Η ιδέα ότι ο πόλεμος είναι όλο και περισσότερο ένα πράγμα από το παρελθόν δεν είναι μόνο λάθος˙ επιτρέπει επίσης ένα επιβλαβές είδος θριαμβολογίας. Η φαινομενική παρακμή του πολέμου δεν σημαίνει ότι ανθίζει η ειρήνη.
Η πολιτική αναταραχή των τελευταίων ετών γενικώς μας γλίτωσε από την ιδέα ότι ο κόσμος έχει φτάσει σε κάποιο είδος ουτοπικού «τέλους της ιστορίας». Και όμως ακόμα μπορεί να φαίνεται ότι η δική μας είναι μια άνευ προηγουμένου εποχή ειρήνης και προόδου. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι σήμερα ζουν ασφαλέστερες και πιο ευημερούσες ζωές από ό, τι οι πρόγονοί τους. Υποφέρουν λιγότερη σκληρότητα και αυθαίρετη βία.
Πάνω απ’ όλα, μοιάζουν πολύ λιγότερο πιθανό να πάνε στον πόλεμο. Η συχνότητα του πολέμου μειώνεται σταθερά, υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση, με τον πόλεμο ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις να γίνεται όλο και πιο αδιανόητος και όλα τα είδη του πολέμου να γίνονται ολοένα και πιο σπάνια.
Αυτή η αισιόδοξη αφήγηση έχει υποστηρικτές [1] στον ακαδημαϊκό κόσμο και την πολιτική, οι οποίοι έχουν επιρροή. Στην αρχή αυτής της δεκαετίας, ο ψυχολόγος του Χάρβαρντ Steven Pinker αφιέρωσε ένα ογκώδες βιβλίο, το The Better Angels of Our Nature (Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας), στη μείωση του πολέμου και της βίας στην σύγχρονη εποχή. Το ένα στατιστικό στοιχείο μετά το άλλο υπογράμμιζαν το ίδιο συμπέρασμα: Όταν το εξετάζει κάποιος από ένα αρκετά απομακρυσμένο σημείο, η βία βρίσκεται σε πτώση μετά από αιώνες σφαγής, αναμορφώνοντας κάθε πτυχή της ζωής μας «από την διεξαγωγή των πολέμων μέχρι τις ξυλιές στα παιδιά».
Ο Pinker δεν είναι μόνος. «Η δική μας διεθνής τάξη», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στα Ηνωμένα Έθνη το 2016, «είναι τόσο επιτυχής που θεωρούμε δεδομένο ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν διεξάγουν πλέον παγκόσμιους πολέμους, ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήρε την σκιά του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα, ότι τα πεδία μάχης της Ευρώπης έχουν αντικατασταθεί από ειρηνική ένωση». Όταν γραφόταν το κείμενο αυτό, ακόμη και ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας έμπαινε σε ύφεση. Διεξάγονταν συνομιλίες για τον τερματισμό των σχεδόν δύο δεκαετιών πολέμου στο Αφγανιστάν. Μια ανταλλαγή αιχμαλώτων κρατουμένων μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας είχε αναβιώσει τις ελπίδες μιας ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο. Οι «καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας» φαινόταν να κερδίζουν.
Αν αυτό ακούγεται σαν πολύ καλό για να είναι αληθινό, πιθανώς είναι. Μια τέτοια αισιοδοξία βασίζεται σε ασταθή θεμέλια. Η ιδέα ότι η ανθρωπότητα έχει περάσει από την εποχή του πολέμου βασίζεται σε ελαττωματικά μέτρα του πολέμου και της ειρήνης˙ αν μη τι άλλο, οι σωστοί δείκτες δείχνουν το ανησυχητικό αντίθετο συμπέρασμα. Και η αναρχική φύση της διεθνούς πολιτικής σημαίνει ότι είναι πάντοτε παρούσα η πιθανότητα μιας άλλης μεγάλης πυρκαγιάς.
ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΣΗ ΘΥΜΑΤΩΝ
Η ιδέα ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε τελική πτώση βασίζεται, στον πυρήνα της, σε δύο πληροφορίες. Πρώτον, πολύ λιγότεροι άνθρωποι πεθαίνουν στις μάχες σήμερα από ό, τι στο παρελθόν, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και ως ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι ειδικοί του Ινστιτούτου Ερευνών Ειρήνης του Όσλο (Peace Research Institute Oslo) [2] επεσήμαναν το γεγονός αυτό το 2005, αλλά ήταν ο Pinker που εισήγαγε το σημείο αυτό σε ένα ευρύτερο κοινό με το βιβλίο του το 2011. Ανασκοπώντας στατιστικά στοιχεία από θανατηφόρους πόλεμους ανά τους αιώνες, υποστήριξε ότι όχι μόνο ο πόλεμος μεταξύ κρατών βρίσκεται σε ύφεση˙ το ίδιο είναι οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι γενοκτονίες και η τρομοκρατία. Αποδίδει αυτή την πτώση στην άνοδο της δημοκρατίας, του εμπορίου και μιας γενικής πεποίθησης ότι ο πόλεμος έχει απονομιμοποιηθεί.
Και μετά υπάρχει το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει παγκόσμιος πόλεμος από το 1945. «Ο κόσμος βρίσκεται πλέον στο τέλος μιας πορείας πέντε αιώνων προς τη μόνιμη ειρήνη και ευημερία», γράφει ο πολιτικός επιστήμονας Michael Mousseau σε ένα άρθρο [3] ] στο [περιοδικό] International Security νωρίτερα φέτος. Ο πολιτικός επιστήμονας Joshua Goldstein και οι νομικοί ακαδημαϊκοί Oona Hathaway και Scott Shapiro έχουν επίσης υποστηρίξει το ίδιο, συνδέοντας την παρακμή του διακρατικού πολέμου και της κατάκτησης με την επέκταση των οικονομιών της αγοράς, την έλευση των ειρηνευτικών δυνάμεων, και τις διεθνείς συμφωνίες που απαγορεύουν τους επιθετικούς πολέμους.
Συνολικά, αυτά τα δύο σημεία –οι όλο και λιγότεροι θάνατοι σε μάχες και ότι οι πόλεμοι δεν επεκτείνονται πλέον σε ολόκληρες ηπείρους- αποτελούν μια εικόνα ενός κόσμου όλο και πιο ειρηνικού. Δυστυχώς, και τα δύο βασίζονται σε ελαττωματικά στατιστικά στοιχεία και στρεβλώνουν την κατανόησή μας για το τι θεωρείται πόλεμος.
Κατ’ αρχάς, το να βασιζόμαστε στον αριθμό των νεκρών για να διαπιστωθεί εάν μια ένοπλη σύγκρουση αποκλιμακώνεται είναι εξαιρετικά προβληματικό. Οι δραματικές βελτιώσεις στην στρατιωτική ιατρική μείωσαν τον κίνδυνο θανάτου στη μάχη αλματωδώς, ακόμη και σε μάχες υψηλής έντασης. Επί αιώνες, η αναλογία των τραυματιών προς εκείνους που σκοτώθηκαν στη μάχη ήταν σταθερή στο τρία προς ένα˙ η αναλογία των τραυματισμένων προς τους νεκρούς στον αμερικανικό στρατό σήμερα είναι πιο κοντά στο δέκα προς ένα. Πολλοί άλλοι στρατοί έχουν δει παρόμοιες αυξήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι οι σημερινοί στρατιώτες είναι πολύ πιο πιθανό να καταλήξουν τραυματισμένοι παρά νεκροί. Αυτή η ιστορική τάση υπονομεύει την εγκυρότητα των περισσότερων υφιστάμενων μετρήσεων του πολέμου και, κατ’ επέκταση, διαψεύδει το επιχείρημα ότι ο πόλεμος έχει γίνει ένα σπάνιο συμβάν.
Αν και οι αξιόπιστες στατιστικές για τους τραυματισμούς σε πολέμους για όλες τις εμπόλεμες χώρες είναι δύσκολο να βρεθούν, οι καλύτερες προβλέψεις μας περικόπτουν κατά το ήμισυ τη μείωση των θυμάτων του πολέμου που είχε υποθέσει ο Pinker. Επιπλέον, η εστίαση μόνο στους νεκρούς σημαίνει ότι αγνοείται το τεράστιο κόστος του πολέμου τόσο για τους ίδιους τους τραυματίες όσο και για τις κοινωνίες που πρέπει να τους φροντίσουν.
