Μια χώρα ολόκληρη κι ένας λαός δεσμώτες των “αγορών”.
Νικημένοι ενός νομισματικού πολέμου, όπου παίξαμε με συνέπεια τον ρόλο του λαγού, τζαμπατζήδες σε μια χώρα των θαυμάτων όπου τα θαύματα σώθηκαν. Οδηγημένοι από φαύλους μεταπράτες της πολιτικής, πουλητάρια κι εμείς σ’ ένα άθλιο παζάρι που ρευστοποιεί όσο όσο τα σώσματα. Ένας λαός που το 2012 έφτασε να διαγκωνίζεται στα συσσίτια των απόρων της Εκκλησίας και των δήμων, με τον μισό σχεδόν ενεργό πληθυσμό βυθισμένο στην βάσανο της ανεργίας και τον υπόλοιπο “απασχολήσιμο”, ένας λαός νεοδουλοπάροικος με διαλυμένα εργασιακά δικαιώματα και μισθούς πείνας, οικογένειες να ζουν σε πρωτόγονες συνθήκες χωρίς ρεύμα εδώ και μήνες, παιδιά να λιποθυμούν στα σχολεία απ’ την πείνα, το σύνολο σχεδόν του εμπορικού κόσμου στιγματισμένο στον πανάθλιο “Τειρεσία”, μια Ελλάδα ολόκληρη που πωλείται και ενοικιάζεται ατελέσφορα, χαράτσια που παραπέμπουν σε οθωμανικό βιλαέτι, τριτοκοσμική ανασφάλεια κι ασύδοτη εγκληματικότητα, ο κρατικός μηχανισμός και το προσωπικό του υπό διωγμό, ένας ανελέητος βομβαρδισμός τρομοκρατίας: “σοκ και δέος”, ακόμα κι απ’ τα πιο θεσμικά χείλη, μια πραξικοπηματική κυβέρνηση ενός μαύρου μετώπου, που δίνει την υπέρ πάντων μάχη της οπισθοφυλακής ενός κατεστημένου που προσπαθεί να περισώσει ιδιωτικά συμφέροντα σε μια χώρα υπό βάρβαρη ξενική κατοχή.
Ο λαός μας μετράει τον χρόνο με την ημέρα: “την βγάλαμε και σήμερα”, αυτή είναι η καθημερινή “νίκη” του μέσου Έλληνα πολίτη, πάλαι ποτέ ένδοξου “νοικοκύρη”, στο νεογραικυλιστάν. Οι πιο τυχεροί, ενδεχομένως μετρούν τον χρόνο με εβδομάδες, ίσως και με μήνες. Ένας ολόκληρος λαός που αγωνιά σ’ ένα καθοδικό σπιράλ του θανάτου που δεν λέει να τελειώσει. Ένας ιστορικός λαός που εξευτελίζεται κάθε μέρα όλο και χειρότερα και μια πλούσια, ευλογημένη γη που ξεπουλιέται μπιρ παρά απ’ τους πολιτικούς πραματευτάδες.
Και τα χειρότερα έρχονται, έτσι μας απειλούν οι ξένοι κι οι ντόπιοι γκαουλάιτερ.
Αμήχανος ο κόσμος, δεν έχει καταλάβει ακόμα ποιος, τι κι από πού τον χτύπησε.
Και κυρίως γιατί.
Αποχαυνωμένος από το κρεσέντο του ενοχικού γραικυλισμού, που πλασάρουν κάθε μέρα, κάθε ώρα, τα συστημικά χαλκεία, ο λαός μας ψάχνει να βρει, κυριολεκτικά, γωνία στ’ αυγό. Τι να κάνουμε; Πώς να σωθούμε; Στις πόσες βουρδουλιές μπορούμε να πάρουμε μιαν ανάσα, πόσο χαμηλά να πέσουμε ακόμα, πριν κλειδώσει η λαιμαριά στο σβέρκο;
Η δικτατορία των ηλιθίων καλά κρατεί, σου λένε: “τι φωνάζεις, ήθελές τα κι έπαθές τα!”. “Ζούσαμε επί δεκαετίες”, λένε οι ανίκητοι ηλίθιοι, “μια ζωή που δεν μας άξιζε, μια δάνεια τρυφηλότητα, και τώρα θα πλερώσουμε τον λογαριασμό”.
Αλήθεια, ρε ευτυχείς σκλάβοι, ποια ζωή “μας άξιζε”;
Καμιά! Αυτή είναι, τελικά, η απάντηση των νεογραικύλων. Γιατί, μας λένε, η μεγέθυνσή του τόπου μας, επομένως κι η όποια κοινωνική ευημερία του λαού μας, ήταν φούσκα “εύκολου χρήματος”, με δανεικά την “καλοπερνούσαμε” τόσα χρόνια.
