ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 29/03/1823, ΑΡΧΙΣΕ Η Β’ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥ ΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει η Σοφία Τ.
29/03, συνήλθε στο Άστρος Κυνουρίας η Β’ Εθνική Συνέλευση. Εξέλεξε ως πρόεδρο του Εκτελεστικού τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όρισε ως έδρα διοικήσεως την Τρίπολη και κλείνει τις εργασίες της στις 18/04 με τη «Διακήρυξη για την πολιτική των Ελλήνων ύπαρξιν και ανεξαρτησία». Λίγα λόγια για τις Εθνοσυνελεύσεις και τα γεγονότα αυτών. Στις 20/12/1821, ξεκίνησε τις εργασίες της η A’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα(αρχαία Eπίδαυρος). Σε αυτήν παραβρέθηκαν αντιπρόσωποι από τις περισσότερες επαναστατημένες περιοχές. Η συντριπτική πλειονότητα των «παραστατών» αποτελούνταν από Μοραΐτες, Ρουμελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς. Δηλ. τις προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι που είχαν καταφτάσει στις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης. Ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν. H σημαντικότερη πράξη της εθνοσυνέλευσης υπήρξε το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, το 1ο δηλ. σύνταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων, στο οποίο προτασσόταν η Διακήρυξη της Aνεξαρτησίας. Το Προσωρινό Πολίτευμα, έργο του Ιταλού B. Γκαλλίνα αποπνέει τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων(1793 και 1795), και του συντάγματος των HΠΑ(1787). Για την συγκρότηση οργάνων κεντρικής Διοίκησης υιοθετήθηκε ένα πολυκεντρικό μοντέλο με τη σύσταση 2 σωμάτων ετήσιας διάρκειας(Bουλευτικό, Eκτελεστικό), τα οποία είχαν μη επακριβώς καθορισμένες και αυστηρά διαχωρισμένες αρμοδιότητες.H επίσημη αναγνώριση των 3 τοπικών οργανισμών στην Πελοπόννησο, στη Δυτική και στην Α. Στερεά επέτεινε τη σύγχυση μεταξύ των οργάνων της Διοίκησης, την πολυδιάσπαση του πολιτικού πεδίου και την αδυναμία κεντρικού ελέγχου των επαναστατημένων περιοχών(«επικράτεια» του ελληνικού κράτους). Αξιοσημείωτη για την Α’ Εθνοσυνέλευση είναι η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη Φιλική Εταιρεία. Είχε τεθεί οριστικά στο περιθώριο. 2 χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τον Μάρτιο του 1823 ξεκίνησαν στο Άστρος Κυνουρίας οι εργασίες της Β’ Εθνοσυνέλευσης. Στο χρόνο μεταξύ της Α’ και της Β’ Εθνοσυνέλευσης οι στρατιωτικές επιτυχίες συμβάδιζαν με την όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων. H κατάργηση των περιφερειακών τοπικοδιοικητικών οργανισμών προσέδωσε ισχύ στα όργανα της Διοίκησης καθιστώντας τα κατεξοχήν αντικείμενο πολιτικής διαπάλης. Στο περιθώριο των πολιτικών φατριασμών οι «παραστάτες» της εθνοσυνέλευσης προχώρησαν σε μια περιορισμένης έκτασης συνταγματική αναθεώρηση, με την οποία επιβεβαιώνονταν οι βασικές αρχές του Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου. Η κατάργηση των 3 περιφερειακών κυβερνήσεων ήταν η σημαντικότερη απόφαση που λήφθηκε στην Β’ Εθνοσυνέλευση. Αυτό σήμαινε ότι τα όργανα της κεντρικής διοίκησης δε θα επιτελούσαν μόνο τη στοιχειώδη επικοινωνία και το συντονισμό της δράσης μεταξύ των επαναστατημένων περιοχών, όπως περίπου συνέβαινε έως τότε. Αποκτούσαν πλέον πραγματική εξουσία. Έτσι, οι διαφορετικές φατρίες και ομάδες συμφερόντων της Επανάστασης προσπάθησαν να ελέγξουν τα όργανα αυτά . Η Β’ Εθνοσυνέλευση βρήκε τους Μοραΐτες πρόκριτους(Λόντος, Ζαΐμης, Σισίνης, Δεληγιάννης κ.