Με την εξέταση δύο μαρτύρων αστυνομικών που συμμετείχαν στην διερεύνηση της επίθεσης στον τότε υπουργό Πολιτισμού κ. Γιώργο Βουλγαράκη, συνεχίστηκε η δίκη των οκτώ κατηγορούμενων για τη συμμετοχή στην οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας.
Οι δύο αστυνομικοί, ένας που βρήκε το τηλεχειριστήριο με το οποίο έγινε η πυροδότηση της βόμβας και ένας άνδρας του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών, επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς της Πόλας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη ότι επρόκειτο για χτύπημα με τηλεχειριζόμενο και όχι ωρολογιακό μηχανισμό όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ουσιαστικά δηλαδή ότι το γεγονός πως η βόμβα δεν έπληξε τον πρώην υπουργό, οφείλεται σε επιλογή της οργάνωσης προκειμένου να μην κινδυνεύσουν διερχόμενοι πολίτες και όχι σε αστοχία του εγχειρήματος.
Οι δύο αστυνομικοί, ένας που βρήκε το τηλεχειριστήριο με το οποίο έγινε η πυροδότηση της βόμβας και ένας άνδρας του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών, επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς της Πόλας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη ότι επρόκειτο για χτύπημα με τηλεχειριζόμενο και όχι ωρολογιακό μηχανισμό όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ουσιαστικά δηλαδή ότι το γεγονός πως η βόμβα δεν έπληξε τον πρώην υπουργό, οφείλεται σε επιλογή της οργάνωσης προκειμένου να μην κινδυνεύσουν διερχόμενοι πολίτες και όχι σε αστοχία του εγχειρήματος.
Συγκεκριμένα, ο αξιωματικός του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών κατέθεσε πως η βόμβα εξερράγη όταν «βρισκόμουν μαζί με τον εκπαιδευμένο σκύλο στο πλαίσιο προγραμματισμένης περιπολίας, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων από το σημείο της έκρηξης. Νομίζω πως η έκρηξη πραγματοποιήθηκε από άνθρωπο που ήλεγχε απόλυτα οπτικά το συγκεκριμένο σημείο. Πιστεύω πως ο λόγος της πυροδότησης του μηχανισμού ήταν πως αν έφτανα στο συγκεκριμένο σημείο με τον σκύλο, πιθανότατα θα έβρισκα τον μηχανισμό. Από την άλλη πλευρά, αν ήθελαν να πλήξουν εμένα θα μπορούσαν να έχουν ενεργοποιήσει την βόμβα ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, όταν θα είχα φτάσει στο συγκεκριμένο σημείο», είπε.
Αντικρουόμενες καταθέσεις
Εν συνεχεία το δικαστήριο ασχολήθηκε με την εξέταση μαρτύρων που σχετίζονται με την βομβιστική επίθεση στο Χρηματιστήριο Αθηνών στις 2 Σεπτεμβρίου του 2009, η οποία είχε προκαλέσει εκτεταμένες υλικές ζημιές τόσο στο κτίριο του χρηματιστηρίου όσο και σε παρακείμενα κτίρια εταιριών. Η συγκεκριμένη έκρηξη που έγινε εκτός ωραρίου λειτουργείας του χρηματιστηρίου, είχε προαναγγελθεί με τηλεφώνημα, 40 λεπτά πριν γίνει, στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», με αποτέλεσμα στην περιοχή να έχει προηγηθεί επιχείρηση εκκένωσης από την αστυνομία. Σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε εργαζόμενος σε εταιρεία σεκιούριτι που είχε αναλάβει την φύλαξη του κτιρίου του χρηματιστηρίου, ο ίδιος, καθώς και δύο συνάδελφοί του, παρέμειναν εντός του κτιρίου κατά τη διάρκεια της έκρηξης και ενώ η αστυνομία είχε προσεγγίσει την περιοχή και είχε ενημερώσει για την επικείμενη έκρηξη.
Ο φύλακας ανέφερε πως υπήρχε «εντολή από προϊσταμένη μας να εκκενώσουμε το κτίριο από το υπόλοιπο προσωπικό -στη συγκεκριμένη περίπτωση μία καθαρίστρια, όπως και έγινε- και εν συνεχεία να παραμείνουμε εντός του κτιρίου κάνοντας κάποιες “εργασίες με βάση τον κανονισμό ασφαλείας”. Η έκρηξη ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή». Επιπλέον ο φύλακας είπε πως «μετά από κάποιο χρονικό διάστημα από αυτό το περιστατικό άλλαξε ο κανονισμός ασφαλείας».
Ο διευθυντής ανθρωπίνου δυναμικού της Ελληνικά Χρηματιστηρία Α.Ε. που εξετάστηκε, αρνήθηκε πως υπήρχε οποιαδήποτε τέτοιου είδους εντολή προς τους φύλακες. Είπε πως «πάντα σε περιπώσεις που υπήρχαν πληροφορίες για τοποθέτηση βόμβας στο παρελθόν, είτε το χρηματιστήριο βρισκόταν εν ώρα λειτουργίας είτε όχι, η εντολή για εκκένωση αφορούσε τους πάντες. Προτεραιότητα δίνεται πάντα στην ανθρώπινη ζωή». Επίσης αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε τροποποίηση στους κανονισμούς ασφαλείας.
Οι συνήγοροι της Παναγιώτας Ρούπα και του Νίκου Μαζιώτη, οι οποίοι ζήτησαν μάλιστα την ποινική δίωξη του συγκεκριμένου μάρτυρα για ψευδορκία, ισχυρίστηκαν σε γενικές γραμμές πως η διακινδύνευση για ανθρώπινες ζωές που αναφέρει το κατηγορητήριο για τη συγκεκριμένη ενέργεια οφείλεται στην διοίκηση του χρηματιστήριου και την αστυνομία, καθώς το προειδοποιητικό τηλεφώνημα «ανέφερε τα ακριβή δεδομένα για τον τόπο και τον χρόνο της έκρηξης και ζητούσε την εκκένωση όχι μόνο του χρηματιστηρίου αλλά και των παρακείμενων κτιρίων».
Από την πλευρά του ο εισαγγελέας δεν αρνήθηκε τις πιθανές ευθύνες τρίτων στη συγκεκριμένη υπόθεση, που «θα ήταν και αντικείμενο μιας άλλης δίκης αν είχαν υπάρξει τραυματισμοί, όμως όταν μιλάμε για ένα χτύπημα τέτοιας έκτασης (υπενθυμίζεται πως εξερράγησαν συνολικά 150 κιλά εκρηκτικών υλών που είχαν τοποθετηθεί σε κλεμμένο φορτηγάκι) το τηλεφώνημα από μόνο του, δεν διασφάλιζε τη μη διακινδύνευση ανθρώπων.
Crimesonair.blogspot.com