταν. Περίγελος, τον άλλοτε στυγνών εγκληματιών, που ποτέ δεν μετανόησαν πραγματικά για τα αμέτρητα κακουργήματά τους. Μας έκραζαν οι Γερμανοί, μας έκραζαν και όλοι της Γης οι χρεοκοπημένοι, χωρίς να ξέρουν οι αφελείς πως εάν πετύχαινε το ελληνικό πείραμα θα ερχόταν και η δική τους σειρά, όπως και τελικά έγινε. Όλοι οι οικονομικοί κανίβαλοι μας έπιαναν στο στόμα τους. Όλοι! Εμείς φταίγαμε, εν τέλει, για την κατάντια μας αυτή. Διότι αφήσαμε τη γλυκιά και σπάνια πατρίδα μας να γίνει η πιο βρωμιάρα, η πιο ζητιάνα απ’ όλους. Και τούτο ήταν στην ουσία το μοναδικό «ευτυχισμένο» κομμάτι του έργου.
Τότε ξημέρωσε εκείνη η αποφράδα μέρα. Ήταν Σεπτέμβρης! Όλοι λέγαν ό,τι κατά τον Δεκέμβρη να την περιμένουμε τη «συντέλεια», αλλά σε μας, στην Ελλάδα μας, ήρθε τρείς μήνες νωρίτερα. Βέβαια και μεις ξέραμε ό,τι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά αλλά ουδείς πίστευε ό,τι ήταν και τόσο χάλια. Έλαχε να πέσει και 3 Σεπτεμβρίου όταν ο πολυταξιδεμένος πρωθυπουργάκος μας σαν νέος Χαρίλαος Τρικούπης ανήγγειλε χωρίς ίχνος ντροπής καταμεσής του ελληνικού κοινοβούλιο εκείνο το περίφημο: «Δυστυχώς οι προσπάθειες μας απέτυχαν. Δυστυχώς η χώρα επτώχευσε!» Το ακούγαμε όλοι σε…, απευθείας σύνδεση, και νομίζαμε ό,τι κοπήκαμε μετεξεταστέοι σε διαγώνισμα. Όταν όμως ξημέρωσε και ήρθαν τα τρωκτικά να εισπράξουν σε είδος, τότε καταλάβαμε τι είχε πραγματικά συμβεί. Έλα όμως που τα «ασημικά» και τα στρωσίδια εκτιμήθηκαν για πεντοδίφραγκα και τελικά δεν έφταναν. Τότε άρχισε το πραγματικό δράμα μας, ο Γολγοθάς μας. Τότε καταλύθηκε η εθνική κυριαρχία μας. Ξεπουλήθηκαν τα πολεμικά πλοία μας, τα πολεμικά αεροπλάνα μας, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα νησιά μας…! Τα πάντα. Κι εμείς; Απλά άφωνοι, παραπλανημένοι, και προσγειωμένοι αδέξια πάνω σε μια νέα πραγματικότητα που δεν φανταστήκαμε ποτέ. Το κυριότερο όμως ήταν ό,τι μας χάλασε και την τρισκατάρατη ανέμελη καλοπέρασή μας! Αναγκαστήκαμε να ζήσουμε, δυστυχώς, και χωρίς το άλλο μας εγώ, την τηλεόραση, αφού δεν είχαμε πια χρήμα για να την πληρώσουμε.
Τα χρόνια πλέον περνούσαν πολύ πιο αργά απ’ ότι πιο πριν. Νόμιζες πως και εκείνος ο άκαρδος χρόνος είχε και αυτός οικονομικές διαφορές μαζί μας. Όμως, δεν περνάει η ώρα όταν το στομάχι είναι αδειανό και γουργουρίζει. Ίσως σε κάποια στιγμή να πιστέψαμε ό,τι είχαμε πιάσει πάτο και δεν υπήρχε τίποτα πιο κάτω. Αλλά είχαν και κάτι άλλο ακόμα ραμμένο για την γούνα μας. Εκείνοι οι πολιτικοί φελλοί είχαν καταφέρει και είχαν ξεπουλήσει τα πάντα πριν διαφύγουν από την ετεροχρονισμένη λαϊκή οργή στις ουσιαστικές πατρίδες τους για να ξεκοκαλίσουν τα «δεδουλευμένα» στο όνομα του ανόητου «μακαρίτη». Έτσι ξημέρωσε η 13η Απριλίου ενός νέου «σωτήριου» έτους!
