Αγαπητέ Γιώργο,
σπανίως απευθύνομαι γράφοντας σε δεύτερο πρόσωπο υπό μορφήν ανοικτής επιστολής προς κάποιον, αλλά σήμερα, ας κάνουμε μιάν εξαίρεση, χάριν μιας παλιάς…
(εκ των πραγμάτων) σχέσης αφ’ ενός μεταξύ ενός καλλιτέχνη κι ενός σχολιαστή, αφ’ ετέρου μεταξύ δύο φίλων, έστω πρώην φίλων. Αν είμαστε πρώην φίλοι, διότι, όσο κι αν χώρισαν οι δρόμοι μας (όταν οι φίλοι δεν τροφοδοτούν τη φιλία τους, η σχέση τους χλωμιάζει) ορισμένες πέτρες, απ’ αυτές που θεμελιώνουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους, παραμένουν στη θέση τους – και, με τα χρόνια, γίνονται ιερές.
Εξακολουθώ λοιπόν να πιστεύω, αγαπητέ μου Γιώργο, όπως κι εκατομμύρια άλλοι Ελληνες, ότι «έχεις πια εγγραφεί στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, ότι έχεις κοσμήσει τα ελληνικά γράμματα», όπως είχε η ταπεινότης μου την τιμή να δηλώσει για σένα, όταν ρωτήθηκε από καλούς ανθρώπους, θεράποντες της ιστορίας μας – πες τους καταγραφείς, συναξαριστές, «Αλεξανδρινούς», έρχεται απ’ τα πολύ παλιά η σκούφια του γένους μας – πες τον λαό, πολίτες, συμπατριώτες σου.
Στενοχωρήθηκα με όσα έπαθες στο Ιλιον.
Στενοχωρήθηκα όμως ακόμα περισσότερο με όσα άρχισες μετά να δηλώνεις.
«Δυστυχώς υπάρχει και φασισμός στη χώρα μας» είπες! Κι έχεις δίκιο! Είναι φασισμός να πάει το μεροκάματο στα 427 διά 25 ίσον 17 Ευρώ την ημέρα.
Είναι βία ή μάλλον βιασμός να είναι ο ένας στους δύο νέους άνεργος.
Το κόψιμο της σύνταξης του παππού και της γιαγιάς, το βαρύ χαράτσι που πρέπει να πληρώνουν ο πατέρας και η μάνα, τα νηστικά παιδιά στα χωρίς βιβλία σχολεία, όλα αυτά κι άλλα πολλά που έχουν βυθίσει τα περισσότερα ρωμέικα σπίτια σε βαθειά κατάθλιψη, ίσως να μην έχουν να κάνουν με τον φασισμό των μελανοχιτώνων, αλλά έχουν οπωσδήποτε να κάνουν με τον φασισμό των καπιταλιστών (όχι μόνον των τοκογύφων, αλλάόλων).
Και βεβαίως, με τον φασισμό του πολιτικού προσωπικού που τους υπηρετεί, βάζοντας τα επιτόκια πάνω απ’ τους ανθρώπους – ανάμεσά τους, νομίζω, και η Αννα. Ή μήπως δεν ψήφισε κι αυτή το Μνημόνιο.
Θα μου πεις ότι εσύ δεν ψήφισες το Μνημόνιο, όπως ότι ούτε έχεις ψηφίσει ποτέ σου ΠΑΣΟΚ. Και πάλι δίκιο έχεις! Ούτε κι εγώ, εμένα όμως δεν με έχουν γιαουρτώσει -τουλάχιστον όχι ακόμα- γιατί;
(Βεβαίως, μηδένα προ του τέλους μακάριζε – αν κάποια στιγμή υποστώ κι εγώ, στο μέτρο του γραφία, την αποδοκιμασία των συμπολιτών μου, θα προσπαθήσω να καταλάβω το γιατί) – Ομως τι σ’ τα λέω όλα αυτά, τα ξέρεις.
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι προσωπικώς είμαι κατά των γιαουρτιών και της μούντζας, όπως είμαι κι εναντίον της (χρήσιμης στην εξουσία) βίας των μπαχαλάκηδων, αυτών που καίνε το βιβλιοπωλείο του κ. Γεωργιάδη(και τον «βγάζουν» έτσι βουλευτή) ή αυτών (των ίδιων) που διαλύουν τις διαδηλώσεις στέλνοντας ξανά και ξανά τον κόσμο σπίτι του τριάντα χρόνια τώρα.
