Παράνομα είναι τα επιτόκια όλων των καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών που χορηγούν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες καθώς η Δικαιοσύνη με πλήθος αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων δικαιώνει τους δανειολήπτες και αποφαίνεται ότι οι τράπεζες καταχρηστικά επιβάλουν χρεώσεις με επιτόκια πάνω από το εκάστοτε ισχύον δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που είναι σήμερα 6,75%!
Όπως δηλώνει ο πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικών Ερευνών (Ε.Ι.Χ.Ε. www.eixe.gr), οικονομολόγος Tάκης Χριστοδουλόπουλος, τα δικαστήρια λαμβάνουν αποφάσεις υπέρ της ανακοπής διαταγών πληρωμής από τράπεζες, δικαιώνοντας απόλυτα τους δανειολήπτες, σε όλες τις περιπτώσει που έχουν επικαλεστεί ότι υπέστησαν χρεώσεις με επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα δικαιοπρακτικά.
Τα δικαστήρια, ως οφείλουν, εφαρμόζουν πάντα το σκεπτικό σχετικής ιστορικής απόφασης του Αρείου Πάγου, που έχει εκδοθεί από το 2001, τονίζει ο κ. Χριστοδουλόπουλος. «Το Σύνταγμα επιβάλλει στη Διοίκηση να σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις. Τα δικαστήρια έχουν μιλήσει και κρίνουν παράνομα τα επιτόκια της καταναλωτικής πίστης. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να γενικευθεί, με απόφαση του αρμόδιου υπουργείου Εργασίας, να επιβληθεί στις τράπεζες και για όλα τα δάνεια αυτό που έχουν αποφασίσει τα δικαστήρια. Ήρθε η ώρα για ένα “συνταγματικό κούρεμα” των χρεών των Ελλήνων καταναλωτών , λέει χαρακτηριστικά στο «ΧΡΗΜΑ plus» ο κ. Χριστοδουλόπουλος.
Για το σκοπό αυτό, επισημαίνει, το Ε.Ι.Χ.Ε. κοινοποίησε ήδη εξώδικη πρόσκληση στον υπουργό Εργασίας, κ. Κουτρουμάνη, ζητώντας να προχωρήσει άμεσα σε έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης, όπως έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν με άλλες δικαστικές αποφάσεις κατά των τραπεζών και προειδοποιώντας ότι οι δανειολήπτες μπορεί να προσφύγουν κατά του υπουργού, διεκδικώντας ακόμη και αποζημιώσεις.
Στην εξώδικη πρόσκληση τονίζεται μεταξύ άλλων ότι: «Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, “η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως ο νόμος ορίζει. Ο νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης”.
Σας είναι επίσης γνωστό ότι υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον υπουργό να ρυθμίζει με υπουργικές αποφάσεις ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, με βάση δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μετά από ενέργειες μεμονωμένων θιγομένων πολιτών, εφόσον αυτές έχουν καταστεί αμετάκλητες.
Ουσιαστικά, αν εκδοθεί αυτή η υπουργική απόφαση, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις των ελληνικών τραπεζών και της Τραπέζης της Ελλάδος, θα οδηγηθούμε σε ένα άνευ προηγουμένου «κούρεμα» των υποχρεώσεων των δανειοληπτών από καταναλωτικά δάνεια, τα οποία ήδη εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό καθυστέρησης, που έφθασε το 26,4% το τρίτο τρίμηνο του 2011, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ.
Σε καθυστερούμενες οφειλές από πιστωτικές κάρτες, για παράδειγμα, διαπιστώνουμε ότι πολλές φορές οι τόκοι με τα παράνομα επιτόκια είναι μεγαλύτεροι και από το κεφάλαιο, όπως τονίζει ο κ. Χριστοδουλόπουλος. Αποφάσεις – «χαστούκι»
Το Ε.Ι.Χ.Ε. κοινοποιεί στον υπουργό Εργασίας, με την ίδια εξώδικη πρόσκληση, 27 αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες βάζουν φραγμούς στη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων, βασιζόμενες στο σκεπτικό απόφασης του Αρείου Πάγου από το 2001, όπου κρίθηκε ότι απαγορεύεται συμφωνία για χρέωση τόκων με επιτόκια μεγαλύτερα των δικαιοπρακτικών.
Τα δικαιοπρακτικά επιτόκια είναι σήμερα 6,75% και 8,75% όταν ο δανειολήπτης βρίσκεται σε υπερημερία (τη διαμόρφωση τους διαχρονικά μπορεί κανείς να δει ανατρέχοντας στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος , στη διεύθυνση: http://www.bankofgreece.gr/pages/el/Statistics/rates_markets/monetary/exotrapezika.aspx.) Τα δικαιοπρακτικά επιτόκια αποτελούντο ανώτατο όριο επιτοκίου για κάθε δανειακή σύμβαση μεταξύ ιδιωτών και αυτό το όριο διαχωρίζει μια νόμιμη σύμβαση δανεισμού από μια άκυρη συμφωνία δανεισμού με τοκογλυφικό επιτόκιο.
Οι τράπεζες, επικαλούμενες γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της Τράπεζας της Ελλάδος ισχυρίζονται ότι αυτά τα επιτόκια ισχύουν μόνο για εξωτραπεζικές συμβάσεις δανεισμού, ενώ τα επιτόκια του τραπεζικού δανεισμού διαμορφώνονται από το 1994, όταν απελευθερώθηκε η τραπεζική πίστη, ελεύθερα από τις τράπεζες και μπορούν να ξεπερνούν το δικαιοπρακτικό. Όμως, ευτυχώς για τους δανειολήπτες που προσφεύγουν για την ανακοπή διαταγών πληρωμής, τα δικαστήρια παγίως εδώ και χρόνια δεν δέχονται αυτή την άποψη, επικαλούμενα το σκεπτικό ιστορικής απόφασης του Αρείου Πάγου. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν χάσει οι τράπεζες δεκάδες δίκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο σε δίκες όπου οι δανειολήπτες είχαν τη συμπαράσταση του Ε.Ι.Χ.Ε. έχει εκδοθεί σωρεία ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΩΝ αποφάσεων, με τις οποίες ανακόπηκαν οι διαταγές πληρωμής δανειοληπτών και 27 από αυτές κοινοποίησε το Ε.Ι.Χ.Ε. στον υπουργό Εργασίας.
Το σκεπτικό των δικαστηρίων
Σε όλες τις αποφάσεις, το σκεπτικό είναι ταυτόσημο και είναι αυτό που αναπτύσσεται στην αμετάκλητη απόφαση 3425, που εξέδωσε το 2007 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία αποκαλύπτει σήμερα το ΧΡΗΜΑ plus (στη δίκη ο δανειολήπτης είχε την υποστήριξη του E.I.XE.) Όπως αναφέρεται στην απόφαση:
-« Σύμφωνα με την Πράξη Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος με αριθμό 2268/28-1 -1994, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 ν. 1266/1982 σχετικά με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων (σ.σ.: πιστωτικές κάρτες) τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που τυχόν ισχύουν.
-Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον για αυτά καθεστώς δε συνοδεύεται από τη θέσπιση ανώτατων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων.
-Εξάλλου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια, που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα). //ΧΡΗΜΑplus
online-press