Κείνη την μέρα ανακοινώθηκε από την πολυκομματική και παντελώς απρόσωπη εικονική ελληνική κυβέρνηση ό,τι, οι φίλοι μας, οι Τούρκοι, δέχονται να αναλάβουν «προσωρινά» τον έλεγχο της διοίκησης των ελληνικών νησιών για ολόκληρο το γεωγραφικό χώρο ανατολικά του εικοστού πέμπτου παράλληλου. Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν γιατί απλά οι «ευημερούντες» γείτονες είχαν συνοπτικά αγοράσει μέρος του χρέους μας σε ρευστό και μαζί και όλα τα δικαιώματα από τα «υποθηκευμένα» ελληνικά νησιά για… 100 χρόνια. Τούτο όμως ξεχείλισε το ποτήρι της οργής. Όπως έλεγε και ο μακαρίτης ο Αλέκος, ο πολυαγαπημένος μου αδελφούλης, λίγο πριν φύγει με το πλοίο: «Την πείνα και τη δυστυχία μπορούμε να την ανεχτούμε! Την υποταγή και την δουλεία από τους βάρβαρους Τουρκομογγόλους της ανατολής δεν πρόκειται να την ανεχτούμε ποτέ!». Εύκολα λόγια και ας ήταν και τα τελευταία που άκουσα από το στόμα του. Ποτέ δεν τον ξαναείδα ζωντανό. Έπεσε λέει ηρωικά στην πρώτη γραμμή μιας άνισης και περιττής μάχης που έδωσαν οι «επαναστατημένοι» Έλληνες στη μεθοριακή γραμμή του Έβρου. Έσωσε όμως καμιά δεκαριά άτομα η θυσία του και για αυτό μας έστειλαν, κατόπιν εορτής, και μια στοιβάδα μετάλλια, να τα κάνουμε κομπόστα ή τουρσί!
Με τι να πολεμήσουμε τους πάνοπλους Τουρκαλάδες; Μπορείς να τα βάλεις με τα καριοφίλια και τις καραμπίνες απέναντι στα σύγχρονα τανκς και αεροπλάνα; Όχι βέβαια! Αποτέλεσμα; Αντί να χάσουμε μονάχα τα νησιά, χάσαμε και τη δυτική Θράκη που κατάντησε κάτι λίγο από… βόρεια Κύπρο! Η κατρακύλα όμως δεν παρέμεινε εκεί. Μας επιβλήθηκε ένα νέο διευθυντήριο, μια νέα ελεγκτική επιτροπή. Τούτη δεν ήταν σαν τις άλλες. Τούτη ήταν ένας πραγματικός στρατός κατοχής. Έτσι, μαζί με το βασίλειο της πείνας, μετά από λίγο άρχισε να κυβερνά και το βασίλειο του τρόμου, του χάους, του περιττού εμφύλιου σπαραγμού και ούτω καθεξής.
Τούτη την κατάσταση προσπάθησα να την αντιμετωπίσω για επτά ολάκερα χρόνια. Μάταια όμως. Σε κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο. Φίλησα τα χέρια της βουρκωμένης κυρά Θεοδώρας και μπήκα ένα ξάστερο βράδυ μέσα σε ένα παλιοβάπορο με προορισμό τον Πειραιά. Από κει, με χίλιες δυό περιπέτειες, βρέθηκα στο Μπρίντιζι της Ιταλίας. Μπάρκαρα ως δεύτερος υποπλοίαρχος σε ένα υπερπόντιο ελληνικό καράβι. Τι ειρωνεία όμως κι αυτή! Η πατρίδα κατεστραμμένη αλλά οι έλληνες εφοπλιστές… θαλασσοκράτορες!
