Φοβού τους Γερμανούς

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Του Γεωργίου Παπασίμου

Η διθυραμβικά διατυμπανιζόμενη από τα γερμανικά και τα ελληνικά μέσα πρωτοβουλία Μέρκελ για την αποτροπή θερμού επεισοδίου στην περιοχή του Καστελόριζου, πιστοποίησε την ενεργή ανάμιξη της Γερμανίας στη Λεκάνη της Μεσογείου.

Επωφελούμενη από την απόσυρση της αμερικανικής παρουσίας, από οικονομικός γίγαντας που ήταν ως τώρα, επιχειρεί να αναλάβει γεωπολιτικές πρωτοβουλίες, προσπαθώντας να αφήσει πίσω της το βεβαρημένο παρελθόν του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου σε μια περιοχή όπου αιώνες είχε ζωτικά συμφέροντα και παρουσία η Γαλλία. Αυτή η υπερπροβολή της μεσολάβησης Μέρκελ επισκίασε τον πραγματικό λόγο υποχώρησης του Ερντογάν, που ήταν η άμεση κινητοποίηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, όπως άλλωστε είχε συμβεί και κατά την επιχείρηση εισβολής των αμάχων μεταναστών στον Έβρο τον προηγούμενο Φεβρουάριο. Με τον τρόπο αυτό, αδυνάτισε και το βασικό συμπέρασμα, ότι η Ελλάδα απέναντι στον νεοθωμανικό αναθεωρητισμό και την τουρκική επιθετικότητα παραμένει μόνη της και η ίδια οφείλει να υπερασπίσει αποτελεσματικά τα κυριαρχικά δικαιώματά της.

Η αναβάθμιση της γερμανικής εμπλοκής στην ευρύτερη περιοχή και στην ελληνοτουρκική κρίση με το πρόσχημα ότι την περίοδο αυτή ασκεί την Προεδρία της Ε.Ε., υποκρύπτει για την Ελλάδα πολλές παγίδες, λόγω των γερμανικών πιέσεων για διάλογο εφ’ όλης της ύλης με την Τουρκία. Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο σχόλιο της Süddeutsche Zeitung, που ανέφερε ότι: «Επειδή ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δεν φοβάται τους στρατιωτικούς κινδύνους, οι φρεγάτες των Τούρκων και των Ελλήνων ήρθαν επικίνδυνα κοντά. Η Καγκελάριος κατάφερε να διαμεσολαβήσει μεταξύ των δυο εταίρων του ΝΑΤΟ αλλά προφανώς την τελευταία στιγμή. Η Άγκυρα ανέβαλε προς το παρόν τις προκλητικές γεωτρήσεις της. Τώρα θα πρέπει να μιλήσουν. Αυτό όμως σημαίνει πως η Αθήνα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τις σκληρές θέσεις της για τα κυριαρχικά δικαιώματα των 3.000 νησιών και νησίδων της. Κάτι που για τον ξιφομάχο Ερντογάν, ο οποίος προσβλέπει στο διαμοιρασμό των πρώτων υλών, είναι μια αναμφισβήτητη νίκη».

Τον κίνδυνο αυτό είχε αναδείξει από το 1993 ο Παναγιώτης Κονδύλης στο επίμετρο του βιβλίου του «Θεωρία πολέμου» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λόγω της μεγάλης γνώσης του περί του ιστορικού βάθους των γερμανοτουρκικών δεσμών, τόνιζε τότε προφητικά ότι η εάν η Ελλάδα αναγκαστεί να αναζητήσει οικονομικό προστάτη εντός της Ευρώπης (εννοώντας την Γερμανία), λόγω της προβλεπόμενης από τον ίδιο οικονομικής χρεωκοπίας του παρασιτικού ελληνικού συστήματος (όπως και έγινε το 2010), τότε στην περίπτωση αυτή θα τίθεντο σε άμεσο κίνδυνο τα εθνικά μας θέματα.

