Η Ελλάδα, το Κυπριακό και η Κρίση στην Ουκρανία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ο κίνδυνος της δημιουργίας του φαινομένου του «ντόμινο» λόγω της Ουκρανικής Κρίσης, σε χώρες των οποίων οι σχέσεις με όμορες χώρες τους έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά που οδήγησαν ήδη από το 2014 στην απόσχιση της Κριμαίας από την Ουκρανία και την ένταξή της στη Ρωσία, κυρίως δε, το χαρακτηριστικό της αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας ενός Κράτους επί περιοχών του, εκ μέρους ενός άλλου Κράτους που τις θωρεί «δικές» του υπό το οιοδήποτε επιχείρημα, είναι όντως υπαρκτοί.

Εν προκειμένω, δεν είναι ανάγκη να είναι ο εθνοτικός παράγων αιτία ή/και αφορμή για τη δημιουργία ανάφλεξης μεταξύ δύο κρατικών οντοτήτων (το φαινόμενο μπορεί κάλλιστα να εκδηλωθεί εντός της ίδιας (πολυεθνικής) κρατικής οντότητας), αλλά, οι αμφισβητήσεις της εθνικής κυριαρχίας να αναφύονται από παλιές Συνθήκες που κάποτε είχαν καθορίσει τα σύνορα μεταξύ των διαφόρων Χωρών (κάτι που συνιστά ένα πολύ έντονο χαρακτηριστικό στην (συχνά αυθαίρετη) διαμόρφωση των συνόρων πρώην αποικιοκρατούμενων Χωρών στην Αφρική και στην Ασία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ατέλειωτων προστριβών μεταξύ διαφόρων εθνοτικών ομάδων και φυλών).

Εξάλλου, στην ιστορία των Διεθνών Σχέσεων, το πόσο απροσχημάτιστη και το πόσο κατάδηλα εναντίον του Διεθνούς Δικαίου (ένα «Δίκαιο» εξίσου προβληματικό τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του) μπορεί να είναι μια τέτοια αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας είναι κάτι που κανείς δεν αγνοεί. Και ασφαλώς, οι Δυτικές Δυνάμεις, δεν εξαιρούνται από την παραπάνω διαπίστωση. Τα παραδείγματα των επιλεκτικών ευαισθησιών των Μεγάλων Δυνάμεων και του ΟΗΕ σε ζητήματα παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και της γενικευμένης αναισθησίας τους σε άλλες περιπτώσεις ενίοτε ακόμα πιο σημαντικών παραβιάσεων του ίδιου Δικαίου, με τις ίδιες τις Μεγάλες (Δυτικές) Δυνάμεις να έχουν και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτές, είναι κάτι το γνωστό αλλά και επαναλαμβανόμενο στην (σύγχρονη) Παγκόσμια Ιστορία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου, εκτός από τα όποια επιχειρήματα της Άγκυρας για την ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης σε ό,τι αφορά τις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ρυθμίσεις που προβλέπονται σ’ αυτή, και ευτυχώς για μας που επί του παρόντος, η Τουρκία δεν μπόρεσε να βρει σοβαρό διεθνή συμπαραστάτη (και κυρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ) που να υποστηρίζουν αυτόν τον αναθεωρητισμό της, είναι κάτι που μας κάνει να είμαστε λίγο πιο ήσυχοι απ’ ό,τι αν το ανωτέρω γεγονός δεν ίσχυε.
Υπογραμμίσαμε ανωτέρω το «επί του παρόντος», διότι στο παρελθόν, λίγο βρεθήκαμε από το να μην ίσχυε σήμερα αυτό το «επί του παρόντος» και μάλιστα με την δική μας συναίνεση.
Διότι αν το «Σχέδιο Ανάν» είχε επικρατήσει και υλοποιηθεί, ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ εκείνο που θα είχε συμβεί, θα ήταν η εκ μέρους της Διεθνούς Κοινότητας (της Ευρώπης και των ΗΠΑ μη εξαιρουμένων), νομιμοποίηση των συνεπειών της τουρκικής εισβολής και κατοχής των βορείων επαρχιών της Κύπρου που εξακολουθεί να υφίσταται έκτοτε. Και για τον τρόπο που η Τουρκία αντιλαμβάνεται τα πράγματα, αν ήδη υπήρχε ως «τετελεσμένο» γεγονός η υλοποίηση του «Σχεδίου Ανάν» στη Κύπρο, μια «παρόμοια» αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας εκ μέρους της, τούτη τη φορά επί εδαφών της Ελλάδας, ίσως να της άνοιγε την όρεξη να δοκιμάσει μέσω ενός θερμού επεισοδίου με τη Χώρα μας να ξαναδημιουργήσει τέτοιας μορφής και ιδίως έκτασης «τετελεσμένα» όπως στη Κύπρο, (κάτι που πάντως σε κάποιο βαθμό έχει ήδη πετύχει με το γκριζάρισμα κάποιων βραχονησίδων), ώστε σε βάθος χρόνου, να συμβεί ό,τι και με την Κύπρο, όπου ΔΙΕΘΝΩΣ, οι ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ της τουρκικής εισβολής και κατοχής, με κυριότερη την διχοτόμηση της Νήσου, να θεωρούνται πλέον ως δεδομένες και μη αντιστρεπτέα κατάσταση πραγμάτων.
Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, ατυχώς στην πρώτη περίπτωση, ατυχέστατα στη δεύτερη, όταν ο ΟΗΕ, μέσω του τότε Γενικού του Γραμματέα Κόφι Ανάν, υπέβαλε το Σχέδιό του για την «λύση» του Κυπριακού Ζητήματος, μια λύση, η οποία ουσιαστικά νομιμοποιούσε την τουρκική εισβολή και κατοχή στη Νήσο, πέραν των άλλων εκτρωματικών «λύσεων» που εισηγούνταν, υπήρξαν ελληνικές και κυπριακές πολιτικές δυνάμεις, που είχαν υποστηρίξει εκείνο το κείμενο της ντροπής, το οποίο ουσιαστικά νομιμοποιούσε την εισβολή και κατοχή εκ μέρους της Τουρκίας.
Έκτοτε και έως σήμερα, προσωπικά τίποτα δεν με κάνει να διαπιστώνω, ότι οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις έχουν μεταβάλει άποψη επί του ανωτέρω θέματος, και ότι δεν θα υποστήριζαν ένα παρόμοιο «Σχέδιο Ανάν», ασφαλώς επικαιροποιημένο και πιθανότατα πιο εκτρωματικό.
Τώρα, γιατί συνδέεται το Κυπριακό Ζήτημα με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ουκρανία;
Συνδέεται διότι, αν εκεί η κατάσταση δεν εκτονωθεί και μάλιστα γρήγορα, τίποτα δεν αποκλείει να μετατραπεί σε ένα ντόμινο εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή, κι εδώ ό,τι μας ενδιαφέρει είναι η Τουρκία, η οποία ίσως να θεωρήσει πως «ήρθε και η δική της ώρα», «η ώρα της Τουρκίας», ώστε μέσα στη γενικότερη αναμπουμπούλα να εντείνει τις εις βάρος της Χώρας μας διεκδικήσεις και ενδεχομένως, να επιχειρήσει κάτι ανάλογο και εδώ (αναφέρομαι στη δημιουργία ενός «θερμού επεισοδίου») θεωρώντας πως ο «χρόνος είναι κατάλληλος».
Η Ουκρανική Κρίση, που πλέον έχει ήδη αναβαθμιστεί από «θερμό επεισόδιο» σε «κανονικό» πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας, μια Κρίση που έχει «προάγει» την ούτως ή άλλως υπαρκτή αντιπαλότητα Ρωσίας – ΗΠΑ (και του ΝΑΤΟ) σε ένα επίπεδο που τείνει να καταστεί εφάμιλλο εκείνο του Ψυχρού Πολέμου, αναμφισβήτητα ενισχύει τον ρόλο και τη σημασία της Τουρκίας εντός των πλαισίων του ΝΑΤΟ, και γνωρίζουμε πολύ καλά, πως η Τουρκία, δεν παρέχει την οποιαδήποτε «στήριξη» ή «φιλία» της στον οποιονδήποτε χωρίς ΜΕΤΡΗΣΙΜΑ ΚΑΙ ΑΜΕΣΑ ανταλλάγματα, και μάλιστα κατά κανόνα, αξιώνοντας φορτικά τις αξιώσεις της, είναι βέβαιο, πως στην περίπτωση των διενέξεών της με την Ελλάδα, δεν θα μείνει χωρίς καμία αξίωση ώστε οι «σύμμαχοί» της στο ΝΑΤΟ (στο οποίο τυχαίνει να περιλαμβάνεται σχεδόν ολόκληρη τη Ευρωπαϊκή Ένωση) να μην της αναγνωρίσουν την (όποια) σημασία της συμβολής της στην «άμυνα» της «Δύσης» έναντι της Ρωσίας, οι οποίοι κάπως θα πρέπει να της το ανταποδώσουν, έστω και δια της ουσιαστικής αποχής τους (η ρητορική τους εμπλοκή δεν την πειράζει ιδιαίτερα) από ό,τι «συμβαίνει» ή θα συμβεί με την γείτονά της Ελλάδα. Και το κυριότερο όλων, δεν αναμένει πάντα κάποιο ξένο χέρι να της τρίψει την πλάτη όταν έχει τις «φαγούρες» της, αλλά, χρησιμοποιεί και το δικό της χέρι.