Εξετάστε μια από τις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων των ένοπλων συγκρούσεων: Αυτή του προγράμματος Correlates of War [4]. Από την ίδρυσή του στην δεκαετία του 1960, το COW προϋπέθετε ότι για να θεωρηθεί ως πόλεμος μια σύγκρουση πρέπει να προκαλέσει τουλάχιστον 1.000 θανάτους από μάχες μεταξύ όλων των εμπλεκομένων οργανωμένων ένοπλων δρώντων. Κατά την διάρκεια των δύο αιώνων πολέμου που καλύπτει το COW, ωστόσο, οι ιατρικές πρόοδοι έχουν αλλάξει δραστικά το ποιος ζει και ποιος πεθαίνει στη μάχη. [Ζωγραφικοί] πίνακες τραυματιών στρατιωτικού προσωπικού που μεταφέρονται σε φορείο έδωσαν την θέση τους σε φωτογραφίες σωστικών ελικοπτέρων medevac [από το medical evacuation, δηλαδή την διακομιδή σε νοσοκομείο] που μπορούν να μεταφέρουν τους τραυματίες σε μια ιατρική μονάδα σε λιγότερο από μια ώρα -την «χρυσή ώρα», όταν οι πιθανότητες επιβίωσης είναι οι υψηλότερες. Μόλις οι τραυματίες βρίσκονται στο χειρουργικό τραπέζι, τα αντιβιοτικά, τα αντισηπτικά, η τυποποίηση αίματος, και η δυνατότητα μετάγγισης σε ασθενείς, όλα κάνουν τις χειρουργικές επεμβάσεις πολύ πιο πιθανό να είναι επιτυχείς σήμερα. Ο ατομικός εξοπλισμός προστασίας έχει επίσης εξελιχθεί.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι στρατιώτες φορούσαν υφασμάτινες στολές που ήταν συχνά επαχθείς χωρίς να παρέχουν προστασία από πυροβολισμούς ή πυροβολικό. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμος εμφανίστηκαν τα πρώτα κανονικά κράνη˙ τα αλεξίσφαιρα γιλέκα έγιναν συνήθη στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σήμερα, οι στρατιώτες φορούν κράνη που λειτουργούν ως ασπίδες και ασύρματοι ταυτόχρονα. Κατά την διάρκεια των πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μόνο, οι ιατρικές βελτιώσεις είχαν μειώσει τον αριθμό των θανάτων από αυτοσχέδιες εκρηκτικές συσκευές (improvised explosive devices, IED) και πυρά μικρών όπλων. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, πολλοί σύγχρονοι πόλεμοι που αναφέρονται στην βάση δεδομένων του COW φαίνονται λιγότερο έντονοι. Κάποιοι μπορεί να μην ξεπεράσουν το κατώτατο όριο θνησιμότητας του COW και συνεπώς να αποκλειστούν [από το να θεωρηθούν πόλεμοι].
Η καλύτερη υγιεινή έχει αφήσει επίσης το σημάδι της, ιδίως οι βελτιώσεις στην καθαριότητα, την διανομή τροφίμων και τον καθαρισμό του νερού. Κατά την διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, οι γιατροί συχνά δεν έπλεναν τα χέρια και τα εργαλεία τους από ασθενή σε ασθενή. Οι γιατροί σήμερα γνωρίζουν για τα μικρόβια και την σωστή υγιεινή. Μια εκστρατεία έξι εβδομάδων κατά την διάρκεια του ισπανο-αμερικανικού πολέμου το 1898 οδήγησε σε 293 απώλειες, θανατηφόρες και μη θανατηφόρες, από την μάχη, αλλά και έναν εκπληκτικό αριθμό 3.681 απωλειών από διάφορες ασθένειες. Αυτό δεν ήταν μεμονωμένο.
Στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-78, σχεδόν το 80% των θανάτων προκλήθηκαν από ασθένειες. Επειδή η καταμέτρηση και κατηγοριοποίηση των θυμάτων σε έναν πόλεμο είναι διαβοήτως δύσκολη, αυτές οι στατιστικές δεν θα πρέπει να λαμβάνονται πολύ στα σοβαρά, αλλά απεικονίζουν ένα ευρύτερο νόημα: Καθώς η υγιεινή έχει βελτιωθεί, το ίδιο έχει κάνει και η επιβίωση στον πόλεμο. Η υγεία των στρατιωτών στρεβλώνει και τους θανάτους μάχης, καθώς οι άρρωστοι στρατιώτες είναι πιο πιθανό να πεθάνουν στη μάχη παρά οι πιο υγιείς στρατιώτες. Και οι στρατιωτικές μονάδες που αγωνίζονται σε πλήρη σύνθεση θα έχουν υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης από εκείνες που αποδεκατίζονται από ασθένειες.
Η συνέχεια το άρθρου ΕΔΩ
Η TANISHA M. FAZAL είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Ο PAUL POAST είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και εξωτερικός συνεργάτης στο Chicago Council on Global Affairs.