Πάλι βρυχάται η Τουρκία, συνεχίζει να διεκδικεί συμμετοχή στο ενεργειακό παιγνίδι και γεωστρατηγικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Απειλεί Ελλάδα και Κύπρο με γεωτρήσεις στις δύο ΑΟΖ, και εντείνει τη στήριξή της στο καθεστώς Σάρατζ στη Λιβύη με στόχο να προχωρήσουν οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στην περιοχή.
Ο δρ Νίκος Μούδουρος, λέκτορας Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα την Τουρκία σήμερα, της οποίας «τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εξουσίας προσανατολίζονται στην εμπέδωση ενός αυταρχικού κράτους», όπως ο ίδιος λέει. Εκείνο που ουσιαστικά υπονοείται στην τουρκική περίπτωση, σημειώνει, είναι η σταθεροποίηση των χαρακτηριστικών του προεδρικού συστήματος έτσι όπως αυτό υιοθετήθηκε με το δημοψήφισμα του 2017 και τις διπλές εκλογές του 2018.
«Η υπερσυγκέντρωση των εκτελεστικών εξουσιών στο Προεδρικό Μέγαρο, η αποδυνάμωση έως και κατάργηση των μηχανισμών ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, η αμφισβήτηση των μηχανισμών δημοκρατικής διαβούλευσης και ο δραστικός περιορισμός του πεδίου της πολιτικής δραστηριότητας της αντιπολίτευσης, μπορούν να καταγραφούν ως μερικά από τα σημαντικά χαρακτηριστικά» αναφέρει ο κ. Μούδουρος, σε συνέντευξή του στον «Π».
Τι χώρα θα λέγατε ότι είναι σήμερα η Τουρκία;
Υπάρχει η δυναμική ενός ιδιότυπου μονοκομματικού κράτους. Τυπικά, υπάρχουν και λειτουργούν κόμματα της αντιπολίτευσης, οργανώσεις και συλλογικότητες. Όμως σε ουσιαστικό επίπεδο η λειτουργία της πολιτικής ζωής περιορίζεται στις αποφάσεις του προεδρικού γραφείου. Η δομή του κράτους κατακλύζεται από προσωπικότητες που αναπαράγουν τον συνασπισμό εξουσίας του Ερντογάν. Ο ίδιος ο Πρόεδρος του κράτους συνομιλεί σχεδόν αποκλειστικά με το στελεχικό δυναμικό τού κόμματος του οποίου ηγείται, το οποίο ταυτόχρονα αποτελεί και τη βασική πηγή ανατροφοδότησης των κρατικών δομών. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος επιλέγει να συνεδριάζει με τους τοπικούς κυβερνήτες των νομών και την επόμενη μέρα με τους δημάρχους των μητροπολιτικών δήμων, όμως αυτούς που εξελέγησαν με τα ψηφοδέλτια του ΑΚΡ. Με αυτό τον τρόπο, το ίδιο το κυβερνών κόμμα πλέον απώλεσε τα βασικά χαρακτηριστικά ενός αυτόνομου πολιτικού οργανισμού. Μετατράπηκε σε ένα τεράστιο γραφείο μηχανισμού συντήρησης αυτού του ιδιότυπου μονοκομματισμού.
Δημοκρατική επίφαση
Ναι, αλλά ακόμα πραγματοποιούνται εκλογές στη χώρα.
Γι’ αυτό και δεν πρέπει να υποτιμηθεί η προαναφερθείσα καταγραφή των στοιχείων της εμπέδωσης του αυταρχικού κράτους της Τουρκίας, που το εξαναγκάζει να απευθυνθεί σε πηγές λαϊκής νομιμοποίησης. Το δεδομένο αυτό είναι σημαντικό σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι ότι ο Ερντογάν συνεχίζει να έχει ανάγκη από λαϊκή στήριξη. Η κάλπη συνεχίζει να προσδίδει δημοκρατική επίφαση. Από τη μια να επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο των εκλογικών διαδικασιών και μετατρέπει την κάθε εκλογική αναμέτρηση σε ένα “δημοψήφισμα” έγκρισης ή απόρριψης της προσωπικής του εξουσίας. Από την άλλη όμως, γνωρίζει ότι η κοινωνική αντιπολίτευση έστω και αποδυναμωμένη, στο παρόν στάδιο δεν επιτρέπει την επιβολή μιας ανοιχτής “δικτατορίας”. Ο δεύτερος άξονας είναι ακριβώς συνέπεια του τελευταίου αυτού στοιχείου. Η διαδικασία σταθεροποίησης ενός αυταρχικού κράτους στην Τουρκία δεν είναι μια στατική προοπτική. Αντίθετα είναι ανοιχτή σε αμφισβητήσεις και ρήξεις που προκαλούνται από διαφορετικές μερίδες της κοινωνίας.
