Όμορφες φωτογραφίες απο τα πολύ όμορφα blog kopanakinews.wordpress και vleema.blogspot
Διάβαζα το κείμενο που δημοσίευσε στο μπλογκ του ο φίλος Καφετζής για όσους γεννήθηκαν περίπου απο το 50 εως το 85. Ένα όμορφο κειμενάκι, λίγο πολύ γνωστό πλέον που ποτέ δεν βαριέσαι να το διαβάζεις. Θεωρώ τύχη οτι όντως την πρόλαβα αυτή την εποχή και κυρίως στο μεταβατικό στάδιο του 80 εως το 90, για να μπορώ πλέον να κάνω την σύγκριση μου.
Θυμάμαι αχνά όταν ήμουν μικρούλι, οτι όλοι οι γείτονες στην πολυκατοικία γνωρίζονταν μεταξύ τους. Μάλιστα τα απογεύματα που οι άντρες πήγαιναν στο καφενείο, οι γυναίκες έβγαιναν στα σκαλιά της πολυκατοικίας, μαζευόντουσαν στον πρώτο ή στον δεύτερο όροφο ή η μία στο μπαλκόνι της άλλης, αράζαν στα σκαλιά με έναν καφέ και συζητούσαν με τις ώρες. Σε γειτονιές που είχαν απομείνει ακόμα μονοκατοικίες, έβγαζαν μία καρέκλα και έπιαναν το λακιρντί στο πεζοδρόμιο ή στην μικρή πλατεία που ακόμα μπορούσες να κάτσεις χωρίς να φοβάσαι. Εμείς δίναμε ραντεβού, μαζευόμασταν μπούγιο και άντε να μας βρεις μέχρι να γυρίσουμε πίσω. Τότε όλοι ήξεραν τα πάντα για όλους, αλλά κανένας δεν έδειχνε να ενοχλείται με αυτό. Μπορούσες να χτυπήσεις την πόρτα και να ζητήσεις ζάχαρη γιατί ξέμεινες, να ρωτήσεις για μία συνταγή φαγητού. Ζούσαμε φτωχά, κανένας δεν είχε πολλά λεφτά, αλλά κούτσα κούτσα όλοι ζούσαν καλά, έκανες ένα σπιτάκι, δεν είχες εκατό αλλαξιές ρούχα ή σαράντα παπούτσια, ούτε ακριβά καλλυντικά και υψηλή τεχνολογία και κλαμπάκια. Βάζαμε όλοι απο ένα χαρτζηλικάκι και παίρναμε παγωτό. Και έβλεπες χαμόγελα, πολλά χαμόγελα και ανοιχτες καρδιές. Οι εποχές ήταν σταθερές, δροσερές. Δεν είχε σκοτεινιάσει ο καιρός, ούτε είχε νυχτώσει στις καρδιές.
Το Πάσχα και το καλοκαίρι πηγαίναμε στο χωριό να βρεθούμε με τους άλλους τους φίλους μας. Εξερευνούσαμε,ψάχναμε, παίζαμε. Με τσίμπησε μέλισσα και γιαγιά μου μου έβγαλε το κεντρί και μου έτριψε το τσίμπημα με σκόρδο και άλλα σπιτικά γιατροσόφια για κάθε περίπτωση. Νηστεύαμε την μεγάλη εβδομάδα, καθόμασταν όλοι στο τραπέζι, ο παππούς και γιαγιά μας έλεγαν ιστορίες, πηγαίναμε στην μικρή εκκλησία ευλαβικά γιατί το γουστάραμε με έναν γέρο παπά να ψέλνει τα 12 Ευαγγέλια. Λέγαμε Καλή Ανάσταση με την καρδιά μας και τσουγκρίζαμε τα αυγά. Το καλοκαίρι έβγαινε ο κόσμος και γέμιζε το χωριό ζωή, αυτό περίμεναν όλοι. Πανηγύρια, χαρές, φιλιά. Το μεσημέρι κοιμόντουσαν όλοι, και εμείς αράζαμε στην παλιά κουζίνα με τα τεντζερέδια, τις ψάθινες καρέκλες, την μυρωδιά του παλιού. Το ξύλινο τραπέζι με το πλαστικό το κάλυμμα. Δεν βλέπαμε τηλεόραση, αράζαμε για να μη σκάσουμε απο τον μεσημεριανό ήλιο, και πιάναμε τοπικούς σταθμούς με το ραδιοφωνάκι του παππού και ακούγαμε μουσική. Κοιτούσαμε παλιές φωτογραφίες και ψαχουλεύαμε την αποθήκη, ενθουσιαζόμασταν εαν βρίσκαμε κάτι πολύ παλιό που μας φαινόταν παράξενο. Πρασινάδα, φύση, η ντομάτα είχε γευση και δεν ήταν σαν μεταλλαγμένο εξάμβλωμα. Οι άνθρωποι είχαν… Η συνέχεια εδώ