Θα μπορούσα να γράψω ακόμα άλλα τόσα! Για τα της επιστροφής μου τα καθέκαστα, τα γνωρίζετε. Έχω τόσα πολλά που θέλω να πω, αλλά, δυστυχώς συγχωράτε με γιατί βιάζομαι τώρα. Πρέπει βλέπεις να χαρεί λίγο και η αγκάλη μου την απαλή επιδερμίδα της δεσποσύνης μου, της πολυαγαπημένης μου Αυγούστας. Αν όμως μετά απ’ όλα αυτά που σας διηγήθηκα μέχρι τώρα με ρωτούσατε το χιλιοειπωμένο: «Τις έπταιξε;», τότε και ‘γω δίχως άλλο δισταγμό θα σας απαντούσα τα εξής, κατά την ταπεινή μου πάντα γνώμη:
Έφταιξε κείνη, η άχρωμη η τηλεόραση, των εργολάβων και των εφοπλιστών, που μας αποβλάκωσε και μας αποκοίμισε εντελώς, σκοπίμως όπως αποδείχθηκε. Έφταιξαν εκείνα τα «ανέμελα» και τόσο αποχαυνωτικά μεσημεριανά κουτσομπολίστικα σόου, διότι εκεί δεν μιλούσαν για μένα και έτσι, και καλά, ξεχνιόμουν από τη σκληρή καθημερινότητά μου. Έφταιξε ό,τι έβλεπα τις μοντέλες κι αποβλακωνόμουν ακόμα πιο πολύ, βυθιζόμενος σε έναν ψεύτικο κόσμο δόλιας ανεμελιάς, κοινωνικής αποξένωσης και αδιαφορίας. Έφταιξε ό,τι άφησα να κυριαρχήσει πάνω μου το απρόσωπο διαδίκτυο και μετέβαλα την φυσική καθημερινότητά μου σε μια ψηφιακή πραγματικότητα. Έφταιξε ό,τι αντάλλαξα τη γνώση και την παιδεία, το ισόβιο στέμμα του ελληνικού ιδεώδους, έναντι πινακίου φακής, ή αλλιώς, έναντι ενός πολύχρωμου άψυχου πτυχίου αμαθούς οικονομολόγου. Έφταιξα…, αλλά πλήρωσα όμως! Αυτό που δεν ξέρω πλέον είναι αν το πάθημά μου μού έγινε και μάθημα, γιατί η καλή ιστορική μου γνώση άλλα μου υπαγορεύει να ισχυριστώ. Τέλος πάντων, εν μέρει καταλάβατε τι ήθελα να πω.
Ελλάδα μου! Κοιτάζω τα στήθη σου, τα πανέμορφα νησιά σου. Χαζεύω τα γαλάζια μάτια σου που είναι τα πεντακάθαρα πελάγη σου. Μεθώ, με την αξεπέραστη κορμοστασιά σου που είναι τα βουνά και οι κάμποι σου. Είπες ό,τι ποτέ δεν πρόκειται να αφήσεις μονάχα τους τα άμυαλα παιδιά σου, τους κακοκέφαλους Έλληνες. Μπορεί κάποιοι να μη σε γουστάρουν και να σε θεωρούν χρεωκοπημένη και βρώμικη, αλλά εμείς σε λατρεύουμε. Είσαι η μάνα μου! Μπορεί κάποιοι να σε βίασαν, αλλά ήρθε η ώρα να το πληρώσουν.
Βήμα βήμα, βράχο βράχο, σπίτι με σπίτι θα πολεμήσω για να ανακτήσω την χαμένη σου τιμή. Πλάι στον Ίων, στον Αχαιό, στον Μακεδόνα, στον Αίολο, στον Δωριέα, στον Γραικό και σε όλα τα άλλα τα αθάνατα τέκνα σου. Ξέρεις ό,τι λέω την αλήθεια. Εγώ, τις προηγούμενες μου υποσχέσεις τις τήρησα στο ακέραιο.
Θαρρείτε πως όλα τούτα είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας, αφού τόσο απίστευτα φαίνονται σε μερικούς. Όμως, τα ζήσαμε, τα ζήσατε! Δεν ξεχνώ. Όχι! Ποτέ δεν πρόκειται πλέον να ξεχάσω. Η μνήμη μου είναι πια ο θεματοφύλακας της αλήθειας, αφού τούτη είναι το γιατρικό της λήθης!