Νέο κράτος
Πού θέλει να οδηγήσει τη χώρα ο Ταγίπ Ερντογάν;
Ο βασικός στόχος του Ερντογάν, και του κινήματος από το οποίο προέρχεται, είναι η οικοδόμηση ενός νέου ρεπουμπλικανικού κράτους. Η ιστορική εξέλιξη δείχνει ότι το νέο κράτος τού Ερντογάν φέρει κάποιες συνέχειες από το πρόσφατο παρελθόν, ωστόσο διακρίνεται και από κάποιες ρήξεις. Το πιο εμφανές στοιχείο είναι η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας νέας κρατικής ιδεολογίας και μιας νέας συλλογικής ταυτότητας της χώρας. Ο κεμαλισμός, στην πρώτη περίοδο ίδρυσης του τουρκικού κράτους, επέλεξε να αποκόψει την Τουρκία από το τότε άμεσό της παρελθόν. Επιδίωξε και σε κάποιο βαθμό πέτυχε να περιθωριοποιήσει την οθωμανική κληρονομιά, να καταστείλει τη δημόσια έκφραση της θρησκείας και να κατασκευάσει το δυτικότροπο, κοσμικό και εθνικιστικό πρότυπο του Τούρκου πολίτη. Σήμερα, η εξουσία Ερντογάν είναι επίσης επιλεκτική με την Ιστορία. Επίσης επιδιώκει να αποκόψει τη χώρα από το άμεσό της παρελθόν –δηλαδή το κεμαλικό– και να επαναφέρει πτυχές του προηγούμενου αυτοκρατορικού, οθωμανικού παρελθόντος. Επομένως, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί σχεδιασμοί της εξουσίας διακρίνονται από τη μορφή μιας συντηρητικής παλινόρθωσης στοιχείων του αυτοκρατορικού παρελθόντος και προσαρμογής τους στο πλαίσιο του σημερινού κόσμου. Δεν επιδιώκεται η ανασύσταση μιας εδαφικής αυτοκρατορίας στο πρότυπο των προηγούμενων αιώνων. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι επιδιώκεται η παλινόρθωση της αυτοκρατορικού τύπου επιρροής και της αυτοκρατορικού τύπου λειτουργίας του κράτους ως της σημαντικότερης εξουσίας μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά αυτόν τον μετασχηματισμό, φαίνεται να δυσκολεύεται ο Τούρκος Πρόεδρος.
Εάν κατανοήσουμε τον στόχο δημιουργίας ενός νέου ρεπουμπλικανικού κράτους –μέσα από ιστορικές συνέχειες και ρήξεις– ως έναν ηγεμονικό σχεδιασμό, τότε μπορούμε ευκολότερα να διαπιστώσουμε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του. Από τη μια πλευρά είναι ξεκάθαρο ότι στον δημόσιο χώρο έχει πλέον επικρατήσει το πρότυπου του νέου Τούρκου πολίτη. Ο παραδειγματικός πολίτης της Τουρκίας σήμερα, πρέπει να είναι αφοσιωμένος στις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, της αυστηρής οικογενειακής ιεραρχίας, στην αναπαραγωγή του συντηρητικού ήθους ως μια κοσμοαντίληψη, αλλά και στην υπόθεση επιβίωσης της κρατικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι το συγκεκριμένο ηγεμονικό σχέδιο είναι τραυματισμένο και αποσπασματικό. Τα νέα πρότυπα της εξουσίας δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά. Η προσπάθεια άρσης του πλουραλισμού, που χαρακτηρίζει την τουρκική κοινωνία, αποδεικνύεται τεχνητή.
