Γράφει ο Μιχάλης Τ.
Εκεί ψηλά, λοιπόν, αποφασίζουν να συνέλθουν σε σύσκεψη-«Εκκλησία» την έλεγαν οι πιο παλιοί τους- οι Μεγάλοι να βγάλουν κρίση και να προσπαθήσουν να πείσουν τους Μικρούς, πως έχουν κι αυτοί λόγο, αν και μακριά. Το είπαν ο ένας στον άλλο, ψάχτηκαν στα μέρη που είναι, βρέθηκαν, κλείστηκε η μάζωξη κι ήρθαν στην ώρα τους. Κάθισαν κυκλικά, χωρίς πολλές προσποιήσεις, γνωρίζονταν είναι η αλήθεια, οπότε είχαν το θάρρος και δε χρειάζονταν πολλές συστάσεις και διατυπώσεις. Συμφώνησαν να μην πουν κάτι καινούριο, αλλά να πουν κουβέντες απ αυτές, που είχαν πει και παλιά, όταν κρέμονταν απ τα λόγια τους ή τα γραπτά τους οι άνθρωποι. Επίσης συμφώνησαν οι κουβέντες τους να ναι λίγες και να χτυπήσουν στην «καρδιά» των Μικρών, γιατί θα τους ακούνε κι πολλοί απ την πατρίδα, αυτοί που τους αγάπησαν.
Κάθεται στη σειρά λοιπόν ο Νίκος, ο μεγάλος Κρητικός σε στάση «δεν ελπίζω τίποτα, δε
φοβάμαι τίποτα…», μασά το μασούρι της κανέλας, όπως τότε που απ τις ακτές του Λυβικού, έγραφε φιλοσοφώντας και φιλοσοφούσε γράφοντας ,… και παίρνει το λόγο φουριόζος. Κι ο λόγος είναι παρμένος απ τον «Καπετάν-Μιχάλη» :
«στα χρόνια που ζω και ζώνουμαι κατάλαβα πως δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος».
και συνεχίζει με τα λόγια του Μανολιού απ το «Χριστό» :
«θα θελα να χα τη δύναμη να σηκωθώ να κηρύξω την επανάσταση σε όλο τον κόσμο. Να ξεσηκώσω όλους τους ανθρώπους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, να γίνουμε ένας στρατός της πείνας παντοδύναμος και να μπούμε στις μεγάλες σαπημένες πολιτείες και στ άτιμα παλάτια και τα ξετσίπωτα σεράγια της Πόλης και να βάλουμε φωτιά!».
Τελεύει το λόγο του και η «παρέα» «ζωντανεύει», ακόμα κι εκεί που είναι. Ζητά το λόγο ο Ιωάννης, γόνος της κερκυραϊκής αριστοκρατίας, ο πρώτος Κυβερνήτης, με τον κολλαριστό γιακά που του κρύβει το λαιμό. Θέλει να (ξανα)πει δυο κουβέντες και να ναι κι οι τελευταίες. Υπενθυμίζει στην παρέα πως
«προτιμώ τον θάνατον παρά να απατήσω λαόν, εμπιστεύσαντα την τύχη του εις την αφοσίωσιν μου».
Με την επτανησιώτικη αβρότητα του απλά μειδιά και σκέφτεται τους Μικρούς.
Εκεί πετάγεται «ξαναμμένος» ο Γιάννης, ο πολεμιστής, ο επαναστάτης, ο απομνημονευματογράφος, με τις πιστόλες στη μέση του (δεν τις αποχωρίστηκε ούτε κει), ξαγριεμένος απ τα νέα που του φέρνουν, διαολισμένος που και σήμερα οι Ρωμιοί πολιορκούν το ίδιο κτίριο που πολιόρκησε κι αυτός πριν από 169 χρόνια. Μόνο που εκείνος ζητούσε δικαιοσύνη απ τον «Βαυαρό», κι οι δικοί μας σήμερα ζητούν δικαιοσύνη απ τους Έλληνες ή μήπως τους «έλληνες»; Εγώ μωρέ θα πω με τη σειρά μου τούτα, που τέλειωσα κι εκείνο το Μεγάλο λόγο:
«Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ».
Κι έρχεται η σειρά του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή. Με τη γνωστή χλωμάδα του, που την καλύπτουν τα στρογγυλά γυαλιά, με βλέμμα υπεροπτικό να κοιτάζει λοξά προς τα κάτω, τα μαλλιά ανάκατα και το μακρόστενο πρόσωπο που ποτέ δεν μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτεται, παίρνει το λόγο: «θα σας παρακαλούσα να στείλετε ένα ποίημα στους κάτω». Ένα μόνο…
Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.
Κ. Π. Καβάφης
Ακούει τα παραπάνω λόγια ο γέρο-Κωστής που κάθεται σκεφτικός, κρατώντας-όπως συνήθιζε- το κεφάλι του με τα αριστερό του χέρι. Τα τεράστια άσπρα φρύδια του καλύπτουν τα βλέφαρα του, το πρόσωπο του αποστεωμένο, γίνεται ακόμα πιο «βιβλικό» με το άσπρο τριγωνικό μούσι- μονίμως θλιμμένος από τότε που έχασε το γιο του-, σηκώνεται όρθιος και με την αργόσυρτη φωνή του ζητά την προσοχή όλων. «αδέλφια μου», λέει, «το χα προφητέψει στον Προφητικό μου, μα φαίνεται κανείς τους δεν τον διάβασε»… τον ξαναλέω, λοιπόν, για να τ ακούσουν έστω και τώρα…η φωνή το ίδιο μακρόσυρτη σαν χειμωνιάτικος θαλασσινός βοριάς «ξυρίζει» τ αυτιά….
……………………………………………………..
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Η «παρέα» πια είναι ανταρεμένη, όπως τα θαλασσοδερμένα αιγαιοπελαγίτικα βράχια του Ελύτη, όπως οι κόκκινες πέτρες του Ρίτσου… κάπου εκεί ένας άλλος Επτανήσιος, Ζακυνθινός αυτός, ευγενικής καταγωγής από πατέρα και λαϊκής από μητέρα παίρνει τη «σκυτάλη» του λόγου. Θέλει να πει πολλά, έχει κάθε δικαίωμα αυτός που στον ΥΜΝΟ του τα είπε όλα, αυτός που και τους «Πολιορκημένους» τους έπλασε «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ», μα θέλει ένα λόγο να εκστομίσει και με την «τραγουδιστή» επτανησιακή προφορά του το λέει:
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».
Κάπου εκεί η σύναξη των Μεγάλων τελειώνει. Είχαν χρόνια να ξαναβάλουν στο στόμα τους αυτές τις κουβέντες. Λόγια γραμμένα μ ανεξίτηλο μελάνι, βαριά κληρονομιά σε φλύαρους «κληρονόμους». Και δεν είναι μόνο αυτοί, είναι κι άλλοι που αναθυμούνται θυμωμένοι τους λόγους τους. Πιο παλιοί, πιο πολυκαιρισμένοι εκεί ψηλά, που κοιτούν προς τα κάτω θυμωμένοι, αυστηροί. Κι όλοι μαζί φωνάζουν:
«ΜΑΣ ΑΚΟΥΤΕ ΜΩΡΕ;»
ΥΓ. στη σύσκεψη του παραδείσου μίλησαν κατά σειρά: ο Ν. Καζαντζάκης, ο Ι. Καποδίστριας, ο Ι. Μακρυγιάννης, ο Κ. Καβάφης, ο Κ. Παλαμάς και ο Δ. Σολωμός