Ο Άγιος Παύλος, επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη από την Ελλάδα, έκανε στάση στην Έφεσο όπου στους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως έλεγε: «Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαροίς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου, και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πραξ. 20, 29-30).
Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού υπήρχαν πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι και σχισματικοί και ορισμένες αιρέσεις τάραζαν την Εκκλησία για αιώνες, όπως για παράδειγμα οι αιρέσεις του Αρείου, του Μακεδονίου, του Ευτυχούς, του Διοσκόρου, του Νεστορίου και η αίρεση της εικονομαχίας προκαλώντας πολλές διαταραχές στην Εκκλησία. Υπήρχαν πολλοί ομολογητές και μάρτυρες που έχυσαν το αίμα τους υπερασπιζόμενοι την αληθινή πίστη στον αγώνα κατά των ψευδοδιδασκάλων και των αιρετικών.
Υπήρχαν επίσης πολλοί και μεγάλοι ιεράρχες οι οποίοι και αυτοί υπέφεραν πολλούς διωγμούς και πολλές φορές εξορίστηκαν. Ο Άγιος Φλαβιανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, για παράδειγμα, σε μία σύνοδο υπό την προεδρία του Διοσκόρου, η οποία καλείται «ληστρική» χτυπήθηκε τόσο άγρια που μετά από τρεις ημέρες πέθανε.
Η τελευταία στη σειρά των αιρέσεων, η αίρεση της εικονομαχίας, ήταν αυτή που επέφερε τα περισσότερα δεινά στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αίρεση αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο το 717 με τη βοήθεια του στρατού στον οποίο υπήρχαν πολλοί αντίπαλοι της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Επειδή λοιπόν ήθελε να ευαρεστήσει το στρατό ξεκίνησε σκληρό διωγμό κατά των εικονοφίλων.
Ο διωγμός αυτός συνεχίστηκε και στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο τον Λέοντα. Ονομάστηκε Κοπρώνυμος διότι κατά την βάπτισή του μόλυνε την κολυμβήθρα. Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες για πολλά χρόνια είχαν την εξουσία στα χέρια τους και προκάλεσαν πολλά δεινά στην Εκκλησία. Μετά από αυτούς υπήρχαν και άλλοι αυτοκράτορες εικονομάχοι, οι οποίοι συνέχισαν το έργο των προκατόχων τους και βασάνισαν την Εκκλησία επί ολόκληρα χρόνια.
Οι αυτοκράτορες εικονομάχοι έκλεισαν μοναστήρια, εκκλησίες και σε όποια κτίρια υπήρχαν εικόνες τα μετέτρεπαν σε αποθήκες. Επιπλέον τους μοναχούς και τους αγιογράφους τους βασάνιζαν άγρια.
Μόνο όταν στο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε η αυτοκράτειρα Ειρήνη σταμάτησε ο διωγμός αλλά και τότε όχι οριστικά. Το 787 η Ειρήνη συγκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία διατύπωσε την ορθόδοξη διδασκαλία περί της τιμητικής προσκύνησης των ιερών εικόνων. Αλλά και μετά τη σύνοδο υπήρχαν αυτοκράτορες εικονομάχοι, όπως, για παράδειγμα, ο Μιχαήλ και άλλοι.
Η αίρεση αυτή σταμάτησε οριστικά επί της Αυγούστας Θεοδώρας, όταν το 842 συγκλήθηκε η τοπική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη η οποία επικύρωσε την ορθόδοξη διδασκαλία. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε αυτούς που ισχυρίζονταν ότι η προσκύνηση των ιερών εικόνων είναι ειδωλολατρία και οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι ειδωλολάτρες.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ορίστηκε τη συγκεκριμένη ημέρα να ψάλλεται δοξολογία ως ευχαριστία στο Θεό για την στερέωση της Ορθοδοξίας.
Πηγή: Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας – Λόγοι και Ομιλίες τόμος Α’
Κυριακή της ορθοδοξίας
Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας εορτάζει το θρίαμβο της Ορθοδοξίας, έναντι των αιρέσεων, γι’ αυτό καλείται Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Οι αιρέσεις εμφανίσθηκαν από την αρχή του χριστιανισμού και οι Απόστολοι του Χριστού προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο από τους ψευδοδιδασκάλους.Ο Απόστολος Πέτρος στη Β’ Καθολική επιστολή γράφει το εξής:
«Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι, επάγοντες εαυτοίς ταχινήν απώλειαν, και πολλοί εξακολουθήσουσιν αυτών ταις ασελγείαις, δι’ ους η οδός της αληθείας βλασφημηθήσεται» (Β’ Πετ. 2, 1-2).