Δύο έθνη
Ο τουρκικός λαός είναι ικανοποιημένος από την προεδρία Ερντογάν;
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα αποτελέσματα της μακρόχρονης εξουσίας Ερντογάν είναι η βαθιά πόλωση και ο διχασμός της κοινωνίας σε ζητήματα πολιτιστικών ταυτοτήτων, τρόπων ζωής και αξιακών συστημάτων. Με περιγραφικούς όρους θα μπορούσε να λεχθεί ότι η μισή κοινωνία εξακολουθεί να επιθυμεί τη συνέχιση της σημερινής διακυβέρνησης, ενώ η άλλη μισή το αντίθετο. Σήμερα στην Τουρκία εμφανίζονται δύο “έθνη” και αναπαράγονται από την εξουσία ως δύο εντελώς διαφορετικοί και ανταγωνιστικοί κόσμοι. Από τη μια είναι το “έθνος” της εξουσίας, το οποίο επιβιώνει ως τέτοιο γιατί απολαμβάνει τα προνόμια της νέας εξουσίας. Η σχέση με τον Ερντογάν μετατρέπεται σε μια σχέση ανταλλαγής της εκλογικής στήριξης με την προνομιακή παραχώρηση υπηρεσιών του κράτους, πηγών κερδοφορίας, αλλά και μιας ενίσχυσης του πολιτισμικού στάτους που δεν συνοδεύεται απαραίτητα από οικονομική ενίσχυση. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ο Ερντογάν παραμένει ο σωτήρας, που τους έβγαλε από το περιθώριο της προηγούμενης κεμαλικής αποξένωσης, που τους προσέδωσε πολιτισμική περηφάνια. Το μέρος αυτό του τουρκικού λαού, λοιπόν, νιώθει τη βελτίωση της κοινωνικής του θέσης και αντιμετωπίζει τον Ερντογάν ως την παραδειγματική πορεία καταξίωσης του δικού τους παιδιού.
Το δεύτερο “έθνος”;
Το δεύτερο “έθνος” είναι το μέρος εκείνο της κοινωνίας, που αποξενώνεται στη βάση των νέων προτύπων. Αυτή η μερίδα της κοινωνίας είναι το αντικείμενο της καταστολής και της τιμωρίας. Είναι οι συμβολισμοί της απειλής απώλειας της εξουσίας Ερντογάν. Με λίγα λόγια είναι η μερίδα της κοινωνίας στην οποία επιβάλλεται η ανάληψη του κόστους της πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται όντως για δύο “έθνη” εσωτερικά ομοιογενή και σταθερά στον χρόνο. Η πρώτη σοβαρή διάσπαση του ΑΚΡ με την εμφάνιση δύο νέων κομμάτων (του Νταβούτογλου και του Μπαμπατζάν), αλλά και οι προσπάθειες νέων συνεργασιών της αντιπολίτευσης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ρήξεις υπάρχουν και εντός του “έθνους” της εξουσίας. Επομένως, το ζήτημα είναι εάν θα εκφραστούν πολιτικά ως αντιπολίτευση και εάν θα έχουν τελικά ανατρεπτικές δυναμικές. Αυτά παραμένουν αναπάντητα.
Προσάρτηση ή αυτονόμηση των Τ/Κ
Αναφορικά με τις τ/κ εκλογές στα κατεχόμενα, ο Νίκος Μούδουρος σημείωσε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος ενδιαφέρεται για τις εν λόγω εκλογές και πλέον είναι ξεκάθαρο ότι δεν προτιμά επανεκλογή του Ακιντζί. «Οι πολιτικές και άλλες παρεμβάσεις το προηγούμενο χρονικό διάστημα ήταν καθημερινές. Ωστόσο, μια δημόσια παρέμβαση με τη μορφή ξεκάθαρης δήλωσης στήριξης σε οποιαδήποτε υποψηφιότητα δεν αναμένεται να φέρει τα αποτελέσματα που στοχεύει. Η ιδεολογική και πολιτισμική απόσταση μεταξύ Άγκυρας και ενός πολύ μεγάλου μέρους των Τ/Κ, πλέον δεν αφήνει τα περιθώρια των ανοιχτών παρεμβάσεων των προηγούμενων δεκαετιών. Η χαρακτηριστική ομολογία Τσαβούσογλου στην προ πανδημίας περίοδο, ότι ο Τ/Κ ηγέτης εναντιώνεται στην Τουρκία ‘για προεκλογικούς σκοπούς’, είναι μια ιστορική ομολογία για την κορύφωση των αλλαγών στο ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο των σχέσεων Άγκυρας – τ/κ κοινότητας» συμπλήρωσε ο κ. Μούδουρος. Όμως, συνέχισε, «είναι επίσης γεγονός ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τον νέο Τ/Κ ηγέτη δεν θα επηρεαστεί αποκλειστικά και μόνον από τις αντιδράσεις της κοινότητας έναντι της Τουρκίας, ή των παρεμβάσεων της Άγκυρας».
