Φθηνιάρικο το τσίρκο χωρίς λιοντάρια, αλλά οι μαϊμούδες, ήταν όλα τα λεφτά. Και τούτη η άνοιξη,βάλσαμο κι Ευλογία.
Με την πένα του Σπάρτακου
Λένε πως όταν σκάει η άνοιξη,ανοίγουν οι καρδιές.
Χαράζονται χαμόγελα και οι ψυχούλες μας,αρχίζουν να χορεύουν.
Ετσι λένε κι έτσι είναι. Τόσος Ηλιος,τέτοια διαύγεια,τόσα αρώματα μεθυστικά.
Η αναγέννηση,η καρποφορία, το άνθισμα της καινούργιας ζωής. Και της Ελπίδας.
Ο Ερωτας που απεκδύεται των αναστολών του,ο Ερωτας που σπάει τις αλυσίδες του.
Ο Ερωτας που διαχέεται,ο Ερωτας που κυριαρχεί,ο Ερωτας που θριαμβεύει.
Είναι κι αυτές οι μέρες ,οι κρυστάλλινες.Είναι κι αυτό το πέταγμα ,των πουλιών.
Είναι κι αυτά τ’απόβραδα, που τραγουδάνε. Είναι κι αυτό το φεγγάρι,
που κι ας μην θές,σε ταξιδεύει σε κόσμους νέους,μυστηριακούς και μαγικούς.
Η άνοιξη ! Η άνοιξη που σε κάνει να τα βλέπεις, όλ’αλλιώς. Η άνοιξη-καλειδοσκόπιο.
Primavera, Santa. Primavera, pericolosa. Dolcissima, Primavera.
Είναι κι αυτή η φύτρα της φυλής μας,αυτό το ελιξήριο της Α-θανασίας,
αυτοί οι εκμαυλιστικοί αρχέγονοι χυμοί,που ρέουν στις φλέβες μας.
Οι χυμοί που στέργουν να σε σηκώσουν , όταν πέσεις κι όταν λυγίσεις.
Οι χυμοί που εξαλείφουν το δυσοίωνον,το μελανόν και το απεχθές.
Οι χυμοί που πνίξανε,Πέρσες,Τάταρους,Μογγόλους,Ενετούς και Σαρακήνους.
Οι χυμοί που έρχονται από μακρυά και συνεχίζουν το ατελεύτητον ταξίδι τους,
στο μέλλον το απώτερον, το αθέατον ,το διηνεκές.Είναι οι ΔΙΚΟΙ μας, χυμοί.
Οι χυμοί των Αθανάτων Ελλήνων. Αυτοί που αναβλύζουν απ’τα Πέλαγα, απ’τα μάρμαρα,
αυτοί που αυλακώνουν την Πίνδο και τον Ολυμπο,αυτοί που ανασταίνουν τα γεννήματα
στους κάμπους,αυτοί που χρυσίζουν τις πεδιάδες,με του σταριού το Θείον χρώμα.
Αυτοί,που μόνον στην Ευλογημένη Χώρα μας, ολοχρονίς σταλάζουν απ’τον ουρανό.
Με τέτοιον Ηλιο,με τέτοιο φεγγάρι,με τόσ’αρώματα, με τόσην αύρα,με τέτοιο Φώς,
ποιός νά’βρει το κουράγιο,να πάει στο τσίρκο ; Σ’ένα φθηνιάρικο τσίρκο,σ’ένα
τσίρκο παρακμιακό; Σ’ένα τσίρκο χωρίς λιοντάρια,χωρίς ελέφαντες και δίχως τίγρεις ;
Και οι λιγοστοί που άντεξαν και πήγαν,άλλο δεν είπαν ,παρά πως τα νούμερα
ήταν φτωχά και ξεπεσμένα. Ξεπερασμένα,τετριμμένα και άκρως θλιβερά.
Είπαν ακόμη,πως άλλο δεν άξιζε, εξόν απ’τις μαιμούδες.Μαιμούδες με κιθάρες,
μαιμούδες με πεθαμένο λαικό νταλκά,μαιμούδες που τραγουδούσανε γιά τσιμινιέρες,
και Δραπετσώνες, μαιμούδες που τραγουδούσανε, μέχρι και Latin. Ακόμη και το
αποκορύφωμα του Circo Grotesco, η στιγμή δηλαδή που ένας δύστυχος χοντρός
μπουφώνος,πανηγύριζε την θριαμβική του νίκη,επί του αντιπάλου-εαυτού του,ακόμη
κι αυτό, με θλίψη τους εγέμισε.Και μέσα σ’όλα,το τσίρκο δεν είχε κι ασώματο κεφαλή.
Ευλογία, που έξω απ’τις τέντες αυτού του τσίρκου,τους περίμενε η Ανοιξη.
Ευλογία που ανελήφθησαν εις τους Ουρανούς,μεθυσμένοι απ’τ’άρωμά της.
Μα περισσότερη ακόμη Ευλογία,ήταν που αυτή η Ανοιξη, κατάφερε με την πνοή της,
να διώξει μακρυά, αυτό το ξεφτισμένο τσίρκο.
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.
ΥΓ: Ο Σπάρτακος, γιά λόγους αρχής,δεν απαντάει ΠΟΤΕ,σε σχόλια που αφορούν,
σε κείμενά του.