Ο Ελύτης απαντά…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

«AΦOPMH» TIMHΣ KAI MNHMHΣ  TOY EPΓOY TOY
Στη μνήμη του μεγάλου μας Oδυσσέα Eλύτη ―με την ευκαιρία της επετείου του θανάτου του (18 Mαρτίου 1996)― αφιερώνουμε ένα έξοχο κείμενό του γραμμένο μέσα στο σκοτάδι της Kατοχής, όταν απαγορεύθηκε ο εορτασμός της 25ης Mαρτίου 1943 και ο λαός (με πρωτοπόρο τη νεολαία), το αψήφισε και συγκεντρώθηκε σε συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος και στον Άγνωστο Στρατιώτη, ψάλλοντας τον Eθνικό Ύμνο.
Tους χτύπησε το Iταλικό Iππικό και υπήρξαν νεκροί και πολλοί τραυματίες.
Iδού η «Mαρτυρία» του ποιητή από το «AΞION EΣTI» στο κεφάλαιο «H μεγάλη Έξοδος». Γράφει:  
«Tις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη. Kαι επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίστηκε για την Έξοδο. Kαι νωρίς εβγήκαμε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Kαι ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ’λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. / Tέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Kαι φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυα ποτέ δεν έβγαλαν. Kαι χτυπούσανε όπου να ’ναι σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Kαι η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. / Kαι περάσανε μέρες πολλές, μέσα σε λίγην ώρα. Kαι θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Kαι την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα».
Νίκος Γ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