Ομως, αγαπητέ μου Γιώργο, δεν είμαι κατά της βίας γενικώς, πιστεύω, όπως κι εσύ άλλωστε, ότι ενίοτε «η βία είναι η μαμή της Ιστορίας» και πάντως είμαι οπωσδήποτε υπέρ της δημόσιας αποδοκιμασίας – τη βρίσκω πολύ δημοκρατική: Ιδιαιτέρως όταν διατυπώνεται με παρρησία και σθένος – αρχαίο κουσούρι κι αυτό, από όταν οι Αθηναίοι, ας πούμε, πέταγαν ζαρζαβατικά στους τραγωδούς ή τους κωμωδιογράφους αν έγραφαν «πατάτες» ή γιούχαραν (επίσης μετά ζαρζαβατικών, πριν να τους εξορίσουν) όσους πολιτικούς διαπίστωναν οι πολίτεςότι προσπαθούσαν αν τους εξαπατήσουν.
Μερικές φορές οι πολίτες έκαναν λάθος – αλλά έτσι είναι η δημοκρατία, ένα τσαχπίνικο πολίτευμα που κάνει μεν λάθη, προσπαθεί όμως μερικές φορές τουλάχιστον να τα διορθώσει.
Εχεις λοιπόν για μιαν ακόμα φορά δίκιο, όταν επικαλείσαι τη Δημοκρατία, παρ’ ότι δεν αντιστέκεσαι σε όσους τώρα την καταλύουν κουρελιάζοντας το Σύνταγμά της, υπαγάγοντας τη χώρα σε Καθεστώς Κατοχής, και καθιστώντας την Ελλάδα εκ νέου Φόρου Υποτελή.
Ομως, κι αυτά τα ξέρεις, δεν χρειάζεται να σου τα υπενθυμίσω εγώ, ούτε μεταξύ μας χωράνε δοκησισοφίεςπερί Χούντας, αυτές άφησέ τες για τις μαζορέτες και τα ντόμπερμαν του συστήματος που παθαίνουν ιερή φρίκη με τους «αγανακτισμένους» είτε πολίτες στο Σύνταγμα είτε θεατές στην Επίδαυρο, αλλά δεν λένε λέξη για τα βάσανα του κόσμου (αυτά που τον έκαναν και τον κάνουν «αγανακτισμένο»).
Τα ίδια παπαγαλάκια έχουν βγάλει τον σκασμό για τους Δυνατούς – πες τους νταβατζήδες, λαμόγια, φοροφυγάδες, αεριτζήδες.
Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν, υπέρ των αφεντικών τους και ουδέν ακούουν, εσύ όμως, έναςκαλλιτέχνης, πρόμαχος συχνά του λαού, σίγουρα ακούς τη βοή των επερχομένων.
Οταν όμως, παλιέ μου φίλε, ενώ ακούς τη βοή των επερχομένων εσύ σιωπάς, κραυγές, αιτιάσεις και μεγάλες φωνές των απελπισμένων θα λάβεις ως απάντηση.
Δεν θα σου έλεγα, «Γιώργαρε» των καλύτερων μας χρόνων, να σκύψεις το κεφάλι με σεβασμό μπροστά σε αυτούς που σε γιαούρτωσαν επειδή εσύ τους όπλισες το χέρι (δεν είμαστε δε και Χριστιανοί να πάμε να τους πλύνουμε τα πόδια), ούτε να στρέψεις και το άλλο μάγουλο, θα σου έλεγα όμως -αν μου το επιτρέπεις- να κλείσεις το στόμα σου και να ανοίξεις τα αυτιά σου. Για λίγο.
Ετσι σαν σε προσευχή στους ποιητές που έχεις τραγουδήσει κι αποδίδοντας, με ενός (μεγάλου) λεπτού σιγή,τιμές στους πληβείους για τους οποίους έχεις τραγουδήσει.
Ωστε, όταν ανοίξεις ξανά το στόμα σου να ανοίξουν ξανά και οι άνθρωποι τα αυτιά τους να σε ακούσουν κι όχι το στόμα τους για να σε αποπάρουν.
Μάλιστα με λέξεις βαρειές.
Ξέρω, και τελειώνω με αυτό, ότι ξέρεις κι εσύ πως δεν πρόκειται για «οργανωμένες μειοψηφίες» κι άλλακαταγέλαστα∙ τα ίδια μας τα έργα βλέπουμε κάθε μέρα που μας κάνουν τη χάρη οι θεοί να ξυπνάμε το πρωί, τα ίδια, που, αν κλείσουμε μπροστά τους τα μάτια, θα αρχίσουν να μας κρατάνε ξάγρυπνους τη νύχτα – με τις «καλές κυράδες», όπως αποκαλούσαν τις Ερινύες οι αρχαίοι, να λεηλατούν την ψυχή μας…
Με την αγάπη μου, Σ.