Οι Τ/Κ που ζουν μόνιμα στην Κύπρο έχουν αυτονομηθεί ή κρέμονται/εξαρτώνται απόλυτα από την Τουρκία;
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάσταση. Ιδιαίτερα από το 1964 και μετά, η σχέση της Τουρκίας με την τ/κ κοινότητα είναι σχέση εξουσίας, σχέση ιεραρχική με στοιχεία επιδίωξης πειθάρχησης των Τ/Κ στα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά μοντέλα της Τουρκίας. Είναι την ίδια στιγμή μια σχέση εξελισσόμενη, δυναμική. Συνεπώς μετασχηματίζεται. Στο ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο, μία πολύ μεγάλη μερίδα της τ/κ κοινότητας απορρίπτει κάθε είδους ενσωμάτωση στην Τουρκία. Ζητεί τον εκδημοκρατισμό της σχέσης αυτής. Συνεπώς, σε αυτό το επίπεδο δεν υπάρχει “ομφάλιος λώρος”. Υπάρχει όμως στο επίπεδο της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος. Εκεί ο “ομφάλιος λώρος” χαρακτηρίζεται από εξαρτήσεις, συναινέσεις, αλλά και αντιπαραθέσεις. Γιατί έχει οικοδομηθεί ένα καθεστώς κηδεμονίας με τους υποστηρικτές και τους αντιπάλους του. Επομένως, η οριστική αυτονόμηση της κοινότητας από την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανατροπή του καθεστώτος κηδεμονίας. Και η ανατροπή του καθεστώτος κηδεμονίας και των κοινωνικών συμφερόντων που παράγει, μπορεί να υλοποιηθεί διαμέσου της ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού. Στη σημερινή συγκυρία μάλιστα και λόγω των ιδεολογικοπολιτικών “αποστάσεων”, που υπάρχουν από την ε/κ κοινότητα εξαιτίας της στασιμότητας στο Κυπριακό, το αίτημα για ομοσπονδία στην τ/κ κοινότητα εκφράζει περισσότερο την αγωνία άμυνας ενάντια στην επισημοποίηση της μετατροπής των κατεχομένων σε έναν τουρκικό νομό. Επομένως, η διεκδικούμενη αποκοπή του “ομφάλιου λώρου” σε δομικό επίπεδο σχετίζεται με το γεωπολιτικό όραμα κάποιων τ/κ δυνάμεων για αυτονομία της κοινότητας, αλλά και για αυτονομία του κυπριακού χώρου συνολικότερα. Οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις Ερντογάν – Ακιντζί ήταν, μεταξύ άλλων, και μια μικρή έκφραση των αντικρουόμενων γεωπολιτικών οραμάτων σε σχέση με το ποιο θα πρέπει να είναι το μελλοντικό καθεστώς των Τ/Κ. Η παλιά αντιπαράθεση της δεκαετίας του 1990, μεταξύ της δυναμικής προσάρτησης των κατεχομένων και της δυναμικής αυτονόμησης, φαίνεται να επανέρχεται σε νέο πλαίσιο και με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Οικονομία: Ο αδύναμος κρίκος του Ερντογάν
Ο SARS-CoV-2 έχει επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην ήδη κλονισμένη τουρκική οικονομία, η οποία κατέγραφε αρνητικά νούμερα πριν την πανδημία. Σύμφωνα με στοιχεία του ΑΠΕ-ΜΠΕ, τον Γενάρη η ανεργία έτρεχε με ρυθμό 13,8% και η ανεργία των νέων με 24,5%. Η τουρκική λίρα είχε αρχίσει να κλυδωνίζεται από το περασμένο φθινόπωρο και οι συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων, που εξήγγειλε η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, ενώ γίνονταν για να στηρίξουν το νόμισμα, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. «Οι αντοχές της οικονομίας της Τουρκίας περιορίζονται και αυτή η εξέλιξη αποτελεί σήμερα τον αδύναμο κρίκο της κυβέρνησης Ερντογάν. Οι