Διά των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο, η Άγκυρα οικοδομεί μεθοδικά μια διαρκή αμφισβήτηση, που στην οπτική της διεθνούς κοινότητας, με την πάροδο του χρόνου, εκπέμπεται ως εικόνα αναταραχής, ότι δηλαδή κάτι δεν είναι τακτοποιημένο, ότι η περιοχή τελεί με δυναμικά και ήπια μέσα υπό αναθεώρηση.
Η Τουρκία σήμερα, ανεξαρτήτως της οικονομικής ή υγειονομικής φύσης κρίσεως, συνεχίζει συστηματικά τις πολλαπλές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο, στο πλαίσιο της στόχευσής της περί εμπέδωσης διεθνώς εικόνας μιας αμφισβητούμενης περιοχής, με απώτερο σκοπό την αξιοποίηση ενός γεγονότος, που θα οδηγήσει σε αναθεώρηση των συνθηκών οι οποίες διέπουν την σχέση των δυο χωρών τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε αυτό το σκεπτικό, η προηγηθείσα εικόνα σκιαγραφεί ένα διεθνές πλαίσιο μιας άγραφης, πλην ορατής νομιμοποίησης, την οποία η Τουρκία, μεθοδικά και βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος, καλλιέργησε όλα αυτά τα χρόνια. Υπενθυμίζεται πως τα αιτήματα της Τουρκίας είναι διαχρονικά και καθόλου τυχαία, ενταγμένα σε έναν στρατηγικό προγραμματισμό της Άγκυρας σε σχέση με το Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, επισημαίνεται πως η διεθνής κοινότητα περισσότερο πορεύεται στο πλαίσιο μιας διεθνοπολιτικής αντίληψης των γεγονότων και των διαδραματιζομένων, όπως εκδηλώνονται από τους παράγοντες που συμμετέχουν στις περιφερειακές και τοπικές εξελίξεις, παρά υπερασπιζόμενη έργοις το διεθνές δίκαιο, ως κανονικά θα όφειλε. Η αναφορά σε διεθνή κοινότητα παραπέμπει σε κοινότητα κρατικών συμφερόντων, που κινείται κατ’ εξοχήν βερμπαλιστικά.
Διά των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο, η Άγκυρα οικοδομεί μεθοδικά μια διαρκή αμφισβήτηση, που στην οπτική της διεθνούς κοινότητας, με την πάροδο του χρόνου, εκπέμπεται ως εικόνα αναταραχής, ότι δηλαδή κάτι δεν είναι τακτοποιημένο, ότι η περιοχή τελεί με δυναμικά και ήπια μέσα υπό αναθεώρηση.
Αν και η πρόκληση συνεχούς έντασης είναι ενταγμένη στον τουρκικό στρατηγικό σχεδιασμό, ένα ελληνοτουρκικό επεισόδιο δεν είναι απαραιτήτως απολύτως σχεδιασμένο, αλλά μπορεί να επέλθει ως απρόβλεπτη εξέλιξη λόγω χειρισμών και της κινητικότητας των μαχητικών αεροσκαφών στο Αιγαίο, όπου θα μπορούσε, κατόπιν τούτου, να προκληθεί ανάφλεξη. Επιπλέον, στο ενδεχόμενο κατάληψης νήσων και βραχονησίδων και εφόσον η Ελλάδα υποχρεωθεί σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία για το Αιγαίο, θα απολέσει ένα μέρος της κυριαρχίας της, δεδομένου πως εάν δεν έχει υπάρξει ελληνική αντίδραση ακύρωσης της ως άνω δράσεως, το πάνω χέρι θα το έχει η κατέχουσα ελληνικό χώρο Τουρκία, διαμορφώνοντας νέες, υπέρ της συνθήκες αναδιάταξης της ισορροπίας του Αιγαίου.
Παρά το γεγονός πως οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια διαπνέονται πρωτίστως από τη λογική μιας κατευναστικής προσέγγισης εν είδει συνέχειας της εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, αποτυχημένης πολιτικής του Ελσίνκι, εντούτοις, εκούσα άκουσα, η αμυντική, αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας είναι παρούσα σε όλες τις διαστάσεις και προβολές της, γεγονός που κάνει την Τουρκία να υπολογίζει ενδεχόμενη ελληνική αντίδραση. Η έννοια του υπολογισμού αναφέρεται όλως ιδιαιτέρως στο ότι η Τουρκία δεν θα προβεί σε κινήσεις εάν τίθεται το ενδεχόμενο σοβαρής απώλειας, τέτοιας που να αντιστρατεύεται τη σχέση κόστους – οφέλους. Αυτό σημαίνει πως δεν θα προβεί σε κινήσεις εάν γνωρίζει πως θα έχει σοβαρό κόστος, δεδομένου μάλιστα πως σύμφωνα με το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η Τουρκία κινείται πάντοτε εκ του ασφαλούς.
Φυσικά, οι ως άνω τουρκικές επιδιώξεις τελούν εν γνώσει των Αθηνών. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα πρέπει να είναι σε θέση αφενός να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη αποτρεπτική στρατηγική, αλλά και αφετέρου να καλλιεργήσει εκείνο το επίπεδο, που παραπέμπει στην οικοδόμηση διεθνούς εικόνας νομιμότητας. Αυτό προϋποθέτει τη διαρκή και πολυδιάστατη ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης πως το σύνολο των τουρκικών ισχυρισμών και ενεργειών στερείται κάθε πλαισίου νομιμότητας. Τούτο δε γιατί αν και η διεθνής δημοσιότητα δεν θα αποδώσει δίκαιο, θα τελεί εν γνώσει της διεθνούς νομιμότητας και αντιστοίχως της τουρκικής παρανομίας και επιθετικότητας.
Πρέπει να σημειώσουμε πως η σημερινή Ελλάδα διαθέτει στρατηγική στο τακτικό επίπεδο αντιμετώπισης της Τουρκίας, δηλαδή άρνησής της να διαπραγματευθεί για θέματα που άπτονται της ελληνικής κυριαρχίας, όμως δυστυχώς αφήνεται εμμέσως πλην σαφώς και υπό όρους ανοικτό το ενδεχόμενο να συζητηθούν διμερώς στο μέλλον τα θέματα αυτά εν είδει μιας ελληνοτουρκικής συμφωνίας-πακέτο, που για να καταστεί εφικτή, αφεύκτως θα κάλυπτε τόσα πολλά ζητήματα, που θα οδηγούσαν σε νομιμοποίηση διαφορών, τις οποίες επικαλείται η Τουρκία.
Η Αθήνα, που σήμερα αντιμετωπίζει μια έτι επιθετικότερη Τουρκία, οφείλει έχοντας διδαχθεί από την αποτυχία της πολιτικής κατευνασμού μέσω ενός ουτοπικά προσδοκώμενου εξευρωπαϊσμού της Άγκυρας, να εκπονήσει και να εφαρμόσει στρατηγική, όπου πέραν της αμυντικής της διάταξης, να επιφέρει κόστος στην Τουρκία, δεδομένου ότι η στρατηγική υπεράσπισης του χώρου, της ακεραιότητας και της κρατικής οντότητας εν συνόλω, είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί διάφορα όπλα ως μέσα. Τούτο παραπέμπει ευθέως στην ικανότητα των Αθηνών, όχι μόνο να απαντούν στις τουρκικές κινήσεις αμυντικά, αλλά να είναι σε θέση ανάπτυξης δράσεως, που να τις προλαμβάνουν, δηλαδή πριν ακόμη εκδηλωθεί η τουρκική επιθετική κίνηση.
Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο
simerini