Έδωσαν ονόματα οι οικονομικοί εισαγγελείς Πεπόνης και Μουζακίτης – Τί λέει το υπόμνημα που κατέθεσαν

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

peponis mouzakitis 4701Στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον οποίο έδωσαν τη γραπτή τους αναφορά.
Φέρεται ότι έδωσαν ονόματα που βρίσκονται κοντά σε άτομα υποθέσεων – φωτιά και έμμεσα ή άμεσα προσπάθησαν να κάνουν τις δυο εισαγγελείς να “ξεχαστούν” στα συρτάρια επίμαχες υποθέσεις ή ακόμα και να σταματήσουν γενικά οι έρευνές τους σε πολύκροτες υποθέσεις με εκπλεκομένους που τα ονόματά τους αν δημοσιοποιηθούν θα ταράξουν τα νερά της πολιτικής και όχι μόνο ζωής.
Τις επόμενες ημέρες θα φανεί αν οι οικονομικοί εισαγγελείς έλαβαν την αμέριστη στήριξη του Αρείου Πάγου, για να συνεχίσουν χωρίς παρεμβολές το έργο τους και την απόδοση δικαιοσύνης σε υποθέσεις που αγγίζουν (και ξεπερνούν) το επίπεδο σκανδάλων.
Τι λένε στο υπόμνημα που κατέθεσαν:
“Οι υπογεγραμμένοι Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης και Σπυρίδων Μουζακίτης, εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και αναπληρωτής εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος, αντιστοίχως και εξ αφορμής της υπ’ αριθμ. Πρωτ. 2682/28.12.2011 αναφοράς μας προς τον κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλούμεν και διευκρινίζομεν τα κάτωθι:
Αναλάβαμε τα καθήκοντά μας, ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, έχοντας πλήρη επίγνωση των ιδιαζουσών δυσχερειών που θα αντιμετωπίζαμε, εκπληρώσαμε δε και συνεχίζομεν εκπληρούντες αυτά με υψηλόν εισαγγελικόν φρόνημα και ασυμβίβαστη μαχητικότητα. Ουδέποτε, τα ευλόγως αρνητικά για τον ελέγχοντα αισθήματα του ελεγχόμενου, απετέλεσαν κριτήριον και παράμετρον επηρεάζουσαν την σαφή, εκάστοτε στόχευση των εισαγγελικών ερευνών μας.
Αυτά, άλλωστε, συντρέχουν, αναπτύσσονται και εκδηλούνται σε όλες τις δικαστικές ενέργειες που έχουν σοβαρό διαγνωστικό αντικείμενο, συνιστούν δε συνηθέστατες και a priori υφιστάμενες παραμέτρους, που ο εισαγγελέας ως δεδομένες και αυτονόητες τις αντιπαρέρχεται ανεπηρέαστος και αδιάφορος.
Θα ήμασταν, αναντιλέκτως, ανάξιοι και ριψάσπιδες, εάν τα προεκτεθέντα αισθήματα και οι συναφείς ενδεχόμενες αντιδράσεις, έστω εκφεύγουσες των συνήθων πλαισίων δεοντολογίας, μας οδηγούσαν σε υποβολή παραιτήσεων και εγκατάλειψη της υπηρεσιακής μας αποστολής ημιτελούς, επί συγκεκριμένων σοβαρών εκκρεμών υποθέσεων.
Ουδέποτε το επράξαμε και ουδόλως τα υπαινιχθήκαμε με την κοινή, εν αρχή της παρούσης, αναφοράς μας.
Αντιθέτως, στην αναφορά αυτή, κατά τρόπον σαφέστατον, κατηγορηματικόν και μη επιδεχόμενον παρερμηνείες, εξειδικεύομεν και καταδεικνύομεν, ως λόγον της ενεργείας μας, την τεχνηέντως επιχειρηθείσαν νομοθετική κατάργησή μας, εξ αιτίας της φύσεως του αντικειμένου και των πολλαπλών-πολυεπίπεδων αντανακλάσεων των υπηρεσιακών πρωτοβουλιών και ενεργειών μας, που σαφέστατα πολλούς ενόχλησαν και ενέβαλαν εις ανησυχίαν και πολλοί θα επιθυμούσαν και θα εύχονταν να μην είχαν λάβει χώρα.
Το γεγονός έθετε και ανεδείκνυε ένα κρίσιμον και κεφαλαιώδες, θεσμικόν και ηθικόν, ζήτημα, απτόμενο ευθέως της λειτουργικής μας υποστάσεως και αποστολής.
Θα λειτουργούσαμε και δραστηριοποιούμαστε ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υπό τον όρον της επιδοκιμασίας και εγκρίσεως των ενεργειών μας από αναρμοδίους και για άλλα τεταγμένους θεσμικώς, δηλαδή καθ’ υπαγόρευσιν και δεν θα αναλαμβάναμε ελεγκτικές ενέργειες και πρωτοβουλίες, που δεν θα ήσαν αρεστές στους ανωτέρω, δηλαδή θα τελούσαμε ως εισαγγελείς υπό καθεστώς απαγορεύσεως;
Με την ενέργειά μας δώσαμε το στίγμα μας και αποκαλύψαμε το φρόνημά μας, ενώ παραλλήλως πέμψαμε έμπρακτο, απέριττο και σαφέστατο μήνυμα, στους ενδεχομένως φρονούντας και απεργαζομένους τα αντίθετα, για τους οποίους αδιαφορούμε παντελώς και εμφαντικώς τους αγνοούμε, από πλευράς εκπληρώσεως της υπηρεσιακής μας αποστολής και του διαφυλακτέου, ως κόρης οφθαλμού, δικαστικού ήθους και εισαγγελικού καθήκοντος.
Δεν θα εκτραπούμε από τον προεκτιθέμενο ουσιώδη πυρήνα της ενέργειάς μας και δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με το αυτονόητο και πασίδηλον, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Δεν έχει νόημα, άλλωστε, να επικεντρωθούμε και εστιάσωμε σε κάτι που ναι μεν συμβαίνει (και είναι γνωστό σε όλους ότι συμβαίνει), ουδόλως όμως μας επηρεάζει στην δικαστική υπηρεσιακή μας αποστολή, αγνοώντας παραλλήλως και παραγνωρίζοντας εκείνο το οποίο δεν μας επηρεάζει απλώς, αλλά κυριολεκτικώς μας εξουδετερώνει και μας καταργεί.
Δεν μας απασχολεί το θέμα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά το αντιμετωπίζουμε και το βιώνουμε ως μέγα και αποκλειστικώς θεσμικό ζήτημα, απτόμενο του κρίσιμου ερωτήματος της δυνατότητας τελεσφόρου δικαιοδοτικής λειτουργίας, η έλλειψη ή παρεμπόδιση της οποίας ουδεμία σχέση έχει με ευνοούμενη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