Ο Θύαμις ή Θύαμης ή Καλαμάς είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος στην Ελλάδα. Θύαμις είναι το αρχαίο όνομά του, ενώ Καλαμάς αποκαλούνταν στο παρελθόν ο μεγαλύτερος παραπόταμός του. Με το πέρασμα του χρόνου οι δύο ονομασίες ταυτίστηκαν.
Το μήκος του είναι 115 χιλιόμετρα. Οι πηγές του βρίσκονται στο όρος Δούσκο, κοντά στα σύνορα του νομού Ιωαννίνων με την Αλβανία και εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος, βόρεια της Ηγουμενίτσας, σχηματίζοντας Δέλτα.
Κατά τη διαδρομή του ο ποταμός σχηματίζει σε πολλά σημεία καταρράκτες. Ο εντυπωσιακότερος από αυτούς έδωσε το όνομά του στο χωριό Καταρράκτης.
Επίσης κοντά στο χωριό Λίθινο, ο Θύαμις περνά μέσα από έναν τεράστιο διαβρωμένο βράχο, ο οποίος έχει πάρει το σχήμα τοξωτής γέφυρας. Της Θεογέφυρας.
Θεογέφυρο το αποκαλούσαν ανέκαθεν οι κάτοικοι της περιοχής. Αλλά και οι ιστορικοί έτσι το μνημονεύουν. Είναι δημιούργημα των ορμητικών νερών του ποταμού.
Έχει μήκος 45 μέτρα και πλάτος 3-4 μέτρα και βρίσκεται 20 περίπου μέτρα πιο ψηλά από τα νερά του ποταμού.
Το σχήμα του όμοιο με αυτό που το ανθρώπινο χέρι έχει δώσει στα διάφορα πέτρινα γεφύρια. Τοξωτό. Με την διαφορά ότι η φύση, που πήρε την θέση του ανθρώπινου παράγοντα στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήταν τόσο λεπτομερειακή. Τόσο τελειομανής.
Περιορίστηκε στο να δώσει ένα βασικό σχήμα στο γεφύρι και απέφυγε τις λεπτομέρειες.
Η διαδρομή του Θύαμη, μετά την πεδιάδα της Βελλάς, συνεχίζεται μέσα από απότομους βράχους και γκρεμούς. Ειδικότερα μετά το χωριό Καταρράκτης η μορφολογία του εδάφους είναι τέτοια, που υποχρέωνε, χρόνια τώρα, τα νερά του Καλαμά να κονταροχτυπιούνται με τους βράχους. Αργά αλλά υπομονετικά σ’ αυτή την ιδιόμορφη μονομαχία τα νερά ήταν αυτά που άλλαξαν τη μορφή του τοπίου.
Οι βράχοι σιγά-σιγά νικήθηκαν. Υποχώρησαν. Η διάβρωση του εδάφους από τα νερά ήταν τέτοια στο πέρασμα του χρόνου, που οι χαράδρες μεγάλωσαν. Το τοπίο έγινε ακόμη πιο εντυπωσιακό ακόμη πιο όμορφο.
Συνηθίζεται κάθε τι μεγάλο, αξιοθαύμαστο ή και δύσκολα ερμηνευόμενο, να αγκαλιάζεται από παραδόσεις και θρύλους. Έτσι και για το Θεογέφυρο.
Λένε ότι μια γυναίκα λεχώνα από το Λίθινο μια μέρα πήγε στο Μοναστήρι για ν΄ ανάψει τα καντήλια του, αφήνοντας πίσω το παιδί της να κοιμάται. Το πέρασμα του ποταμού πρώτα γινόταν με μια λιάσα. Με μια πρόχειρη ξύλινη γέφυρα.
Καθώς έφθασε στο μοναστήρι άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή. Το ποτάμι θέριεψε. Τα νερά του ανέβηκαν πολύ και παρέσυραν την ξύλινη γέφυρα. Στο γύρισμά της η λεχώνα γυναίκα βλέπει την γέφυρα να λείπει και γεμάτη αγωνία για το πως θα περάσει απέναντι σκύβει, γονατίζει και προσεύχεται:»…Θεέ μου τι θα κάνω τώρα που είμαι λεχώνα και θα πρέπει να βυζάξω το παιδί μου. Θα ξυπνήσει και θα κλαίει…» είπε στην προσευχή της.
Τότε με μιας τα νερά του ποταμού υποχώρησαν και στο σημείο που ήταν η ξύλινη γέφυρα, χάθηκαν. Είχαν χωνέψει κάτω από μια μεγάλη πέτρα για να βγουν και πάλι στην επιφάνεια λίγα μέτρα πιο κάτω. Η λεχώνα μόλις διαπίστωσε ότι μπορεί να περάσει απέναντι έτρεξε στο σπίτι της και τάϊσε το παιδί της, που στο μεταξύ μόλις είχε ξυπνήσει.
Αφού το τάισε τότε συνειδητοποίησε τι ακριβώς έγινε στο ποτάμι. Τρέχει χτυπάει την καμπάνα του χωριού φωνάζοντας «…Ελάτε χωριανοί έγινε θαύμα!! Ελάτε χωριανοί έγινε θαύμα!! Ο Θεός χάλασε την ξύλινη γέφυρα και έφτιαξε μια δική του…»
Μαζεύτηκαν οι χωριανοί και πήγαν στο σημείο της διάβασης, όπου διαπίστωσαν πραγματικά το ποτάμι να περνάει κάτω από έναν βράχο ο οποίος σχημάτιζε ένα φυσικό γεφύρι.
Έτσι λοιπόν η παράδοση λέει ότι σχηματίστηκε το γεφύρι.
Ο Θεός άκουσε την προσευχή της γυναίκας και δημιούργησε ένα γεφύρι για να περάσει αυτή απέναντι να ταΐσει το μικρό της αγγελούδι. Για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι του χωριού έβγαλαν το γεφύρι Θεογέφυρο, ονομασία η οποία είναι γνωστή ως τα σήμερα.