Η Λάχεση,η Κλωθώ και η Ατροπος,
τώρα πού να κρυφτούνε, γυρεύουν.
Να μην τις βλέπει μάτι,να μην τις πιάνει λογισμός.
Γιατί της Αλυκτούς τις υλακές,δεν τις αντέχουν.
Ούτε της Γελαστούς,τα χάχανα αντέχουν.
Ιδιαίτερα, αυτά τα τελευταία.
Τα τσιριχτά,τα σκωπτικά και τα χαιρέκακα.
Γιατί τούτη δώ η Γελαστώ,μπορεί καινούργια και πρωτόφαντη,
να μοιάζει στο κουρμπέτι,μα τα χαρίσματά της τα πολλά,
να σβύσουν ήρθαν τα ταλέντα,των παλιών,των μυθικών
και των αρχαίων.
Η Λάχεση, η Κλωθώ και η Ατροπος.Οι νικημένες και χαμένες.
Που οι αφελείς πιστέψανε, πως των αιώνων τα ζηλευτά προικιά τους,
τον αιώνιο θώκο θα τους χάριζαν. Αμ, δέ ! Δεν εμετρήσανε σωστά,
την Γελαστώ.
Και τώρα τούτη η τσίλικια, τη δόξα και τα κλέη ,να τους κλέψει ήρθεν.
Η παστρικιά,η στίλβουσα και η γελοία.
Κάθονταν το λοιπόν οι τρείς μπαμπόγριες και παίζανε,
με το χοντρό κουτσούνι τους.Το φουσκωμένο,το παραγεμισμένο
μ’ άχερα και ξόμπλια,τροφαντό κουτσούνι.Που με δυό γαλανές χαντρούλες
γιά ματάκια, ίδιο με ζωντανό βρεφάκι έμοιαζε.Μα ολόιδιο ! Φτυστό .
Και το σπουδαιότερον ;;;; Μιλούσε. Μιλούσε και μιλούσε πολύ,
πάρα πολύ. Συνέχεια μιλούσε. Και με τι λέγειν, το σκασμένο !!!!!!
Και με πόσες λέξεις πρωτάκουστες, εκελαηδούσεν.
Και πόσο όμορφα, τα έλεγε.Ομορφα και μαγικά. Με μιά λαλιά που έρρεεν.
Με μιά λαλιά κουδουνιστή, γάργαρη, λαγαρή και πάλλουσα.
Με μιά λαλιά που σε συνέπαιρνε,που σ’απογείωνε, που σε τα ξίδευεν σε
τόπους μακρυνούς κι ονειρεμένους. Με μιά λαλιά που σε μεθούσε
και σ’αλλόπαιρνε.
Η Λάχεση το νταχντίρντιζε και το φώναζε ,Αμνήμων.
Η Κλωθώ το κανάκευε και Κομπορρήμων, τ’αποκαλούσε.
Και η Ατροπος, γλυκοφιλώντας κι αγκαλιάζοντάς το,μονότονα
του εψιθύριζεν στ ‘ αυτί, Επιλήσμων, Επιλήσμων,Επιλήσμων.
Η αόρατη κι απόμακρη Αλυκτώ,απ’τα σκοτάδια μόνον ακουγόταν.
Μ’αυτό τ’αλύχτημα της κακοσημαδιάς, που σαν προμήνυμα δεινών,
αυλάκωνε τις νύχτες.Μ’αυτό το αποτρόπαιον κι εφιαλτικόν αλύχτημα,
που συμφορές και βάσανα προμάντευεν.
Ωσπου……, ώσπου κατέφθασεν ,η Γελαστώ ! Δαφνοστεφής ,απαυγάζουσα,
και προκλητικώς καγχάζουσα. Σειόταν και λυγιόταν,η απρεπής.
Ως πόρνη ευτελής και χυδαία.
Ο σαρκασμός,η χλεύη και η απαξία, δυσχερώς απεκρύπτοντο,
απ’το λαμπυρίζον βλέμμα της. Αντιθέτως , μάλιστα ! Ερρεαν κι εκχυλίζονταν,
σαν βαθυκόκκινο αίμα , νιοσφαγμένου δαμαλιού.
Ηλθεν που λέτε η Γελαστώ κι εστάθη προκλητική, αρπαχτική κι ακόρεστη,
σχεδόν βουλιμική,μπροστά στις Μοίρες τις παλιές και τις αρχαίες.
-Το κουτσούνι αυτό μπαμπόγριες ξεδοντιασμένες,ήρθα να σας το πάρω.
Σείς άχρηστες, τ’όχετε γιά παιχνίδι. Του λόγου μου, πνοή θα του εμφυσήσω,
μ’αίμα και λέμφο , θα το προικίσω. Και θα το ζωντανέψω.Και θα το κάμω,
μεγάλο και τρανό.Σπουδαίο ! Βασιληά, Κυβερνήτη, Αρχοντα ! Διχτάτορα έστω,
αν δεν μπορέσω, τα τρία πρώτα, να πετύχω. Δεν το βλέπετε μπαμπόγριες;;;
Δεν το βλέπετε ;;;;; Πως τόσα χρόνια, έναν μικρό Διχτάτορα,βυζαίνετε ;
Η Λάχεση, η Κλωθώ και η Ατροπος, καθημαγμένες και ξέπνοες,
πέταξαν μακρυά τους, το παχουλό κουτσούνι.Αηδιασμένες,αποτροπιασμένες.
Ντροπιασμένες. Που Μοίρες αυτές, Πανάρχαιες και Μυθικές,πως χάιδευαν
κανάκευαν και φιλούσαν έναν Διχτάτορα,δεν τό’χαν καταλάβει.
Και τότε εσχίσθη το σκοτάδι,απ’τις φωνές της Αλυχτούς.
-Συφοριασμένες κι άχρηστες, το θρέμμα και παιχνίδι σας, τον τροφαντό
αυτόν Διχτάτορα, μόνον η Γελαστώ μπορεί να κουλαντρίσει.
Η Γελαστώ, που σε θέατρα ,σε πλατείες, σε ταβερνεία και σε καπηλιά,
θα το σεργιανίσει . Γιατί η Γελαστώ, είναι πέραν των άλλων και πονόψυχη.
Και τέτοιο αστείον θέαμα, σαν το κουτσούνι σας γελοίον, αρμόζει όλος
ο κόσμος να το χαρεί και να το διασκεδάσει.
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.
ΥΓ: Ο ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ από άποψη, δεν απαντά σε σχόλια, που αφορούν σε
κείμενά του.