Λες κι οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης αναπτύσσονται κι ευημερούν με “τον τίμιο ιδρώτα του προσώπου τους” κι όχι με τα δανεικά του “εύκολου χρήματος” της χρηματοπιστωτικής υπερσυσσώρευσης. Να μην σας πάω στον Μαρξ, ρε ελληνάρες μου, να σας πάω στον απ. Παύλο:
“Τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης» (Β’ Κορ. Η’, 13-4).
Κάποιοι πρέπει να έχουν υστέρημα, για να έχει κάποιος άλλος περίσσευμα. Κι αυτός που έχει περίσσευμα, άσχετα με το τι λέει ο απ. Παύλος, δεν το διαθέτει φιλάνθρωπα προς συμπλήρωση του υστερήματος των άλλων, για να υπάρχει ισότητα, αλλά θέλει να το τζιράρει. Για να έχει ακόμα μεγαλύτερο περίσσευμα. Αυτή είναι μια απ’ τις βασικές αρχές του καπιταλισμού, η ανισομερής ανάπτυξη. Για να καλπάσει η ανάπτυξη κάποιου, κάποιοι άλλοι πρέπει αναγκαστικά να πάνε στην υποανάπτυξη και στην εκμετάλλευση. Κι όταν αυτά τα περισσεύματα, τα πλεονάσματα, γίνουν τόσα πολλά, που δεν μπορούν πλέον να τζιραριστούν παραγωγικά, μπαίνει στο κόλπο η χρηματοπιστωτική φάμπρικα: δανείσου φτηνά, αρκεί να καταναλώνεις και να εξυπηρετείς τα χρέη σου. Δεν θα δανείζεσαι για να αναπτυχθείς και να προκόψεις, όλα κι όλα, δεν χωράνε δυο μυλωνάδες στον ίδιον μύλο. Θα δανείζεσαι για να καταναλώνεις και να προσφέρεις υπηρεσίες.
Έλα όμως που η φάμπρικα αυτή έχει ημερομηνία λήξης. Γιατί;
Γιατί κάποια στιγμή υπάρχει κορεσμός στην αγορά και γιατί σταδιακά αναδύονται κι άλλοι μυλωνάδες στο παζάρι, που έχουν φτηνότερους μουζίκους και πολυπληθέστερες, “παρθένες” αγορές. Και τότε αρχίζουν τα δύσκολα για τους μουζίκους του “παλιού” μυλωνά. Σου λέει: “μέχρι εδώ ήταν το τζάμπα, τώρα θα πλερώσετε τη ζημιά μου”.
Ποια ζημιά σου;
Δεν το ξέραν οι μουζίκοι, ότι του μυλωνά τα κέρδη ήσαν δικά του, αλλά οι ζημιές του, ή μάλλον οι απώλειες των κερδών του, κοινωνικοποιούνται!
Αλλά, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, υπάρχει ακόμα μεγαλύτερο δείγμα νεογραικυλικής ηλιθιότητας.
“Ήμασταν μέχρι τώρα σοβιετία”, λέει ο απροσμέτρητος βλαξ, “αυτό φταίει! Πρέπει να καταργήσουμε τους περιορισμούς στο παζάρι, να γίνουμε επιτέλους φιλελεύθεροι!”
Κι άντε και του λες πως είναι βλάκας με περικεφαλαία, μήπως θα χαμπαρίσει; Δεν νικιέται ο βλάκας, αδέρφια, είναι ανίκητος!
Και το κερασάκι στον ερειπιώνα μας είναι ο εθνικός μας κωλοτούμπας, αυτός που μας λέει, έμπλεος εθνικής υπερηφάνειας, ότι, αν χρειαστεί για να παραμείνουμε στο μάρκο, συγγνώμη, στο ευρώ ήθελα να πω, και τις μάνες και τις κόρες και τ’ αγόρια μας ακόμα θα πρέπει να εκπορνεύσουμε! Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο (κυριολεκτικώς).
Για τέτοιου ασύλληπτου μεγέθους τσαρλατάνο μιλάμε!
Κι η λύση;
Η λύση, όπως σε όλα τα ελληνικά δράματα, είναι μια: κάθαρση. Αλλά με την αρχαιοελληνική έννοια ή, καλύτερα, κατά την προσταγή του Κολοκοτρώνη: φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!
Albatros
http://albatros-imerologia.blogspot.com/