ά.) να κυριαρχούν στη Διοίκηση. Για να το πετύχουν, αποδυνάμωσαν το Μαυροκορδάτο και εξουδετέρωσαν το Νέγρη και τον Υψηλάντη. Διευκολύνονταν από τη στάση αναμονής των προύχοντων της Ύδρας και των Σπετσών. Η πολιτική τους ισχύς συμπληρωνόταν από τους φόρους της Πελοποννήσου, τους οποίους έλεγχαν(έως τότε η σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης της Επανάστασης). Η εσωτερική διαπάλη δεν είχε τερματιστεί. Η κατάργηση(άνοιξη 1823), του αξιώματος του αρχιστράτηγου που κατείχε ο Κολοκοτρώνης φανερώνει ότι τα όργανα της Διοίκησης χρησιμοποιούνταν για την αποδυνάμωση των πολιτικών αντιπάλων και την ενδυνάμωση των πολιτικών συμμάχων. Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο Κολοκοτρώνης που μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες είχε αναδειχτεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα. Η ένταση παρέμενε ελεγχόμενη μέχρι το φθινόπωρο. Το Νοέμβριο του 1823 ωστόσο η ένταση κλιμακώθηκε, όταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξεδίωξαν τους «πολιτικούς» από το Ναύπλιο και επιχείρησαν να σχηματίσουν δική το
υς Διοίκηση. Οι Μοραΐτες πρόκριτοι κατέφυγαν στο Κρανίδι, παραθαλάσσιο χωριό απέναντι από την Ύδρα, και σχημάτισαν νέα Διοίκηση συμμαχώντας με τους νησιώτες προεστούς. Σ’ αυτή τη 2η Διοίκηση, που ελεγχόταν από τους ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες της Ύδρας Γεώργιο και Λάζαρο Κουντουριώτη, συμμετείχαν και οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Ιωάννης Κωλέττης. Ο 1ος διατηρούσε σχέσεις με τον Byron και το φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και πέτυχε να γίνει αποδέκτης του δανείου. Με τα χρήματα αυτά ο Κωλέττης ενεργοποίησε τις σχέσεις που διατηρούσε με τους Ρουμελιώτες και ετερόχθονες ενόπλους, που αποτέλεσαν έτσι το στρατό της Διοίκησης του Κρανιδίου. Ο εμφύλιος είχε ήδη ξεσπάσει. Στις μάχες την άνοιξη του 1824 οι ένοπλοι της Διοίκησης του Κρανιδίου αντιμετώπισαν με επιτυχία τους ενόπλους του Κολοκοτρώνη και επέβαλλαν την κυριαρχία των νησιωτών και Πελοποννήσιων προυχόντων. Η παράδοση του Ναυπλίου στους νικητές, «κυβερνητικούς»(τέλη Μαΐου) με αντάλλαγμα ένα μέρος του δανείου φάνηκε ότι θα ακολουθούνταν από εκτόνωση της έντασης. Δε συνέβη όμως αυτό. Αυτή τη φορά η ένταση προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια στους κόλπους των κυβερνητικών. Η Διοίκηση ελεγχόταν από την οικογένεια Κουντουριώτη, τον Κωλέττη και το Μαυροκορδάτο που διέθεταν χρήματα, αξιόμαχο στράτευμα και φαινόταν ότι αναγνωριζόταν, ανεπίσημα, ως νόμιμη Διοίκηση. Οι Μοραΐτες προύχοντες περιθωριοποιούνταν. Η αντίδρασή τους ήταν να συμμαχήσουν με τον Κολοκοτρώνη, το μοναδικό Πελοποννήσιο που μπορούσε να κινητοποιήσει και να ελέγξει έναν ικανό αριθμό ενόπλων. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος μετατράπηκε ξανά σε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα που εισέβαλαν στο Μοριά νίκησαν εύκολα τους Πελοποννήσιους επιβάλλοντας την κυριαρχία του Κουντουριώτη και των συμμάχων του. Οι ηττημένοι φυλακίστηκαν στην Ύδρα (Kολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Σισίνης) ή κατέφυγαν σε άλλες περιοχές(Λόντος, Ζαΐμης), ενώ οι Ρουμελιώτες επιδόθηκαν σε λεηλασίες, αρπαγές και καταστροφές σε αρκετές επαρχίες της Πελοποννήσου. Στις αρχές του 1825, ο Ιμπραήμ-πασάς επιβιβάστηκε ανενόχλητος στο Μοριά κι από την άνοιξη άρχισε να καταλαμβάνει τη μια επαρχία μετά την άλλη χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν επιστρέψει στις δικές τους επαρχίες, καθώς αναμενόταν νέα οθωμανική εκστρατεία και στη Ρούμελη. Κάτω από το βάρος των δυσμενών για την Επανάσταση εξελίξεων, η Διοίκηση υποχρεώθηκε να απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη και τους Πελοποννήσιους προύχοντες, καθώς ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους ντόπιους, ώστε να εμποδιστεί η προέλαση του Ιμπραήμ. Σύντομα απέκτησαν πάλι αξιώματα. Οι παλιές συμμαχίες διασπάστηκαν για μια ακόμη φορά και συγκροτήθηκαν νέες, συχνά από αντίπαλους στους εμφυλίους. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση διεξήχθη σε συνθήκες διαφορετικές από τις 2 προηγούμενες. Οι εμφύλιοι του 1824 είχαν λήξει, δίχως λύση στις οργανωτικές αδυναμίες της Διοίκησης, ενώ οι διώξεις των ηττημένων συνεχίζονταν ακόμη και όταν ο Ιμπραήμ είχε ήδη αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο(αρχές 1825). Στις συνθήκες αυτές οι προετοιμασίες για διοργάνωση εθνοσυνέλευσης(Σεπτέμβριος 1825) δεν προχωρούσαν, ενώ οι αντίπαλες παρατάξεις ανασυγκροτούνταν δημιουργώντας ξανά κλίμα έντασης. Τελικά η Γ’ Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε στις 06/04/1826 στην Πιάδα, σύντομα όμως διακόπηκε εξαιτίας της πτώσης του Μεσολογγίου. Στο μεταξύ είχε αποφασιστεί η αίτηση προς την Αγγλία για μεσολάβηση και ο καθορισμός των όρων της διαπραγμάτευσης, ενώ συστήθηκε νέα κυβέρνηση που ονομάστηκε Διοικητική Επιτροπή. Το φθινόπωρο του 1826 επιχειρήθηκε, ανεπιτυχώς, να συγκληθεί πάλι η εθνοσυνέλευση. Μικρής κλίμακας εμφύλιες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν στην Κορινθία και το Ναύπλιο. Στις αρχές του 1827 οι αντίπαλες φατρίες διοργάνωσαν χωριστές συνελεύσεις στην Αίγινα και στην Ερμιόνη. Tελικά οι συνελεύσεις συνενώθηκαν στην Tροιζήνα(τέλη Mαρτίου 1827), εκφράζοντας έτσι τη διάθεση των 2 πλευρών να πετύχουν κοινή πολιτική συμφωνία. H Γ’ Εθνοσυνέλευση ολοκληρώθηκε στις αρχές Mαΐου λαμβάνοντας 2 σημαντικές αποφάσεις.Την ψήφιση νέου συντάγματος, όχι «προσωρινό». Με τοΠολιτικό Σύνταγμα της Eλλάδος επανακαθορίζονταν οι όροι διαπραγμάτευσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για διεκδίκηση ανεξαρτησίας και όχι αυτονομίας. Καιη δημιουργία μονομελούς διοικητικού οργάνου που θα προΐστατο της εκτελεστικής εξουσίας. Θεσπίστηκε λοιπόν το αξίωμα του Κυβερνήτη. Για τη θέση αυτή και με διάρκεια θητείας 7 χρόνια επιλέχτηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας, ο οποίος τον Αύγουστο του 1827 αποδέχτηκε την π
ρόταση της εθνοσυνέλευσης. Έως την έλευσή του το έργο του θα αναπλήρωνε ειδική Aντικυβερνητική Eπιτροπή. Ο Καποδίστριας πέτυχε γρήγορα την αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας, το οποίο είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να περιορίζεται η εξουσία και να ελέγχονται οι πράξεις του.Αντί της Βουλής δημιουργήθηκε ένα νέο όργανο, το Πανελλήνιο, που είχε μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ενάμιση περίπου χρόνο μετά την έλευση του Καποδίστρια η Δ’ Εθνοσυνέλευση(Άργος, 11/07-06/08/1829) επικύρωσε τις εξουσίες που συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Επιπλέον, αντί του Πανελληνίουπου καταργήθηκε συστήθηκε ολιγομελέστερη Γερουσία, που επίσης δεν είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες. Τέθηκαν οι βασικές αρχές για μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση. Kάτι τέτοιο ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η δολοφονία του Καποδίστρια κατά τις προετοιμασίες για τη διοργάνωση της E’ Εθνοσυνέλευσης οδήγησαν σ’ έναν νέο εμφύλιο. Oι 2 αντίμαχοι προχώρησαν στη σύγκλιση ξεχωριστών εθνοσυνελεύσεων, οι πράξεις των οποίων ωστόσο δεν είχαν άλλη σημασία πέρα από αυτή της στήριξης των 2 πλευρών στη διάρκεια των συγκρούσεων.
image28

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