*Γράφει ο Χρήστος Κ. Μακρίδης
Φαίνεται πως κάποιοι αγνοούν ότι, σε μια ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία κυβερνούν οι νόμοι και όχι οι άνθρωποι. Ότι οι νόμοι, όπως έλεγε ο Ρήγας Φεραίος, πρέπει να είναι ο πρώτος και μόνος οδηγός της Πατρίδας. Ότι η Βουλή ασκεί τη νομοθετική εξουσία, ως ένα κατ΄εξοχήν συλλογικό πολιτικό όργανο, ήτοι παράγει νόμο με την αρχή της πλειοψηφίας που συνιστά θεμελιώδη αρχή για τη λήψη αποφάσεων στη Δημοκρατία. Ότι οι Βουλευτές ψηφίζουν κατά συνείδηση. Δεν εκπροσωπούν αποκλειστικά τους ψηφοφόρους τους ούτε μόνο τους πολίτες της εκλογικής τους περιφέρειας, αλλά το σύνολο των πολιτών όντας θεσμός αντιπροσώπευσης του λαού. Ότι τους νόμους στις σημερινές δημοκρατικές κοινωνίες τους επιβάλλουν οι κοινωνικές ανάγκες και η βούληση των πολιτών, όχι μια δράκα ανθρώπων και ο αλάνθαστος τάχα ηγεμόνας. Ότι ο νόμος είναι του κράτους όχι του υπουργού, λέγεται κατ΄οικονομία λόγου, και της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, που εισάγει προς ψήφιση το σχετικό νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου. Γι΄αυτό άλλωστε η κυβέρνηση πιστώνεται την νομοθετική πρωτοβουλία και η Βουλή τη δημιουργία του νόμου.
Η ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε σήμερα, με ονομαστική ψηφοφορία, το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την “Αναβάθμιση του Σχολείου”, αλλά και τις αναγκαίες αλλαγές που υπόσχεται να επιφέρει αυτό σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το αν τώρα αυτές βρίσκουν σύμφωνο τον καθένα, αυτό προφανώς είναι ζήτημα οπτικής, όχι απαραίτητα ιδεολογικοπολιτικής, άλλως ρεαλιστικής προσέγγισης και αποδοχής της πραγματικότητας. Φοβούμαι, λοιπόν, θα δυσκολευτεί κανείς πολύ, στην προσπάθεια να παρουσιάσει τυχόν ενυπόστατες σχετικές αποδείξεις και λογικές ενστάσεις έναντι του νόμου. Να βρει σοβαρά επιχειρήματα, ικανά, αν μη τι άλλο, για να θεμελιώσει την εναντίωσή του απέναντι στη φιλοσοφία του νέου νόμου. Ήτοι να αρνηθεί την ενίσχυση της διδασκαλίας της πληροφορικής, των κλασσικών γραμμάτων, της φυσικής αγωγής και των ξένων γλωσσών. Την επαναφορά της διαγωγής για τους μαθητές, τον εξορθολογισμό της διαδικασίας προαγωγής και απόλυσης των μαθητών με βάση το 10, αλλά και την αύξηση των γραπτώς εξεταζόμενων μαθημάτων στο Γυμνάσιο από 4 σε 7. Την διεύρυνση των μεθόδων αξιολόγησης και αποτίμησης προόδου των μαθητών μέσω ερευνητικών εργασιών, τη σύσταση τράπεζας θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας στο Λύκειο και την ενίσχυση του θεσμού Πρότυπων και των Πειραματικών σχολείων. Τέλος, να προβάλει παραδεκτές ενστάσεις για την εισαγωγή ακαδημαϊκού κριτηρίου στις μετεγγραφές των φοιτητών, σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό των υφιστάμενων οικονομικών και κοινωνικών κριτηρίων.
Συνεπώς, οποιαδήποτε αντίδραση εκ μέρους της εκπαιδευτικής κοινότητας και των κομμάτων της μείζονος και ήσσονος αντιπολίτευσης είναι πλέον εκ του περισσού, παραπέμπει στη λογική του χθες και την “επαναστατική λογική” των συνδικάτων της φορτισμένης ιδεολογικοπολιτικά δεκαετίας του ΄80. Οι νόμοι, στη Δημοκρατία, αλλάζουν όταν παύουν να εξυπηρετούν τις ανάγκες που οδήγησαν στη γέννησή τους, ή τροποποιούνται και καταργούνται όταν η παρωχημένη φιλοσοφία τους συγκρούεται με την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Άλλωστε, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Μένανδρος, δεν υπάρχει νόμος που να είναι πιο ισχυρός από την ανάγκη. Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση συνιστά εργαλείο για τη διοίκηση και κίνητρο για τον εργαζόμενο που επιθυμεί την ανέλιξή του, όχι απειλή όπως διατείνονται κάποιοι εντός ή εκτός της εκπαιδευτικής κοινότητας. Τη φοβούνται μόνο οι ανεπαρκείς, οι “εραστές” της ήσσονος προσπάθειας και οι κομματικοί παρατρεχάμενοι. Όσοι έχασαν από πολλού, ελέω συνεχών αποσπάσεων, τη σχέση τους με την ατμόσφαιρα της τάξης και τη διττή αποστολή τους, να παράγουν αποτελέσματα κατ΄επιταγή των αναγκών των μαθητών τους και της κοινωνίας. Είναι καιρός ο εκπαιδευτικός κόσμος να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να συνταχθεί με την αλήθεια που κομίζει η καθημερινότητα της σχολικής μονάδας. Υπάρχουν θαρρώ πεδία δράσης πολλά, για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να εγείρουν τις αμφιβολίες τους, άλλως να ασκήσουν καλόπιστα την κριτική και τα δικαιώματά τους…
*Πολιτικός Επιστήμων – Τεχ.Γεωπόνος – Παιδαγωγός