Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Ἀληθεύοντες ἐν γλώσσῃ
Συχνὰ συγχέεται ὁ σωρὸς μὲ τὴν σορό. Ὁμόηχες λέξεις, ἀρχαῖες ἀμφότερες.
Ὁμόηχες εἶναι οἱ λέξεις ποὺ συμπίπτουν στὴν προφορά, ἐνῷ διαφέρουν στὴν ὀρθογραφία, τὴν ἐτυμολογία καὶ τὴν σημασία τους.
Ὁ σωρὸς εἶναι σύνολο ἀπὸ πράγματα συγκεντρωμένα στὸν ἴδιο χῶρο, τὸ ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο χωρὶς τακτοποίηση. Ἔτσι ἔχουμε σωροὺς ἀπὸ βιβλία, ἀπὸ ροῦχα, ἀπὸ σκουπίδια, ἀπὸ χαρτιά, ἀπὸ ξύλα καὶ ἕνα σωρὸ ἀπὸ πράγματα ποὺ σωρεύουμε, ποὺ συγκεντρώνουμε ἀκατάστατα στὸν ἴδιο χῶρο.
Ἡ σορὸς εἶναι τὸ σῶμα νεκροῦ ἀνθρώπου. Χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ τὴν φροντίδα τοῦ νεκροῦ σώματος πρὶν ἐνταφιαστῆ: ἡ σορὸς τοῦ προέδρου θὰ τεθῆ σὲ λαϊκὸ προσκύνημα. Στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἡ σορός ἦταν τὸ σκεῦος γιὰ τὴν ὑποδοχή, ἐναπόθεση ὁποιουδήποτε πράγματος, ἰδίως, ἡ τεφροδόχος ὑδρία· στὸν Ὅμηρο δήλωνε τὸ φέρετρο.