Ήδη, ως επικεφαλής των δανειστών η Γερμανία, κατά την περίοδο της μνημονιακής «μέγγενης», πρωτοστάτησε στη βίαιη «χειρουργική επέμβαση χωρίς αναισθητικό» για την υποτίμηση της ελληνικής οικονομίας, μετατρέποντας τη χώρα μας σε ιδιότυπη «αποικία χρέους». Εξαιτίας αυτών των πολιτικών και της πλήρους υποταγής του πολιτικού προσωπικού εξουσίας κατά τη δεκαετή εφαρμογή των μνημονίων, πέραν των άλλων δραματικών συνεπειών, ήταν και η παραμέληση των Ενόπλων Δυνάμεων, με τη δραματική μείωση των στρατιωτικών δαπανών, κάτι που μπορεί να αποτελέσει ιστορικά εθνικό έγκλημα.

Τώρα, στην όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας στον ρόλο της Γερμανίας ως διαμεσολαβήτριας χώρας θα πρέπει να δοθεί πολύ μεγάλη προσοχή από την ελληνική πλευρά, γιατί οι γερμανοτουρκικές σχέσεις έχουν πολύ μεγάλο ιστορικό βάθος, τα δε οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Τουρκία είναι πολύ σημαντικά. Αυτές ξεκινούν από την ένωση των γερμανικών κρατιδίων και τη δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Μπίσμαρκ το 1871. Από τότε, οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, που αναζητούσε ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη έναντι των ισχυρών δυνάμεων της Γαλλίας και της Βρετανίας, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που βρισκόταν σε πορεία πολιτικής και κοινωνικής αποδόμησης, απέκτησαν στρατηγικό βάθος σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.

Η συνεργασία τους, πέραν των αρχικών οικονομικών δραστηριοτήτων ως ισότιμων εταίρων, μετατράπηκε και σε στενή στρατιωτική συνεργασία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Οι στενές αυτές σχέσεις συνεχίστηκαν και μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους νεότουρκους και στη συνέχεια με τον Κεμάλ, αφού οι Γερμανοί ανέλαβαν την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού, έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο στην τουρκική πολιτική του βίαιου εκτοπισμού και της γενοκτονίας των μη τουρκικών μειονοτήτων (Αρμενίων, Ποντίων, Ελλήνων κ.λπ.). Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία παρέμεινε επιτήδεια ουδέτερη, ενισχύοντας έτσι την προσπάθεια της χιτλερικής Γερμανίας να καταλάβει την Ευρώπη, έχοντας συστηματική επωφελή για την ίδια εμπορική συνεργασία με το ναζιστικό καθεστώς, καθ’ όλη την περίοδο ως το 1945, που τυπικά τότε κήρυξε τονπόλεμο όταν, ήδη, είχε καταρρεύσει ο ναζιστικός άξονας.

Στο οικονομικό επίπεδο, οι σχέσεις των δύο χωρών είναι στενότατες και σημαντικές. Οι τουρκικές εξαγωγές προς τη Γερμανία φτάνουν περίπου στα 18 δις δολάρια, όντας ο σπουδαιότερος προορισμός τους, ενώ σημαντικότατες είναι οι εισαγωγές από τη Γερμανία σε μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα κ.λπ., που φτάνουν στα 23 δις δολάρια περίπου. Τέλος, μεγάλες είναι οι εισαγωγές της Τουρκίας σε οπλικά συστήματα (σημειωτέον ότι σήμερα κατασκευάζονται έξι υποβρύχια τύπου 214, αντίστοιχα του «Παπανικολής»).

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο Ελληνισμός βρίσκεται προ μεγάλων κινδύνων. Επιβάλλεται σήμερα η υλοποίηση μιας νέας εθνικής στρατηγικής, η οποία θα στοχεύει στην ισχυροποίηση της αποτρεπτικής δυνατότητας της χώρας έναντι του τουρκικού επιβολέα και η αποτίναξη του ρόλου της από αυτόν της «αποικίας χρέους» ή του «κράτους –πελάτη», καθώς και η μετατροπή της έναντι φίλων και εχθρών σε αυτόνομο κυρίαρχο κράτος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