Βεβαίως, αυτές οι αξιώσεις της Τουρκίας, δεν είναι βέβαιο ότι θα βρουν οπωσδήποτε αποδέκτες.
Όπως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν θα βρουν.
Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, αν η Τουρκία περάσει στην δυναμική διεκδίκηση εκ μέρους της των όποιων αξιώσεών της από την Ελλάδα, θα έχουμε «υπέρ ημών» την αναμφισβήτητη κατακραυγή των «εταίρων» μας και ίσως και την διπλωματική απομόνωση της γείτονος, πιθανώς και με κάποιες κυρώσεις οικονομικές, κάτι που εμάς βεβαιότητα θα μας δίνει ένα ηθικό πλεονέκτημα στο ζήτημα του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, όμως, η Τουρκία που ουδόλως ασχολείται στα πλαίσια της δικής της εξωτερικής πολιτικής με παρόμοια «πράγματα», όπως δηλαδή δεν ασχολούνται και οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης όταν πρόκειται να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους παρακάμπτοντας κάθε εμπόδιο που προέρχεται από το Διεθνές Δίκαιο, είναι βέβαιο, πως η Τουρκία, θα υπογραμμίζει, όπου θα βρίσκεται και θα στέκεται, την κρισιμότητα της δικής της παρουσίας εντός του ΝΑΤΟ σε σχέση με το πολύ πιο σημαντικό για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ενδεχόμενο να εμπλακούν σε ένα γενικευμένο πόλεμο με την Ρωσία. Εν προκειμένω μάλιστα, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο (ενδεχόμενων πάντα) εξελίξεων, θα δοκιμαστεί και η πίστη της Γαλλίας στην υπογραφή της στο Ελληνογαλλικό Σύμφωνο αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση που η Ελλάδα δεχτεί επίθεση από τρίτη Χώρα, δηλαδή την Τουρκία. Η Γαλλία, μετρώντας τις συνέπειες μιας στρατιωτικής ρήξης Δύσης – Ρωσίας και Τουρκίας – Ελλάδος, θα πρέπει να κάνει τις επιλογές της, όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ (και βεβαιότατα η Γερμανία που ούτως ή άλλως, έχει «πατροπαράδοτους» ιστορικούς δεσμούς φιλίας και συμμαχίας).
Περισσότερο εύχομαι, και λιγότερο ελπίζω, οι ανωτέρω εξελίξεις στην Ουκρανία, να μην λειτουργήσουν ως ένα είδος «ντόμινο» της ανωτέρω μορφής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την περιοχή μας.
Όπως όμως, πρέπει να το υπογραμμίσω κι αυτό, η Ελλάδα, ΔΕΝ αποτελεί έναν εύκολο αντίπαλο για την Τουρκία. Ακόμα και αν αφεθεί μόνη της, είναι σε θέση να υπερασπίσει τα σύνορά της πλήρως. Ο μόνος ουσιαστικός της εχθρός, είναι τα ίδια της τα λάθη στις κρίσιμες στιγμές, λάθη κάθε είδους, των πολιτικών να έχουν εδώ κρίσιμη σημασία.
Όμως, η Τουρκία, εφόσον πιστέψει πράγματι πως «ήρθε η ώρα» της, κατά τα ανωτέρω, είναι βέβαιο πως δεν θα αφήσει απέξω και την προσπάθεια μιας «μόνιμης» «λύσης» στο Κυπριακό σύμφωνα με τους διακαείς της πόθους, που είναι η διεθνής αναγνώριση του ψευδοκράτους της που επέβαλε στα κατεχόμενα τμήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι κάτι που κι αυτό μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί.
Ως Χώρα, οφείλουμε έστω και «επί χάρτου», να έχουμε καταστρώσει τις αναγκαίες πολιτικές και στρατηγικές, στην περίπτωση που το παραπάνω «ντόμινο» εκδηλωθεί. Άλλωστε, είμαι βέβαιος πως τέτοια «Σχέδια» υπάρχουν -το αντίθετο δεν μπορώ να το διανοηθώ καν. Και όταν λέω «Σχέδια», εννοώ, να λαμβάνουν υπόψη όλες τις εκδοχές, χωρίς καμία εξαίρεση, και επομένως, να αντιμετωπίζουν και το ενδεχόμενο, σε μια «θερμή» αναμέτρηση με την Τουρκία, ιδίως σήμερα με την Ουκρανική Κρίση να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, να βρεθούμε πράγματι εντελώς μόνοι υπερασπιζόμενοι την εθνική μας κυριαρχία.
Όμως, ΑΝ αυτό το τελευταίο συμβεί, τότε, θα είναι αδιανόητο, τουλάχιστον σ’ αυτή την περίπτωση, να μην επανεξετάσει η Χώρα μας το ζήτημα το τι σημαίνει γι΄ αυτή η «Ευρωπαϊκή Ένωση».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