αδυναμίες στην οικονομία δεν είναι ένα νέο φαινόμενο και ίσως αποτελούν μάλιστα έναν από τους βασικούς δείκτες αυταρχικοποίησης της κυβέρνησης» αναφέρει ο τουρκολόγος Νίκος Μούδουρος. Χαρακτηριστικά, συνεχίζει, η περίοδος 2013-2019 ήταν η περίοδος της οικονομικής στασιμότητας, που στο πολιτικό επίπεδο συνοδεύτηκε από κύματα αυταρχισμού. «Η πιο ξεκάθαρη έκφραση των οικονομικών προβλημάτων σήμερα είναι η υποτίμηση της τουρκικής λίρας, η άνοδος του πληθωρισμού και ο τεράστιος ιδιωτικός δανεισμός που έφτασε το 40% των συνολικών δανείων. Στη βάση αυτών των δεδομένων, το ενδεχόμενο μιας νέας συμφωνίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υπάρχει. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο βασικός προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια, για να μην προχωρήσει σε μια τέτοια συμφωνία. Η ιστορία των σχέσεων της Τουρκίας με το ΔΝΤ είναι μια ιστορία αντιπαραθέσεων γύρω από το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας» επισημαίνει ο ακαδημαϊκός.
Ορθοδοξία τεχνοκρατών
Σύμφωνα με τον κ. Μούδουρο, η σημερινή συγκυρία είναι στρατηγικής σημασίας ακριβώς γιατί η Άγκυρα επιδιώκει να υλοποιήσει πολιτικές που ξεφεύγουν από τα όρια της “ορθοδοξίας των τεχνοκρατών”, όπως επικράτησε να ονομάζεται για παράδειγμα η θητεία του Αλί Μπαμπατζάν στο Υπουργείο Οικονομικών. «Η Τουρκία θεωρεί ότι πρέπει να προχωρήσει όσο το δυνατόν πιο ‘αυτόνομα’ μπορεί, δεδομένων των παγκόσμιων συνθηκών που καταγράφουν μια εποχή ερωτηματικών, γκρίζων ζωνών και μετάβασης με άγνωστο το τελικό αποτέλεσμα. Μέρος της αντιπολίτευσης πιέζει για συμφωνία με το ΔΝΤ, όπως και ένα συγκεκριμένο μέρος της επιχειρηματικής τάξης. Δεν πρέπει όμως να διαφεύγει την προσοχή και ένα άλλο, επίσης ισχυρό, μέρος των ισλαμιστών επιχειρηματιών που τοποθετούνται σκεπτικιστικά απέναντι σε μια νέα μνημονιακή συμφωνία. Επομένως, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η χώρα θα στιγματιστεί και από τους ανταγωνισμούς στα δώματα των επιχειρηματικών ενώσεων για το μέλλον των οικονομικών προσανατολισμών» συμπληρώνει.
Κοινωνικά ρήγματα
«Θα ήταν σημαντικό να σημειωθεί, όμως, ότι το προαναφερθέν επίπεδο δεν αντικατοπτρίζει το εύρος των κοινωνικών αναταράξεων που προκαλεί η οικονομική κρίση» τονίζει ο Νίκος Μούδουρος, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση δεν είναι αντιμέτωπη μόνο με το ΔΝΤ, αλλά και με σημαντικά κοινωνικά ρήγματα. «Η ανεργία έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα πάνω από 11%, ενώ τον Φεβρουάριο του 2020 πριν από την πανδημία, το επίσημο ποσοστό της ανεργίας σκαρφάλωσε στο 14%, δηλαδή 8,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Στη σημερινή κρίση, αυξάνεται ο πληθυσμός που μπορεί να εργαστεί, αλλά και ο πληθυσμός που έχει σταματήσει να αναζητεί εργασία. Αν συνδυαστούν τα δεδομένα αυτά με το φαινόμενο της παιδικής εργασίας, της αύξησης της προσωρινότητας στην εργασία και της μείωσης του βιοτικού επιπέδου, τότε υπάρχουν οι προοπτικές βαθύτερων κοινωνικών μετατοπίσεων με άγνωστους προσανατολισμούς» κατέληξε.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΑΔΗ