Η δουλειά του υπουργού Προστασίας του Πολίτη είναι να διασφαλίζει την δημόσια ασφάλεια.
Του Γ. Λακόπουλου
Στον πυρήνα της αυτή η υποχρέωση έχει την αντιμετώπιση του εγκλήματος, δια της αστυνόμευσης. Συγκεκριμένα: Η καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι γενικότερη υπόθεση.
Η αστυνόμευση έχει πολλές πλευρές, αλλά στην ουσία διαμορφώνεται – ειδικά σε ό,τι αφορά τις μεθόδους- από τα συμφραζόμενα της πολιτικής και κοινωνικής ταυτότητας κάθε χώρας. Αλλιώς την αντιλαμβάνονται τα προηγμένα δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλιώς τα αυταρχικά καθεστώτα.
Σε κάθε περίπτωση στην Ελλάδα δεν την ορίζει ο εκάστοτε υπουργός, αλλά ο νόμος, που είναι σαφής: δουλειά της αστυνομίας είναι «η εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών» και η «πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης». Σαφές.
Εκεί που έχει φτάσει ο ανθρώπινος πολιτισμός στην έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος υπεισέρχεται και μια ακόμη παράμετρος: τα ατομικά δικαιώματα. Στις δημοκρατίες δικαιώματα έχουν και όσοι εγκληματούν.
Ιδίως στη φάση που απλώς η αστυνομία διαπιστώνει το έγκλημα. Για την πραγματική τέλεσή του θα αποφασίσει ο φυσικός δικαστής. Όχι ο αστυνόμος.
Σε μια χώρα που ομνύει στη Δημοκρατία σε ποιο βαθμό ασπάζεται αυτές τις αρχές ο αρμόδιος υπουργός, όταν δηλώνει ότι «βήμα -βήμα ξεβρομίζουμε από το έγκλημα που συσσωρεύτηκε τα τελευταία χρόνια»;
Προσοχή: δεν υποδεικνύει στην αστυνομία να καταπολεμάει το έγκλημα – της αποτροπής συμπεριλαμβανομένης- και να οδηγεί τους δράστες της Δικαιοσύνη, αλλά να «ξεβρομίζει». Όπως το καταλαβαίνει ο καθένας.
Πίσω από αυτή τη διατύπωση ο δράστης ενός εγκλήματος -πριν καν κριθεί για την πράξη του- εκλαμβάνεται ως «ακαθαρσία», και «βρωμιά». Η αστυνομία ως απολυμαντικός οργανισμός που «καθαρίζει».
Αυτές οι διατυπώσεις δεν απευθύνονται στο φρόνημα των πολιτών και των αστυνομικών, αλλά στα κατώτερα αισθήματα της κοινωνίας. Η διαβάθμιση του εγκλήματος δεν φαίνεται να υπάρχει στην υπουργική διακήρυξη.
Αντίθετα υπάρχει η πολιτικοποίησή του: «Το έγκλημα που συσσωρεύτηκε τα τελευταία χρόνια». Έχει ρουφήξει σαν σφουγγάρι τον προεκλογικό Μητσοτάκη, που τα έλεγε αυτά, τότε που ο ίδιος ήταν ακόμη Κινάλ.
Αφού έτσι βλέπει η πολιτική ηγεσία την αντιμετώπιση του εγκλήματος, γιατί θα τη βλέπει διαφορετικά ο μέσος αστυνομικός; Γιατί να μην αισθάνεται όχι ότι διώκει το έγκλημα και προστατεύει τον πολίτη, αλλά ότι «ξεβρομίζει»;
Σ’ αυτή τη λογική είναι φυσικό ο δράστης εξισώνεται με τον ύποπτο. Το «βαρύ έγκλημα» με τις παραβάσεις των Αγιάννηδων που παράγει η κρίση.
Όμως η αστυνόμευση είναι πρωτίστως πολιτική λειτουργία στην υπηρεσία της Δημοκρατίας. Όχι το αντίθετο. Και στην πολιτική οι λέξεις και οι ορισμοί έχουν σημασία.
Ως τώρα μόνο ο Πανούσης και η Γεροβασίλη -ίσως και ο παλιός Χρυσοχοΐδης- δεν έβλεπαν ως «πολυτέλεια» αυτή την ερμηνεία, αλλά ως προϋπόθεση της αστυνόμευσης.
Ο ενθουσιώδης υπουργός της ΝΔ αφήνει πίσω του και όσα έμαθε στις κυβερνήσεις τριών πρωθυπουργών ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει κάτι που να τον διαχωρίζει, στην ίδια κυβέρνηση, από τον Βορίδη για παράδειγμα, που αντιλαμβάνεται το ξύλο από αστυνομικούς ως «στοιχείο αναγκαστικότητας». Το έλεγε και ο Παπαδόπουλος..
Έτσι ο Μιχάλης επιβεβαιώνει τον κανόνα:
Αν κοιμηθείς με αλλήθωρο ως το πρωί θα αλληθωρίσεις…